Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του νομοσχεδίου για τη μετατροπή της ΕΥΔΑΠ σε ανώνυμη εταιρεία, φοβήθηκα ότι είχα ξεχάσει τις βασικές γνώσεις μου στα οικονομικά και ειλικρινά τρομοκρατήθηκα. Αν κατάλαβα σωστά, στην ΕΥΔΑΠ ­ σύμφωνα με τα αρχικά της ­ έχει ανατεθεί η αποκλειστική διαχείριση δύο δικτύων: του νερού και των αποχετεύσεων. Το θέμα λοιπόν που απασχόλησε πολλά αξιόλογα στελέχη του ελληνικού κοινοβουλίου ήταν κατά πόσο, αν η εταιρεία εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και γίνει ιδιωτική, ασκήσει τη δύναμή της στα φυσικά μονοπώλια που διαθέτει στη διανομή του νερού και στη συλλογή των αποχετεύσεων και μετατραπεί σε έναν νέο βραχνά για το ισχνό εισόδημα των ελλήνων φορολογουμένων.


Ως οικονομολόγος γνωρίζω ότι το μοναδικό φυσικό μονοπώλιο που υπάρχει είναι η υπογραφή του κάθε ατόμου. Δεν τη βάζει, αν δεν το θέλει. Σε κάθε άλλη περίπτωση τα μονοπώλια ­ αν υπάρχουν ­ είναι ή κρατικά προστατευόμενα ή, επειδή υφίστανται την απειλή του ανταγωνισμού, δεν τολμούν να ασκήσουν τη θεωρητική δύναμή τους. Κλασικό παράδειγμα το πρόγραμμα της Microsoft Windows, που ενώ είναι το πιο σημαντικό είναι και ίσως και το πιο φτηνό.


Ας δούμε τι πράγματι γίνεται με τα δίκτυα που ελέγχει η ΕΥΔΑΠ. Κατ’ αρχήν το ευκολότερο ως προς την απόρριψή του ως φυσικού μονοπωλίου είναι το δίκτυο των αποχετεύσεων. Τι νομίζουν όσοι υποστηρίζουν την άποψη περί φυσικού μονοπωλίου, ότι αν τολμούσε η ΕΥΔΑΠ να ασκήσει τη μονοπωλιακή δύναμή της χρεώνοντας υψηλή τιμή, θα αγοράζαμε τις υπηρεσίες της; Κάνουν τεράστιο λάθος. Ο μηχανισμός της αγοράς έχει δείξει ότι και «αχόρταγοι» υπάρχουν και η φύση μπορεί να προσφέρει τεράστιους χώρους για αξιοποίηση σε υποκατάσταση των υπηρεσιών της ΕΥΔΑΠ. Την ΕΥΔΑΠ τη χρησιμοποιούμε γιατί μας προσφέρει μια υπηρεσία σε ανταγωνιστική τιμή, έστω και αν διαθέτει με μονοπωλιακή κατοχύρωση από το Δημόσιο το δίκτυο των αποχετεύσεων. Αν τολμούσε να συμπεριφερθεί ως μονοπώλιο, θα έχανε το μεγάλο μέρος των πελατών της και θα όφειλε να αντιμετωπίσει τον ιδιωτικό ανταγωνισμό. Πού είναι λοιπόν το φυσικό μονοπώλιο;


Στο νερό τα πράγματα είναι δυσκολότερα. Κατ’ αρχήν, διότι πιθανόν όσοι το υποστηρίζουν να μην έχουν πάει ποτέ σε ένα σουπερμάρκετ για να δουν ότι εκεί υπάρχει νερό από τον Βήκο ως τον Ψηλορείτη. Πιθανόν να μη γνωρίζουν ότι πολλοί δήμαρχοι εκμεταλλεύονται ακόμη και σήμερα υπόγεια νερά και τα διαθέτουν στους πολίτες τους. Ισως λίγοι γνωρίζουν ότι όπως όλη η Ελλάδα έτσι και η πρωτεύουσα περιβάλλεται από θάλασσα και η τεχνολογία της αφαλάτωσης είναι γνωστή. Και σε τελική ανάλυση, όταν είχαμε το πρόβλημα πριν από κάποια χρόνια με την έλλειψη νερού, δεν περιμέναμε τον Μόρνο, κάναμε ιδιωτικές γεωτρήσεις και το ξεπεράσαμε έστω και με κάποιες βραχυχρόνιες στρεβλώσεις.


Και στο νερό λοιπόν η ΕΥΔΑΠ όχι μόνο δεν έχει φυσικό μονοπώλιο αλλά έχει πελάτες γιατί πουλάει χαμηλά σε ανταγωνιστικά επίπεδα. Τι γίνεται όμως με την ποιότητα των υπηρεσιών του συγκεκριμένου κρατικού μονοπωλίου; Γιατί δεν μπορούμε να αναπτύξουμε ανταγωνιστικές εταιρείες που θα προσφέρουν, όπως στο πόσιμο νερό, καλύτερη ποιότητα και στο νερό του δικτύου; Γιατί πρέπει υποχρεωτικά να πληρώνουμε τέλη και επιβαρύνσεις για βελτίωση του δικτύου και βελτιώσεις να μη γίνονται; Γιατί ενώ δεχθήκαμε αύξηση τιμών τότε που είχαμε έλλειψη νερού, δεν ακούσαμε καμία μείωση τώρα που έχουν γεμίσει νερό οι ταμιευτήρες; Μήπως χρειάζεται μια απλή απόφαση που θα καταργούσε το προνόμιο της ΕΥΔΑΠ να πουλάει ως κρατικό μονοπώλιο αποκλειστικά τις υπηρεσίες δικτύου στους πολίτες αυτής της πόλης;


Μήπως θα ήταν σκόπιμο ο δήμαρχος, σε συνεργασία με ιδιωτικές επιχειρήσεις, μαζί με τις εγκαταστάσεις για το δίκτυο του φυσικού αερίου να δημιουργούσε ένα δεύτερο δίκτυο υδάτων και αποχέτευσης με καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες; Και μήπως τότε που η ΕΥΔΑΠ θα είχε χάσει το αποκλειστικό δικαίωμά της θα ήταν σκόπιμο να τη χαρίζαμε στους υπαλλήλους της; Διότι βέβαια ή έχουν φυσικό μονοπώλιο και δεν φοβούνται κανέναν ή έχουν κρατικό μονοπώλιο και φοβούνται την περίπτωση που θα αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός με τους ιδιώτες στις τιμές και στην ποιότητα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.