Πρόσφατα το υπουργείο Οικονομικών μάς πληροφόρησε ότι με τον συγκεκριμένο τύπο θα προσδιορίζεται η υπεραξία των μεταβιβαζομένων εταιρικών μεριδίων. Ειλικρινά δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις μαθηματικές φόρμουλες. Αλλά, όπως γνωρίζουν πολύ καλά όλοι οι οικονομολόγοι, τίποτε δεν μετρά καλύτερα την αξία και τις μεταβολές της (υπεραξία) από την αγορά. Αρα όταν ανατρέχουμε σε τύπους και απλοποιήσεις αυτής της μορφής, ο λόγος είναι ένας: δεν έχουμε αγορές για να μας μετρήσουν την πραγματικότητα. Και ακόμη περισσότερο, δεν θέλουμε να κατασκευάσουμε αγορές για να διευκολυνθούμε στις μελλοντικές αποτιμήσεις και αξιολογήσεις μας.


Το θέμα μας λοιπόν σήμερα είναι γιατί, αντί να έχουμε ένα πλήθος αγορών που σε άλλες οικονομίες έχουν αναπτυχθεί, αγορές που διευκολύνουν τις διαδικασίες εκτίμησης καθώς και τις συναλλαγές, μας θέλγουν οι τύποι.


Είναι να απορεί κανείς μαζί με τον συντάκτη του άρθρου του «Βήματος» γιατί ακόμη και η πιο προηγμένη αγορά της χώρας μας, η αγορά χρηματοπιστωτικών τίτλων, αν συγκριθεί με τις διεθνώς ανεπτυγμένες, φαντάζει φτωχή. Τι μας λείπει; Πολλά και δυστυχώς όχι μόνο όσα αναφέρονται στο άρθρο. Συγκεκριμένα δεν είναι μόνο οι επιχειρήσεις του χονδρικού εμπορίου διαχείρισης των ρευστών διαθεσίμων, όπως οι επιχειρήσεις venture, ή διαχείρισης επιχειρηματικών ομολόγων, αφού δεν υπάρχει ακόμη και αγορά μη κρατικών ομολόγων. Τι ζητάς, θα έλεγε κάποιος. Εδώ μόλις πριν από λίγα χρόνια οργανώθηκε η αγορά των κρατικών ομολόγων. Με αυτό ως δεδομένο, γιατί το θεσμικό πλαίσιο για τα επιχειρηματικά χρεόγραφα να μην είναι ανύπαρκτο;


Το θέμα της τιτλοποίησης των υποχρεώσεων είτε των ασφαλιστικών είτε των οργανισμών οικιστικής χρηματοδότησης ακόμη είναι στα χαρτιά. Πώς όμως μπορούν να αναπτυχθούν όταν δεν υπάρχουν αγορές για την εμπορία τους;


Το θέμα του δανεισμού των φορέων του Δημοσίου (ΔΕΚΟ και δήμοι) βρίσκεται κάτω από την οργάνωση της κεντρικής διοίκησης. Τα δάνεια υπογράφονται από τους δημάρχους και μεταφέρονται σαν να παίζουν μουσικές καρέκλες στους διαδόχους τους. Κάποτε οι φορείς του Δημοσίου τολμούσαν να εισαγάγουν για διαπραγμάτευση ομόλογα ώστε να αξιολογείται καθημερινά η αξιοπιστία των διοικήσεών τους. Τώρα κάνουμε αυξήσεις κεφαλαίων, μπαίνουμε στο Χρηματιστήριο και μετά ζητούμε από τη ΔΕΚΑ να στηρίξει τις τιμές.


Για να υπάρξουν όμως χονδρέμποροι ρευστών διαθεσίμων πρέπει να υπάρξουν και μηχανισμοί ελέγχου των εσωτερικών διαδικασιών λειτουργίας των επιχειρήσεων, ιδιωτικών και δημοσίων. Αντί λοιπόν ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας παρουσία δύο διοικητών ελληνικών τραπεζών σε εκδήλωση στο Λονδίνο να δέχεται επίθεση από τους ξένους διαχειριστές κεφαλαίων σχετικά με το ότι η κεφαλαιαγορά μας αδυνατεί να ελέγξει την εσωτερική πληροφόρηση και να απαντά ότι όσα έγιναν τον Νοέμβριο στο Χρηματιστήριο είναι παιδικές ασθένειες και θα τις περάσουμε, είναι προτιμότερο να γνωρίζει ότι πλέον για τις παιδικές ασθένειες υπάρχουν τα εμβόλια και δεν περιμένουμε τον χρόνο.


Το θέμα λοιπόν είναι ότι δεν έχουμε θεσμούς και δεν οργανώνουμε αγορές. Εχουμε όμως την εύκολη λύση, που είναι να φτιάχνουμε φόρμουλες και τύπους. Εχω την άποψη ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά εξυπηρετεί έναν σκοπό. Η φόρμουλα όπως αυτή της επικεφαλίδας έχει μεταβλητές. Και οι μεταβλητές απαιτούν ορισμό. Και ο ορισμός υπουργική απόφαση. Και η υπουργική απόφαση ερμηνευτική εγκύκλιο. Και η ερμηνευτική εγκύκλιος υπάλληλο να την ερμηνεύσει. Και εκεί είναι που δένει το σιρόπι και καταλήγουμε στις φόρμουλες αντί στις αγορές.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.