Πρόσφατα στην «Επιθεώρηση της πολιτικής οικονομίας», ένα από τα καλύτερα επιστημονικά περιοδικά της οικονομικής επιστήμης, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο που κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρει πολλούς αναγνώστες του οικονομικού «βήματος».


Το θεωρητικό ερώτημα που έρχεται να δικαιολογήσει ένα πλήθος εμπειρικών ερευνών που καταγράφονται στο άρθρο είναι το εξής:


Υποθέτουμε ότι δύο χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ανταγωνίζονται σε έναν δημόσιο διαγωνισμό «πλειοδοσίας» για την εξαγορά μιας άλλης επιχείρησης. Μεταξύ των δύο διαγωνιζομένων υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Ο ένας εκ των δύο θεωρούμε ότι «έχει βάλει πόδι» σε ένα μειοψηφικό κομμάτι των μετοχών της επιχείρησης που τίθεται σε πλειοδοσία. Ο άλλος λοιπόν εμφανίζεται ότι επιδιώκει να παίξει τον ρόλο του «λευκού ιππότη» και προσπαθεί χωρίς συμμετοχή να πλειοδοτήσει και αυτός στον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Τα ερωτήματα που εξετάζονται στο άρθρο των τριών πολύ γνωστών για τις εργασίες τους στη θεωρία των δημοσίων διαγωνισμών και των εξαγορών οικονομολόγων είναι:


Ποιο είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα του διαγωνισμού; Σε ποια τιμή; Και τι θα πρέπει να κάνει η διοίκηση της υπό πλειοδοσία εταιρείας για να αποτρέψει την όποια υπεροχή έχει κάποιος από τους υποψηφίους στον διαγωνισμό στην περίπτωση που δεν επιθυμεί η εταιρεία που διοικούν να καταλήξει σε αυτό τον υποψήφιο;


Οσοι από τους αναγνώστες διαθέτουν τη θεωρητική κατάρτιση των δύο διαγωνιζομένων στο καθ’ ημάς παιζόμενο παίγνιο μπορούν να μελετήσουν το συγκεκριμένο άρθρο που είναι το πρώτο στην έκδοση του Ιουνίου. Οσοι όμως ενδιαφέρονται απλά για τα συμπεράσματα και τη λογική τους ερμηνεία και δεν θέλουν ­ ημέρες διακοπών στην παραλία ­ να ασχολούνται με πολύπλοκα υποδείγματα, η στήλη οφείλει να τα αναδιατυπώνει για ενημέρωσή τους.


Συμπέρασμα πρώτο: η αγορά ενός μεριδίου μειοψηφίας από 10%-20% με σκοπό να βάλεις πόδι στην υπό εξαγορά εταιρεία είναι πολύ επικερδής στρατηγική. Ο κάτοχος του συγκεκριμένου μεριδίου κερδίζει και όταν ως αγοραστής της εταιρείας πληρώνει την υψηλότερη τιμή που προκύπτει από τον διαγωνισμό για μικρότερο τμήμα της επιχείρησης και όταν χάνει διότι πουλάει το μερίδιό του με κέρδος στον αντίπαλο.


Συμπέρασμα δεύτερο: ο κάτοχος αυτού του μεριδίου έχει κίνητρο να πλειοδοτεί με μεγαλύτερη επιθετικότητα διότι με τον τρόπο αυτό ο αντίπαλος θα υποχρεωθεί να πληρώσει τελικά πολύ υψηλότερη τιμή από εκείνη που θα επιθυμούσε. Αυτός που δεν έχει μερίδιο συμπεριφέρεται σαν τον κατασκευαστή δημοσίων έργων που δεν έχει δουλειά και προσπαθεί με υπερβολικές εκπτώσεις να κερδίσει έστω και με ζημία έναν διαγωνισμό.


Συμπέρασμα τρίτο: επειδή το προηγούμενο το γνωρίζει ο κάτοχος μεριδίου ενδιαφέρεται να συντηρεί τη διαδικασία ανοικτών πλειοδοσιών καθώς γνωρίζει ότι στο τέλος αυτή λειτουργεί προς όφελός του.


Συμπέρασμα τέταρτο: όλη η προηγούμενη συλλογιστική αυξάνει την πιθανότητα τελικά τον διαγωνισμό να τον κερδίζει ο κάτοχος του μεριδίου και μάλιστα σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη που θα προέκυπτε αν κανείς δεν διέθετε το συγκεκριμένο μερίδιο. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από ένα πλήθος εμπειρικών ερευνών.


Επειδή λοιπόν η θεωρία και η πρακτική καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κάτοχος του πακέτου βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, τίθεται το ερώτημα πώς η διοίκηση της εταιρείας που υφίσταται τη συγκεκριμένη επίθεση μπορεί να αποφύγει στρατηγικά το θέμα αυτό.


Στο άρθρο υπάρχει απάντηση. Θεωρώ όμως ότι επειδή οι ενδιαφερόμενοι δεν μελετούν αλλά παρακολουθούν οθόνες και όχι τηλεοράσεως, και καθώς η υπόθεση είναι σε εξέλιξη ακόμη, το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να μελετήσουν και να δράσουν όσο υπάρχει ακόμη καιρός. Οι μέτοχοι άλλωστε των υπολοίπων και μη δεσμευμένων μετοχών δεν θα χάσουν πολλά αν υπολογίσουν ότι η όλη διαδικασία της εξαγοράς λειτούργησε προς όφελός τους.


Και μια ερώτηση για τους παραθεριστές. Ποια θα είναι η συμμετοχή του κατόχου του πακέτου στην εξαγοράζουσα τράπεζα αν τελικά η υπό πλειοδοσία τράπεζα πάει στον αντίπαλό του;


Ο κ. Ν. Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.