Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η μικρασιατική καταστροφή και η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων ανέστιων προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, πέραν του δράματος, ωφέλησε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας. Και το 1922 αποτελεί τομή στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Πολλές ήταν οι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες πρόσφυγες ­ οι οποίοι μετέφεραν στον νέο τόπο εγκατάστασής τους τις ασχολίες και την επιχειρηματική δραστηριότητά τους από τη Μικρασία ­ αλλά στην ιστορία του χρόνου αρκετές έπαψαν να υπάρχουν. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελεί η οικογένεια Χαΐτογλου που εγκαταστάθηκε, έπειτα από πολλές περιπέτειες και ταλαιπωρίες, στη Θεσσαλονίκη. Και ήταν τέτοια η συμβολή της στην ανάπτυξη του προϊόντος με το οποίο ασχολήθηκε που σήμερα πλέον το όνομά της έχει γίνει συνώνυμο με το ίδιο το προϊόν.


Οπως διηγείται ο κ. Ν. Χαΐτογλου, ένας από τους επιζώντες πρεσβυτέρους της οικογένειας, όλα άρχισαν το 1924, όταν μετά τη μικρασιατική καταστροφή τα αδέλφια Κωνσταντίνος, Ελευθέριος και Σάββας Χαΐτογλου από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας φθάνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκαθίστανται. Στην αρχή δημιουργούν μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση ζαχαροπλαστικής, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, κυρίως του παππού τους Νίκου Χαΐτογλου που ήταν χαλβαδοποιός. Το ζαχαροπλαστείο ήταν στο κέντρο της σημερινής παλαιάς Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Αθωνος. Εκεί βρισκόταν η μικρή βιοτεχνία της νεοσύστατης εταιρείας Αφοί Χαΐτογλου ΟΕ.


* Μυλόπετρες και χαλβαδοκάζανα


Τότε λοιπόν οι νεόκοποι επιχειρηματίες αγοράζουν μια πετρελαιοκίνητη μηχανή 80 ΗΡ, η οποία με ιμάντες έδινε κίνηση στις μυλόπετρες και στα χαλβαδοκάζανα. Οι μυλόπετρες άλεθαν το σησάμι και παραγόταν έτσι το ταχίνι, που αποτελεί και τη βασική πρώτη ύλη του χαλβά. Στη συνέχεια μέσα στο ταχίνι πρόσθεταν τη γλυκαντική ύλη (όποια και αν ήταν αυτή: θρεψίνη, ζάχαρη ή μετέπειτα γλυκόζη σε μορφή καραμέλας) και άρχιζε το ζύμωμα του χαλβά με το χέρι.


Η μικρή βιοτεχνία με το ζαχαροπλαστείο της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν άργησε να γίνει μια μικρή βιομηχανία και μεταφέρθηκε στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού. Πράγματι έξι χρόνια αργότερα, το 1930, ο Κωνσταντίνος Χαΐτογλου έκανε το μεγάλο βήμα. Αγόρασε ένα από τα οικόπεδα που πωλούσε τότε η Εθνική Τράπεζα και έχτισε το πρώτο ιδιόκτητο εργοστάσιο, 450 τ.μ., επί της οδού Δάμωνος 33, στο οποίο από το 1931 μεταφέρθηκαν οι εργασίες της επιχείρησης, απασχολώντας τότε 30 εργαζομένους. Μάλιστα στη λειτουργία του εφαρμόζονται η ηλεκτροκίνηση και η χρήση ατμού, με την απόκτηση του πρώτου κατάλληλου ατμολέβητα. Σε αυτό το εργοστάσιο λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να εργάζεται, από ηλικία μάλιστα 16 ετών, και ο δημιουργός της σημερινής εταιρείας κ. Ν. Χαΐτογλου, γιος του Κωνσταντίνου, όπως και ο κ. Δημήτριος Χαΐτογλου, γιος του Ελευθερίου, ο οποίος και παραμένει και σήμερα στην εταιρεία, διατηρώντας ένα μικρό μέρος των μετοχών της. Η επιχείρηση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930 λειτουργεί κανονικά και συνεχίζει να αναπτύσσεται. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, από την πρώτη κιόλας ημέρα, το εργοστάσιο επιτάχθηκε, καθώς και όλοι οι εργαζόμενοι που δεν στρατεύθηκαν, και παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση ως τη συνθηκολόγηση. Ολο αυτό το διάστημα το εργοστάσιο λειτουργούσε επί 24ώρου βάσεως, παράγοντας χαλβά από θρεψίνη αποκλειστικά για τον Στρατό.


