Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την έκθεση ΔΝΤ για τη χώρα μας ­ σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρουσιάστηκαν στον Τύπο ­ είναι σε γενικές γραμμές θετικό. Αλλωστε δεν ήταν δυνατόν να διατυπωνόταν διαφορετική άποψη, αφού αντίστοιχη θέση έχουν λάβει ως σήμερα όλοι οι ανεξάρτητοι οργανισμοί που παρακολουθούν την οικονομία μας. Τα σημεία που κατά τη γνώμη μου όμως χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής είναι εκείνα που αναφέρονται στη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική που ασκείται σήμερα από τα αρμόδια όργανα.


Οπως προκύπτει από το κείμενο της έκθεσης, το ΔΝΤ κατ’ αρχάς συμφωνεί με την πολιτική ποσοτικών περιορισμών στη ρευστότητα που επέβαλε πρόσφατα η ΤτΕ. Στην ουσία δηλαδή αποδέχεται τη θέση της ΤτΕ που θέλει οι στρεβλώσεις στην αγορά πιστωτικών πόρων που προκύπτουν από τους αυθαίρετους ποσοτικούς περιορισμούς στη ρευστότητα να δικαιολογούνται στον βαθμό που με τον τρόπο αυτό έστω και βραχυχρόνια επιτυγχάνεται σχετική συγκράτηση του πληθωρισμού. Με τη θέση του αυτή δεν δέχεται την αντίθετη άποψη που πιστεύει ότι οι συγκεκριμένοι περιορισμοί θα επηρεάσουν αρνητικά την αύξηση της παραγωγής χωρίς να συμβάλουν στη συγκράτηση του πληθωρισμού. Αν λοιπόν οι ποσοτικοί περιορισμοί αποδειχθούν για μια ακόμη φορά ανέφικτη πολιτική ελέγχου του μηχανισμού της αγοράς ρευστών διαθεσίμων και πιστωτικών πόρων ή όχι είναι θέμα χρόνου.


Ενα δεύτερο θέμα όπου η έκθεση κάνει ιδιαίτερη αναφορά είναι αυτό των υψηλών πραγματικών επιτοκίων σε συνάρτηση με τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η διατήρηση για μια μεσοπρόθεσμη περίοδο των υψηλών επιτοκίων είναι αναπόφευκτη και πρέπει να συνεχιστεί ανεξάρτητα από τις προτάσεις που γίνονται από το αρμόδια υπουργεία. Η συγκεκριμένη πολιτική δικαιολογείται καθώς ­ όπως γνωρίζουμε ­ επικουρείται σημαντικά και από τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες.


Άρα σύμφωνα με το ΔΝΤ η προσαρμογή των επιτοκίων στα επίπεδα της ζώνης του ευρώ δεν θα πρέπει να είναι άμεση αλλά έπειτα από μια μεσοπρόθεσμη περίοδο. Επίσης θα πρέπει να συνδυαστεί με υποτίμηση καθώς και πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι την εποχή εκείνη η οικονομία θα έχει επιτύχει μια σταθερή βάση αποπληθωρισμού. Κατά το ΔΝΤ λοιπόν, επειδή η σύμπτωση και των δύο χαρακτηριστικών δεν προβλέπεται ταυτόχρονα με την επίτευξη του στόχου της πτώσης του πληθωρισμού στα προσδοκώμενα επίπεδα του 2,1%, λογικά δεν θα πρέπει να αναμένεται σύντομα η πτώση των επιτοκίων.


Για τους μη ειδικούς το ΔΝΤ έμμεσα εισηγείται τα επιτόκια και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες της δραχμής να παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα και να μη μειωθούν σταδιακά με την επίτευξη του στόχου του πληθωρισμού μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, διότι είναι πολύ πιθανόν το επίτευγμα αυτό να είναι παροδικό και άρα αναστρέψιμο. Η ως σήμερα εμπειρία δείχνει πράγματι ότι η αγορά είναι πολύ ευαίσθητη στις έστω και σταδιακές προσαρμογές άρα λογικά το ΔΝΤ προτείνει σχετική αυτοσυγκράτηση. Δύο είναι τα ειδικά σημεία που πρέπει να αναφερθούν.


Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι σε σχέση με το πόσο εύκολο είναι στο σημερινό ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος η ΤτΕ να κρατήσει υψηλά τα επιτόκια. Και το δεύτερο, πάλι στο ίδιο περιβάλλον, πόσο σημαντικό είναι για τη νομισματική σταθερότητα και το ισοζύγιο πληρωμών η επαναφορά της δραχμής στις μετά την υποτίμηση της δραχμής ισοτιμίες. Διότι αν δεν είναι, ίσως θα ήταν σκόπιμο η δραχμή να παρέμενε στα σημερινά επίπεδα και μετά την είσοδο στο ευρώ, ώστε η οικονομία να μην υποστεί το κόστος μιας δεύτερης συναλλαγματικής διαταραχής μέσα σε διάστημα δύο ετών.


Ως γενική αρχή πολιτικής λοιπόν θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε ταυτόχρονα με τον στόχο του πληθωρισμού η ΤτΕ να προσδιόριζε μέσα στη στενή ζώνη διαπραγμάτευσης συναλλαγματικές ισοτιμίες στα σημερινά επίπεδα, διατηρώντας ταυτόχρονα μεσοπρόθεσμα και τα επιτόκια στα σημερινά υψηλά επίπεδα, ώσπου οι αγορές να αποδεχτούν τη σταθερή αποπληθωριστική βάση αναφοράς.


Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.