Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν.


Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Ο Πειραιάς στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ίσως η πιο «γόνιμη» περιοχή της «μικρής Ελλάδας» για την ελληνική βιομηχανία και κυρίως για τη βιοτεχνική δραστηριότητα. Η μία μετά την άλλη «ξεφύτρωναν» οι μικρές βιοτεχνικές επιχειρήσεις, πρόδρομοι της βιομηχανικής ανάπτυξης που παρατηρήθηκε τις επόμενες δεκαετίες. Η καθυστερημένη οικονομική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου εκεί στην περιοχή του πρώτου λιμανιού γνώρισε τα πρώτα της βιομηχανικά βήματα και ο Πειραιάς αναδείχθηκε σε «βιομηχανικό λίκνο» της χώρας.


Η ιστορία λοιπόν της οικογένειας Μυτιληναίου αρχίζει σε ένα υπόγειο στον Πειραιά, όπου δημιουργήθηκε η πρώτη βιοτεχνική δραστηριότητά της. Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος ­ «εργοστασιάρχης» κατ’ επάγγελμα αργότερα ­ ξεκίνησε «ξυπόλυτος» από την Κορώνη της Μεσσηνίας. Αν και παντρεύτηκε κόρη πλούσιας οικογένειας από τον Πύργο ­ η οικογένεια Σταθόπουλου διέθετε τότε δύο παιδιά χρηματιστές στο Παρίσι ­, βρέθηκε εργάτης σε εργοστάσιο μεταλλοτεχνίας στην Πάτρα. Εκεί απέκτησε και τις πρώτες γνώσεις του.


* Εφόδιο η φιλοδοξία


Λίγο αργότερα, το 1908, κατέληξε στον Πειραιά, όπου σε ένα υπόγειο οίκημα δημιούργησε μια μικρή μεταλλουργική βιοτεχνία. Κύριο εφόδιο είχε τη φιλοδοξία του να αναδειχθεί σε σημαντικό κοινωνικό παράγοντα. Ως και το 1926 η παραγωγή της επιχείρησης περιοριζόταν σε απλά μεταλλικά είδη, όπως τασάκια, ορειχάλκινα προϊόντα, είδη κιβωτοποιίας κ.ά.


Το 1926 είναι ο πρώτος σταθμός στην ανάπτυξη της επιχείρησης. Οπως έγραφε ο ίδιος στον τιμοκατάλογο του 1932, «Σταδιοδρομίαν τετάρτου αιώνος, πλήρη δυσχερειών και ανωμαλιών, εθνικών τε και οικονομικών, εσωτερικών τε και παγκοσμίων. Ιδρυθέν εν έτει 1908, ανακαινισθέν έκτοτε διά τελείων εγκαταστάσεων και πλουτισθέν διά νέων μηχανημάτων προμηθευθέντων παρά του ιδίου εργοστασιάρχου κατά την τελευταίαν επί τούτω μετάβασίν του εις Βιέννην, Βουδαπέστην και διαφόρους πόλεις της Γερμανίας, προήχθη εσχάτως εις τοιούτον σημείον ώστε να θεωρείται μοναδικόν εις το είδος του εις τα Βαλκάνια και την Ανατολήν και τα προϊόντα αυτού να είναι εφάμιλλα προς τα των καλλιτέρων θεωρουμένων ευρωπαϊκών εργοστασίων».


* Το άλμα του 1934


Πράγματι ο Ευ. Μυτιληναίος αποφασίζει τότε να προχωρήσει στην κατασκευή λαμπών πετρελαίου ­ είδος που εισαγόταν ως τότε κυρίως από την Ουγγαρία. Ετσι αφού εισήγαγε τον κατάλληλο μηχανολογικό εξοπλισμό άρχισε την παραγωγή. Το νέο προϊόν είχε μεγάλη ζήτηση, έτσι το 1934 αφήνει τη μικρή βιοτεχνία και δημιουργεί το πρώτο μεγάλο εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη, από τα μεγαλύτερα τότε του Πειραιά, πλησίον της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτος.