* Πελάτης ο Στρατός


Οπως διηγείται ο κ. Ν. Χαΐτογλου, «στρατιωτικά αυτοκίνητα, νύχτα πάντοτε με συσκότιση, φόρτωναν μεγάλους γκαζοντενεκέδες χαλβά και τους μετέφεραν είτε στα σύνορα είτε στα μετόπισθεν, προσφέροντας έτσι στους στρατιώτες πλούσια σε θερμίδες τροφή, που την είχαν ανάγκη. Η θρεψίνη είναι το εκχύλισμα της σταφίδας και χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του χαλβά αντί της ζάχαρης, επειδή ο Μεταξάς θέλοντας να ενισχύσει τους σταφιδοπαραγωγούς είχε απαγορεύσει το 1936 τη χρήση της ζάχαρης στη ζαχαροπλαστική. Η εκχύλισή της γινόταν μέσα σε μεγάλα δρύινα βαρέλια και πολύ αργότερα ­ μετά τη μεταφορά στις καινούργιες εγκαταστάσεις της εταιρείας ­ άρχισε να γίνεται σε μεγάλες δεξαμενές από μπετόν. Η απαγόρευση μάλιστα της ζάχαρης διατηρήθηκε ως το 1965, όταν επιτράπηκε και πάλι η χρήση της ζάχαρης».


Στην Κατοχής οι Γερμανοί είχαν διατάξει την επίταξη όλης της παραγωγής της σταφίδας. Ετσι λοιπόν το εργοστάσιο δεν είχε πρώτη ύλη για να λειτουργήσει. Τότε «ανακαλύφθηκαν» τα χαρούπια, που έσωσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την πείνα. Ερχονταν χαρούπια από την Κρήτη και το εργοστάσιο πλέον μετασκευάστηκε και παρήγαγε πλέον χαρουπόμελο. Αυτό γινόταν ως το τέλος της Κατοχής.


Μετά την Απελευθέρωση η επιχείρηση άρχισε και πλέον να λειτουργεί κανονικά, αν και πάλι ξεκίνησε από το μηδέν. Το χρέος του Δημοσίου προς την επιχείρηση είχε φθάσει στο υπερβολικό για την εποχή ποσό των 2.500.000 δρχ., το οποίο όμως παρεγράφη έπειτα από απόφαση του τότε υπουργού Α. Σβώλου.


Παρ’ όλα αυτά η εταιρεία ανασυντάσσεται. Από τον Σεπτέμβριο του 1945 αρχίζει να παράγεται χαλβάς από σησάμι και τα προϊόντα σιγά σιγά κατεβαίνουν και στην περιοχή της Αττικής. Οπως αναφέρει ο κ. Ν. Χαΐτογλου, «όλοι περιμένουν τον χαλβά από τη Μακεδονία, αυτό κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και έτσι καθιερώνεται για πρώτη φορά η επωνυμία Μακεδονικός Χαλβάς». Οι δραστηριότητες όμως της εταιρείας δεν περιορίζονταν στην παραγωγή χαλβά. Παράγονταν ακόμη σησαμέλαιο και μαρμελάδες με βασική πρώτη ύλη και πάλι τη θρεψίνη, ως την άρση της απαγόρευσης της ζάχαρης.


* Περίοδος τυποποίησης


Το 1955 η εταιρεία πρωτοπορεί, αφού πρώτη φορά αρχίζει την τυποποίηση του χαλβά σε διάφορα μεγέθη και ποικιλίες γεύσεων. Ετσι κυκλοφορεί ο μακεδονικός χαλβάς στη συσκευασία της μισής οκάς, της μιας (1.280 γραμμάρια), των δυόμισι και των πέντε οκάδων. Επίσης ενώ όλες οι άλλες εταιρείες συνεχίζουν την πώληση του χύμα χαλβά η εταιρεία Αφοί Χαΐτογλου τον συσκευάζει και ξεκινά τις εξαγωγές, αρχικά στις χώρες της Ευρώπης και στη συνέχεια στην Αμερική και στον Καναδά.


