Τρία ασήμαντα γεγονότα που για αρκετούς είναι μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας με προβλημάτισαν τις τελευταίες ημέρες. Ο λόγος είναι απλός. Και τα τρία, αν παρατηρηθούν από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Ως κοινωνία δεν σεβόμαστε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πολιτών μας και με τον τρόπο αυτό στρεβλώνουμε την ανάπτυξη της χώρας.


Θέμα πρώτο η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, αν διαβάζω καλά τις ειδήσεις, να αποδεχθεί πρόταση του αρμόδιου υπουργού για μείωση των εργοδοτικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων, ως έμμεση επιδότηση των κερδών για την αύξηση της απασχόλησης.


Είχα την εντύπωση ότι οι ασφαλιστικές εισφορές ανήκουν στους εργαζομένους και δεν αποτελούν αντικείμενο ιδιοκτησιακής κατοχής και διαχείρισης των υπουργών. Είχα την εντύπωση ότι για τον ίδιο λόγο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οικονομικής πολιτικής ακόμη και για την αύξηση της απασχόλησης. Είχα την εντύπωση ότι βασικός στόχος των κυβερνήσεων είναι να προστατεύουν αντί να αντιστρατεύονται τη βιωσιμότητα των Ταμείων, είτε καλύπτοντας τα ελλείμματα που οι ίδιες δημιούργησαν με την άφρονα πολιτική τους στο παρελθόν είτε μειώνοντας στο ελάχιστο την τεράστια εισφοροδιαφυγή που συρρικνώνει τα έσοδα των Ταμείων. Φαίνεται όμως ότι είχα κάνει λάθος. Φαίνεται ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση μπορεί να μειώσει την ανεργία είναι με τη δημιουργία ελλειμματικών Ταμείων. Εκτός και αν θέλει να πιστεύουμε ότι τα χρήματα αυτά θα τα μεταβιβάσει στο μέλλον από τα «πλεονάσματα» του προϋπολογισμού.


Θέμα δεύτερο η φορολόγηση των προσόδων και των κερδών από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Για πολλές δεκαετίες οι πρόσοδοι από τόκους ήταν αφορολόγητοι. Το ίδιο ίσχυε και για τις προσόδους από παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες, όπως και από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Κάποια στιγμή η κυβέρνηση αποφάσισε να φορολογήσει, έστω και άνισα έναντι άλλων μορφών εισοδημάτων, την ιδιοκτησία των προσόδων από τόκους. Κάποια στιγμή αποφάσισε να νομιμοποιήσει τα τυχερά παιχνίδια, αφού μάλιστα τα ιδιωτικοποίησε, φορολογώντας και αυτά τα κέρδη. Οι πρόσοδοι όμως από αυξομειώσεις χαρτοφυλακίων σε ατομικό επίπεδο παρέμειναν αφορολόγητοι. Εδώ το Δημόσιο ίσως να θεώρησε ότι είναι λογικό να φορολογείται η πρόσοδος που προκύπτει στα άτομα από την ιδιοκτησία της επιστημονικής γνώσης τους ή της εργατικής δύναμής τους, αλλά το να ζει κανείς αποκλειστικά από χρηματιστηριακά κέρδη, όπως άλλωστε από τόκους, επειδή συμβάλλει στην ανάπτυξη, πρέπει να απαλλάσσεται.


Ετσι λοιπόν το Δημόσιο και πάλι τοποθετήθηκε υπέρ της ιδιοκτησίας χρηματιστηριακών κερδών και κατά της ιδιοκτησίας εισοδημάτων από εργασία. Διότι αν ήθελε το αντίθετο θα μπορούσε να τα φορολογήσει, αφού όπως όλοι γνωρίζουμε, ο κωδικός πλέον είναι ένας και αυστηρά προσωπικός.


Θέμα τρίτο ένα παλαιό αλλά πάντοτε επίκαιρο θέμα. Η ιδιοκτησία των δρόμων των πεζοδρόμων και των πεζοδρομίων. Εκεί η θέση των υπευθύνων είναι σαφής. Σύμφωνα με την απόφασή τους η ιδιοκτησία τους ανήκει στους μη χρήστες. Το πεζοδρόμιο ανήκει στα τροχοφόρα και στις μηχανές. Οι δρόμοι ανήκουν είτε σε όσους θέλουν να σταθμεύσουν για λίγα λεπτά είτε σε όσους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων περιμένουν τη νέα απόσυρση. Οι πεζόδρομοι, τέλος, είναι γνωστό ότι ανήκουν στους ιδιοκτήτες των καταστημάτων. Πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι πιστεύουμε ότι υπάρχει αστυνόμευση. Η ίδια που υπάρχει και όταν οι γνωστοί «πρόεδροι» αψιμαχούν για να λυθεί το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα.


Κατάληξη, αν δεν υπάρχουν σαφή δικαιώματα ιδιοκτησίας και αν δεν τα προστατεύει και δεν τα φορολογεί εξίσου το Δημόσιο, τότε οι στρεβλώσεις είναι σαφώς αρνητικές και για την ανάπτυξη και για την πρόοδο της οικονομίας.