Οπως έγραφε στον τιμοκατάλογο του 1932, «την προοδευτικήν αυτήν προσπάθειαν θέλομεν συνεχίση, επεκτείνοντες την παραγωγή και βελτιώνοντες τα είδη μας ώστε και το εμπόριον και την κοινωνίαν να εξυπηρετήσωμεν, αλλά και εις την ανόρθωσιν της Εθνικής Οικονομίας να συμβάλωμεν παράγοντες είδη άτινα μέχρι τούδε το εμπόριον εισήγεν εκ των αλλοδαπών μεταλλουργικών εργοστασίων». Σιγά σιγά λοιπόν επεκτείνει την γκάμα της παραγωγής του. Το νέο εργοστάσιο, σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο του 1937, παράγει μεταλλοσφραγίδες, σύρματα, αγγράφες, συνδετήρες σιδηροταινιών, τάπες βαρελιών, πώματα φιαλών, κοχλίες δοχείων και «επικαλύμματα και κοχλίας υαλίνων δοχείων».


* Εξαγωγική δραστηριότητα


Ετσι αρχίζουν οι εξαγωγές στην Αίγυπτο και στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή, ενώ τα προϊόντα του Ευ. Μυτιληναίου «ανακαλύπτουν» παράλληλα ως και την αιθιοπική αγορά. Αναφορικά με την εσωτερική αγορά, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες στον κλάδο του. Το 1935 μάλιστα εκλέγεται από τη γενική συνέλευση της Ενώσεως Ελλήνων Σιδηροβιομηχάνων στο διοικητικό συμβούλιο, καταλαμβάνοντας τη θέση του ταμία. Ως επάγγελμα πλέον δηλώνει «εργοστασιάρχης», γεγονός που τον αναδεικνύει στο κοινωνικό «status» της εποχής.


Το 1939 ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας Αρβανίτης «κατελθών εις Πειραιά επεσκέφθη το νεόδμητον εργοστάσιον μεταλλουργικής βιομηχανίας του κ. Ευαγγέλου Μυτιληναίου, παρά την οδόν Γραβιάς και Αρτεμησίου» έγραφε η Βιομηχανική Επιθεώρηση στο τεύχος Μαΐου του 1939.


Η πρώτη περίοδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας της οικογένειας Μυτιληναίου τελειώνει ουσιαστικά με την έναρξη της Κατοχής. Η οικονομία μαραζώνει. Το εργοστάσιο κλείνει αναγκαστικά και το 1944, «μάλλον από τη θλίψη του», ο Ευ. Μυτιληναίος πεθαίνει.


* Η μεταπολεμική περίοδος


Λίγο μετά την Απελευθέρωση, το 1946, το εργοστάσιο επαναλειτουργεί, κατ’ ανάγκην βεβαίως από τη δεύτερη γενιά. Τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας, ο Νικόλαος, ο Γεώργιος, ο Ευστάθιος και ο Σωτήριος, αναλαμβάνουν πλέον την επιχείρηση. Η επαναλειτουργία του εργοστασίου βασίστηκε αρχικά σε λιωμένα κουτιά γάλακτος από μεγάλη παρτίδα του Ερυθρού Σταυρού («Ελληνικές επιχειρήσεις στον 20ό αιώνα. Πρόσωπα και Δραστηριότητες», εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα 1999).


Η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ελλάδας είναι η «χρυσή εποχή» για πολλές επιχειρήσεις. Η Μεταλλουργική Βιομηχανία Ευ. Μυτιληναίου ΑΕ τροποποιεί τη σειρά των προϊόντων της και αρχίζει την παραγωγή οικιακών σκευών από αλουμίνιο με σήμα τον κόκορα (κυρίως κατσαρόλες). Η ανάπτυξή της είναι εντυπωσιακή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 καλύπτει το 90% της εσωτερικής κατανάλωσης (ό.π.π.) και παράγει ειδικούς μεταλλικούς σωλήνες ταχείας άρδευσης, ενώ γίνεται προμηθευτής της ΔΕΗ και μεγάλων βιομηχανιών (Φιξ κ.ά.).


