Τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα και αφορούν τις εξελίξεις στην οικονομία φαίνεται να μην ακολουθούν το αισιόδοξο σενάριο που προέβλεπαν ότι θα πραγματοποιηθεί αρχικά οι αρμόδιοι. Πρώτη ένδειξη η εκτέλεση του προϋπολογισμού. Είναι γνωστό ότι είχε σχεδιαστεί με πρόβλεψη ενός έντονα θετικού περιβάλλοντος. Οταν μάλιστα κατατέθηκε πολλοί αναφέρθηκαν σε εσφαλμένες επιλογές και «ιστιοπλοΐα με ευνοϊκό καιρό». Το πρώτο τρίμηνο δυστυχώς δεν είναι ανάλογο των προσδοκιών. Η δεύτερη είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος επηρεαζόμενος σε έναν βαθμό και από την ανοδική πορεία της τιμής του πετρελαίου όχι μόνο δεν συγκρατείται αλλά εμφανίζει και ανοδικές τάσεις. Αντί λοιπόν για μείωση, οι πρώτες εκτιμήσεις για τον Απρίλιο φαίνεται να καταγράφουν αύξηση. Τρίτη, τέλος, ένδειξη είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές. Ενώ αν τις πραγματοποιούσαν με επιταχυνόμενο ρυθμό θα μπορούσαν να αναμένουν ακόμη και συμβολή στη μείωση των τιμών με την ανάπτυξη ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, αναβάλλονται για μετά τις εκλογές.


Οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις προκύπτουν αβίαστα από τις πραγματικές εξελίξεις των οικονομικών μεγεθών. Και μάλιστα ανεξάρτητα από τις όποιες απρόβλεπτες εξελίξεις εμφανίστηκαν ή εκτιμάται ότι μπορούν να εμφανιστούν στη συνέχεια του χρόνου. Οι ως τώρα αποκλίσεις προκύπτουν ως αποτέλεσμα αισιόδοξων προβλέψεων για τα συγκεκριμένα μεγέθη.


Τα πράγματα θα ήταν υπό έλεγχο αν δεν είχαμε την κρίση στα Βαλκάνια. Ενώ δηλαδή οι αποκλίσεις των μεγεθών ήταν εφικτό να διορθωθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου, έστω και μετά τις εκλογές, η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο αλλάζει το σκηνικό. Με τον πόλεμο να διαρκεί στα Βαλκάνια, και με τις εξελίξεις (βλ. γεωργικές εξαγωγές, τουρισμό, γενίκευση της αβεβαιότητα κ.ά.) να είναι ακόμη μπροστά μας, είναι λογικό να εκτιμούμε ότι οι παρενέργειες στην οικονομία απέχουν πολύ από το να έχουν ως σήμερα καταγράψει το σύνολο των επιπτώσεών τους.


Η ανακοίνωση του πληθωρισμού την ερχόμενη εβδομάδα, στον βαθμό που θα επιβεβαιώσει τις τάσεις για αναστροφή της πτωτικής πορείας του, αποτελεί μια άριστη χρονική στιγμή για να ανακοινωθούν ορισμένα έκτακτα οικονομικά μέτρα, που θα είχαν στόχο τους την επαναφορά της οικονομίας στην πορεία προς τη σύγκλιση.


Η συγκεκριμένη παρέμβαση θα όφειλε να γίνει υπό τις εξής προϋποθέσεις: Πρώτον, δεν θα έπρεπε να υποβαθμίζει το όλο θέμα. Είναι σκόπιμο να γίνει κατανοητό σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν προέκυψαν από τους αισιόδοξους υπολογισμούς και δεν συνδέονται με τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Διότι μόνον υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις θα αιτιολογηθεί πώς μια έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να επαναφέρει την οικονομία στην πορεία των εθνικών επιλογών της ­ έστω και υπό την επίδραση του πολέμου.


Δεύτερον, η παρέμβαση θα πρέπει να άρει τις στρεβλωτικές παρενέργειες που δημιούργησε η πρόσφατη πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος στο πιστωτικό σύστημα. Είναι γνωστό ότι οι πιστωτικοί έλεγχοι στρεβλώνουν το σύστημα δημιουργώντας αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις. Σε μια περίοδο λοιπόν που το τραπεζικό σύστημα συγκεντρώνεται γύρω από λίγες τράπεζες και ο ανταγωνισμός λειτουργεί σε όφελος του καταναλωτή, οι πιστωτικοί έλεγχοι που επέβαλε η ΤτΕ μόνο στρεβλώσεις και κόστος μπορούν να δημιουργήσουν. Στερήσεις πιστώσεων στην παραγωγή και στην κατανάλωση και ποσοτικοί περιορισμοί είναι γνωστό ότι δημιουργούν επιβαρύνσεις στο κόστος και στις τελικές τιμές.


Τρίτον, θα πρέπει η δημοσιονομική πολιτική να ασκηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε και οι πληθωριστικές τάσεις να αναστραφούν και τα ελλείμματα να συγκρατηθούν σύμφωνα με τα πιο απαισιόδοξα σενάρια εσόδων. Και, τέταρτον, είναι σκόπιμο υπό την κρίση των περιστάσεων να αναγνωρίσουμε ότι πρέπει να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός παρεμβαίνοντας όσο το δυνατόν ταχύτερα με διαρθρωτικές αλλαγές ακόμη και στην αγορά εργασίας.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.