Αφορμή για το σημερινό σχόλιό μου είναι δύο κείμενα που παρουσιάστηκαν στις σελίδες του «Βήματος» την περασμένη Κυριακή. Το πρώτο διατυπώθηκε με μεγάλη σαφήνεια από τον καθηγητή Μπαμπινιώτη και αφορούσε τη σχέση ιδιωτικής και δημόσιας παιδείας. Το δεύτερο διατυπώθηκε από τον συντάκτη κ. Χριστοφορίδη και ασχολήθηκε με την έρευνα του ΟΟΣΑ σχετικά με τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη της χώρας μιας πιθανής εφαρμογής ενός γενικευμένου προγράμματος μεταρρύθμισης στις ΔΕΚΟ.


Τα δύο αυτά κείμενα αποκαλύπτουν μια βασική κοινωνική αδυναμία μας: ενώ τα στοιχεία υπάρχουν, ενώ οι προβλέψεις επιβεβαιώνονται καθημερινά από τις εξελίξεις, ενώ η πληροφόρηση στον έντυπο Τύπο με αφθονία μας ερμηνεύει τα φαινόμενα, οι ακαμψίες και τα λάθη στις επιλογές παραμένουν σαν να μας διακρίνει πείσμα ελέφαντα…


Ζούμε μια πραγματικότητα αντίστοιχη με εκείνη που έζησαν σχεδόν όλες οι οικονομίες που αποδέχθηκαν μια βασική αρχή: ο ανταγωνισμός και η άμιλλα μόνο ανάπτυξη και πρόοδο μπορούν να δημιουργήσουν στα άτομα μιας κοινωνίας. Δεν αποτελεί λοιπόν επιτυχία της μιας ή της άλλης κυβέρνησης το ότι το άνοιγμα της οικονομίας στον ανταγωνισμό δημιούργησε ορισμένα θετικά αποτελέσματα, διότι αυτό ήταν αναμενόμενο. Αντίθετα, αποτελεί αποτυχία της κοινωνίας μας και της κυβέρνησης που την εκφράζει όταν δεν διδάσκεται και δεν ενεργεί ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες.


Η επιτυχία των ιδρυματικών και των ιδιωτικών σχολείων στη Β’ λυκείου είναι στατιστικώς σημαντική και τιμά και τον κ. Μπαμπινιώτη (ως πρόεδρο των Αρσακείων Εκπαιδευτηρίων επιτυχία 100%) και όλους τους εκπαιδευτικούς που λειτούργησαν με γνώμονα την ποιότητα και τον ανταγωνισμό. Το γιατί η δημόσια εκπαίδευση αφέθηκε στην υποκατάστασή της από την ιδιωτική φροντιστηριακή παιδεία ήταν λογικό επακόλουθο του μηχανισμού της αγοράς. Οσο δεν θα θεωρούμε ότι και στην παιδεία λειτουργεί ο μηχανισμός τόσο θα παρατηρούμε ανάλογα φαινόμενα. Το μόνο σημαντικό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι, λόγω της σημασίας που έχει για τον μέσο Ελληνα η παιδεία, στην αγορά δεν λειτούργησε ο νόμος που θέλει «το κακό να τρώει το καλό».


Το γενικό όμως ερώτημα που προκύπτει με αφορμή την προηγούμενη αναφορά είναι γιατί δεν ανοίγουμε την αγορά στο θέμα της παιδείας αν θέλουμε να συνεχίσουμε να αυξάνεται η μέση ποιότητα;


Μοναδικό παράδειγμα η παιδεία; Οχι, και για να πείσω τον αναγνώστη μου θα υπενθυμίσω και πολλά άλλα αντίστοιχα. Πόσοι θυμούνται πώς λειτουργούσε η χρηματιστηριακή αγορά προτού απελευθερωθεί με τη δημιουργία χρηματιστηριακών επιχειρήσεων; Πόσοι θυμούνται τις αντιδράσεις εκείνης της περιόδου; Πόσοι θυμούνται πώς αποκτούσαμε τηλεφωνική γραμμή πριν από την απελευθέρωση με την είσοδο των κινητών;


Πόσοι θυμούνται πώς ταξιδεύαμε στα νησιά; Ηταν καλύτερα τότε με την ακτοπλοΐα και με την ΟΑ ή με τον ανταγωνισμό του σήμερα; Και μήπως μπορούμε να προβλέψουμε πόσο καλύτερα θα είναι αύριο ή φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα;


Πόσοι θυμούνται πώς λειτουργούσε η τραπεζική αγορά πριν από την απελευθέρωσή της; Τώρα, αντί να ζητάμε δάνειο, μας το προσφέρουν, παίρνοντάς μας μάλιστα και τηλέφωνο στο σπίτι. Τι γίνεται με την ιδιωτική ασφάλιση των ουσία ανασφαλίστων στο ΙΚΑ και γενικά τι γίνεται με ένα πλήθος υπηρεσίες που πριν από λίγα χρόνια κρατούσαμε επτασφράγιστα κλειστές μήπως και διαταραχθεί το status quo;


Για όσους αναρωτιούνται τι κερδίζουμε από αυτή την οριακή σε έκταση απελευθέρωση η απάντηση δίνεται στην κεφαλαιαγορά. Για όσους προβληματίζονται για το τι χάνουμε σε εθνικό πλούτο και εισοδήματα από τη μη διευρυμένη εφαρμογή της η απάντηση δίνεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ και στο άρθρο του «Βήματος». Οσοι δεν αναγνωρίζουν σε ποιους οφείλεται η απώλεια όλων αυτών των πλεονεκτημάτων τούς συνιστώ, για το καλό όλων μας, να επισκεφθούν άμεσα οφθαλμίατρο.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.