Την ίδια περίοδο, όπως αναφέρεται σχετικά, «διά την αποκλειστική παραγωγήν χαλβά δεν υπάρχουν πολλά αυτοτελή εργοστάσια, αλλά ούτος κατασκευάζεται και υπό εργοστασίων ασχολουμένων και με την παραγωγήν και άλλων ειδών τροφίμων. Η ετησία μέση παραγωγή χαλβά κυμαίνεται μεταξύ 4.500 και 5.500 τόνων εις ολόκληρον την χώραν. Διά την παρασκευήν τούτου χρησιμοποιούνται πρώται ύλαι, ως σησάμιον και σταφιδίνη ­ προϊόντα εγχώρια ­ εις αναλογίαν 50% εξ εκάστου είδους. Το προϊόν αυτό έχει μεγάλην κατανάλωσιν εις την χώραν μας, οφειλομένην εις το ότι αποτελεί ευθηνήν και θρεπτικωτάτην τροφήν. Ο χαλβάς παρασκευάζεται εις ολόκληρον την χώραν» («Η βιομηχανία της περιοχής Αθηνών – Πειραιώς κατά τα έτη 1955-1957» υπό Ν. Σιδέρη).


Το 1962, τριάντα χρόνια μετά την απόκτηση του πρώτου εργοστασίου, η επιχείρηση μεταφέρεται και μεταστεγάζεται σε νέες εγκαταστάσεις στη βιομηχανική περιοχή Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται ως σήμερα, σε ιδιόκτητη έκταση 80.000 τ.μ., διευρύνοντας παράλληλα τις δραστηριότητές της και στην κονσερβοποιία και απασχολώντας 80 εργαζομένους. Το 1975 σταματά πια εντελώς η παραγωγή θρεψίνης ­ η οποία όταν έπαψε να χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη παραγωγής χαλβά διατήρησε μερίδιο στη διατροφή μεγάλου μέρους των καταναλωτών ­ και παίρνει τη θέση της οριστικά η μαρμελάδα.


* Εξαγωγές σε 45 χώρες


Σήμερα η συνολική κατανάλωση χαλβά ανέρχεται στους 9.000 τόνους, αλλά τώρα πια το 40% της παραγωγής του μακεδονικού χαλβά της εταιρείας Αφοί Χαΐτογλου ΑΕΒΕ εξάγεται σε 45 χώρες και έχει κατορθώσει να υποσκελίσει στη διεθνή αγορά τις ανταγωνίστριες βιομηχανίες, του Λιβάνου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Βέβαια επί δέκα χρόνια περίπου η εταιρεία έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση του προϊόντος, προσπαθώντας να γνωρίσει στις νέες γενιές των καταναλωτών ένα προϊόν που για την παρασκευή του «το σησάμι εξακολουθεί να αλέθεται σε πέτρινους μύλους και ο χαλβάς να ζυμώνεται με το χέρι», εξίσου παραδοσιακά όπως και πριν από 76 χρόνια.


Παραμένει ακόμη μια οικογενειακή επιχείρηση. Το 1994 μάλιστα απέκτησε το 25% των μετοχών της Χαλβαδοποιίας Ελλάδος – Αφοί Παπαγιάννη ΑΕ. Ωστόσο ετοιμάζεται να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μέσω της θυγατρικής της Χαρτέλ ΑΒΕΕ, η οποία έχει υποβάλει ήδη τον σχετικό φάκελο στη διοίκηση του ΧΑΑ.


Σίγουρα πάντως κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τότε, πριν από 76 χρόνια, ότι ο μακεδονικός χαλβάς των τριών μικρασιατών αδελφών Χαΐτογλου θα μπορούσε σήμερα να είναι «πρεσβευτής» των ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά…