Το ερώτημα μου το έθεσε φίλος μου. Εχεις παρακολουθήσει, με ρώτησε, τις αυξήσεις κεφαλαίων και τις αγοραπωλησίες μετοχικών μεριδίων στις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο μετοχές;


Στην αρχή δεν κατάλαβα το ερώτημα αλλά στη συνέχεια άρχισα να το παρακολουθώ. Σε μια περίοδο όπου τα επιτόκια πέφτουν και οι αποδόσεις των καταθέσεων συρρικνώνονται ραγδαία, μαζί με τις αυξήσεις των κεφαλαίων στις εισηγμένες μετοχές, τα στοιχεία καταγράφουν και μια σημαντική αύξηση των κεφαλαίων στις επιχειρήσεις, είτε υπό μορφή αυξήσεων των μετοχών κεφαλαίων είτε ως άτοκη κατάθεση των μετόχων.


Τι το κακό; θα ρωτούσε ο απλός αναγνώστης. Οι ιδιοκτήτες ή οι φίλοι τους αποφασίζουν να τοποθετήσουν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, που ως χθες τα είχαν σε άλλες τοποθετήσεις, στις επιχειρήσεις με σκοπό την ανάπτυξη και την πρόοδο της οικονομίας. Ρευστοποιούν λοιπόν ακίνητα, μεταφέρουν καταθέσεις και πουλάνε εταιρικά μερίδια σε φίλους και γνωστούς, οι οποίοι θεωρούν ότι η επιχείρηση έχει προοπτική και τα μερίδια έχουν ικανοποιητική απόδοση.


Κανένα πρόβλημα, θα έλεγε ο υπουργός Οικονομικών, στον βαθμό που τα περιουσιακά αυτά στοιχεία έχουν δηλωθεί ως εισοδήματα ή περιουσία κάποτε στο παρελθόν. Οπως άλλωστε όλοι γνωρίζουμε, παρθενογένεση στα οικονομικά δεν υπάρχει. Αρα ο πλούτος που σήμερα προκύπτει είναι αποτέλεσμα της δικής μου συσσώρευσης και των γονέων μου (και λοιπών συγγενών) στο παρελθόν.


Οπως δηλαδή όταν αγοράζω ένα φουσκωτό ή ένα αυτοκίνητο πρέπει να έχω δηλώσει τα ανάλογα εισοδήματα, έτσι και όταν αγοράζω μετοχές αξίας 100 εκατ. μιας εταιρείας, από κάπου πρέπει να έχω αποκτήσει τα χρήματα.


Εκτός και αν οι αυξήσεις κεφαλαίων είναι το καλύτερο πλυντήριο χρημάτων στην αγορά. Τα πράγματα άρχισαν να γυρίζουν στο μυαλό μου. Οι σκέψεις και τα παραδείγματα, υποθετικά πάντοτε, αντικαθιστούσαν το ένα το άλλο.


Περίπτωση πρώτη: Αγρότης με μεγάλη κατάθεση από αφορολόγητα εισοδήματα πλησιάζει προβληματικό επιχειρηματία της περιοχής του. Του προτείνει αύξηση κεφαλαίων, βελτίωση της κερδοφορίας, με αντάλλαγμα μετοχές. Στον βαθμό που η επιχείρηση στη συνέχεια μπορέσει να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο, ώστε να υπάρχει και η δυνατότητα ρευστοποίησης και άρα νομιμοποίησης των μη δηλωθέντων εισοδημάτων, η λύση είναι ευπρόσδεκτη από όλους.


Περίπτωση δεύτερη: Εχω μεγάλη κατάθεση από τη δραστηριότητά μου σε νυχτερινό κέντρο. Η Εφορία όμως δεν το γνωρίζει. Αγοράζω μετοχές μαζικά και τις ρευστοποιώ την επόμενη ημέρα. Ούτε λαχείο να είχα κερδίσει. Στην ουσία με μια ενέργειά μου έχω νομιμοποιήσει παρανομία ετών. Και μάλιστα στην περίπτωση που αυτή την πράξη την πραγματοποιώ με ανερχόμενο Χρηματιστήριο, ακόμη και στα καλά του χαρτιά, ούτε γάτα ούτε ζημιά.


Περίπτωση τρίτη: Πουλάω ναρκωτικά και δεν ξέρω τι να κάνω τα χρήματα. Εύκολο: αγοράζω μετοχές μη εισηγμένων εταιρειών ή φτιάχνω τη δική μου εταιρεία και την κλείνω μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ρευστοποιώντας το ταμείο στους μετόχους. Δηλαδή στον εαυτό μου. Στον έφορο θα πω ότι τα πράγματα δεν πήγανε καλά, αλλά εγώ θα έχω νομιμοποιήσει την παράνομη δραστηριότητά μου ετών.


Κατά τη γνώμη μου, τα πράγματα είναι από άποψη ελέγχου επιεικώς άγρια. Η έκταση του φαινομένου είναι διάχυτη. Και όμως από άποψη μηχανισμών θα ήταν πολύ εύκολο να πιστοποιηθούν οι παρανομίες ετών. Αρκεί να δηλώνουν όλες οι επιχειρήσεις τους φορείς που συμμετέχουν στις αυξήσεις πάνω από ένα λογικό ποσό. Και εκεί να ισχύει το «πόθεν έσχες». Θα μου πείτε ότι έτσι παραβιάζεται το ανώνυμο των μετοχών. Ε, αν με τον τρόπο αυτό μπορώ να ελέγχω τη διάβρωση του συστήματος, ας το παραβιάσω. Σε τελική ανάλυση πάντοτε ισχύει το ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.