Ως τα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του 1950 έχει οδηγηθεί στην ακμή της. Τότε όμως ανακύπτουν σοβαρά προβλήματα μεταξύ των τεσσάρων αδελφών. Ο μεγαλύτερος εξ αυτών, ο Νίκος Μυτιληναίος, θεωρεί ότι δικαιωματικά τού ανήκει η πρωτοκαθεδρία και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος στις επιλογές της εταιρείας. Η διάσταση επιλογών και οι προσωπικές συγκρούσεις έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο που η συνύπαρξη των τεσσάρων αδελφών είναι αδύνατη. Ενα από τα σημεία διαφωνίας είναι η δημιουργία νέου εργοστασίου στα Οινόφυτα, επιλογή του Νίκου Μυτιληναίου, με την οποία οι άλλοι διαφωνούν. Ετσι ο ένας μετά τον άλλο οι μικρότεροι αδελφοί πωλούν τα μερίδιά τους και αποχωρούν από την εταιρεία.


Ο Ευστάθιος Μυτιληναίος δημιούργησε λίγο αργότερα στα Βασιλικά της Εύβοιας την Πειραϊκή Μεταλλουργία, η οποία στη δεκαετία του 1980 οδηγήθηκε σε μαρασμό.


* Η τρίτη γενιά


Ο Γεώργιος Μυτιληναίος έφυγε από την Ελλάδα και βρέθηκε μετανάστης στην Αργεντινή, όπου παρέμεινε για τρία-τέσσερα χρόνια εργαζόμενος ως στέλεχος σε μεγάλη ελληνική επιχείρηση μεταλλουργίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα ιδρύοντας την εταιρεία Γενική Αντιπροσωπειών ΕΠΕ και συνεργαζόμενος με μεγάλους ξένους οίκους ασχολήθηκε με την αντιπροσωπεία και την εμπορία μετάλλων. Εκτός από την εσωτερική αγορά, στράφηκε στις αγορές της Μέσης Ανατολής και της Βαλκανικής ­ μία εξ αυτών ήταν της Γιουγκοσλαβίας. Στη δεκαετία του 1970 η εταιρεία έγινε ανώνυμη, το 1977 ιδρύθηκε η Γενική Σιδηρομεταλλική ΑΕ, με αντικείμενο την εμπορία συρμάτων και συρματόσχοινων, και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 δημιουργήθηκε η Γενική Σιδηρεμπορική ΑΕ, για την εισαγωγή και εμπορία σιδήρου κατασκευών.


Εν τω μεταξύ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 σταδιακά οι επιχειρήσεις άρχισαν να περνούν στα χέρια της τρίτης γενιάς, των γιων του κ. Γ. Μυτιληναίου, των κκ. Ε. και Ι. Μυτιληναίου. Το 1990 με την ίδρυση της εταιρείας Μυτιληναίος ΑΕ – Ομιλος Επιχειρήσεων (η οποία το 1991 απορρόφησε τις εταιρείες Γενική Αντιπροσωπειών ΑΕ, Γενική Σιδηρεμπορική ΑΕ και το 50% της Γενικής Σιδηρομεταλλικής ΑΕ) η επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας ανοίγει καινούργιους δρόμους. Το 1993 αποκτά τη Γενική Αντιπροσωπειών και Εμπορίου ΑΕ, η οποία το 1994 μετονομάζεται σε ΓΕΚΤΕΜ ΑΕ.


Το 1995 η εταιρεία εισέρχεται στην Παράλληλη Αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και επεκτείνεται στον χώρο του διεθνούς εμπορίου βασικών μετάλλων (χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου και αλουμινίου), ενώ την ίδια χρονιά υπογράφει συμφωνίες συνεργασίας με ορυχεία και μεταλλουργίες στη Σερβία (πρόκειται για του Κοσσυφοπεδίου, από τα οποία έχει υποστεί ως τώρα τώρα ζημιά περί τα 10 δισ. δρχ.), την πΓΔΜ, τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Τον ίδιο χρόνο εξαγοράζει τη Γενική Εμπορική Γιαμάς ΑΕ. Το 1997 η εταιρεία μετατάσσεται στην Κύρια Αγορά του Χρηματιστηρίου και το 1999, παράλληλα με τη διεθνή δραστηριότητά της, η οποία εντείνεται, εξαγοράζει την πλειοψηφία της ΜΕΤΚΑ ΑΕ.


Από τη μικρή υπόγεια βιοτεχνία του Πειραιά ως τη διεθνοποίηση του ομίλου πέρασαν 92 χρόνια. Η επιχείρηση του «εργοστασιάρχου Ευ. Μυτιληναίου» ­ έστω και με κάποια μικρή διακοπή ­ συνεχίζει να «καλπάζει», στην εποχή πια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας…