Ως τις 30 Απριλίου θα κριθεί οριστικά και αμετάκλητα η τύχη της ιστορικής Ελίντα, της βιομηχανίας που προήλθε το 1977 από τη συγχώνευση της Ιζόλα με την Eskimo. Η ημερομηνία αυτή είναι και η καταληκτική την οποία έθεσε προς τον επιχειρηματία κ. Β. Παπαγιάννη η διοίκηση του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ώστε ο τελευταίος να καταβάλει τοις μετρητοίς ποσόν ύψους 2,1 δισ. δρχ. και να αναλάβει τη διοίκηση της επιχείρησης. Σε διαφορετική περίπτωση, η επιχείρηση θα οδηγηθεί σε εκποίηση των στοιχείων του ενεργητικού της. Την απόφαση αυτή έλαβε πρόσφατα η διοίκηση του ΟΑΕ, αν και οι άνθρωποι του οργανισμού θα επιθυμούσαν το τίμημα να είναι περίπου 1 δισ. περισσότερο, πάντοτε βεβαίως τοις μετρητοίς.


Η τελευταία πράξη της πολύκροτης υπόθεσης Ελίντα διαδραματίζεται ενώπιον διαιτητικών δικαστηρίων. Στο πλέον πρόσφατο επεισόδιο του σίριαλ, ο κ. Παπαγιάννης (ο οποίος τυπικά έχει τον έλεγχο της Ελίντα από το 1993, αλλά έκτοτε σχεδόν ουδέποτε λειτούργησε την επιχείρηση!) ζήτησε για να δοθεί ένα τέλος στην πολυετή εκκρεμότητα να αγοράσει μόνο τις μετοχές της Ελίντα που βρίσκονται εις χείρας του ΟΑΕ (περίπου 72,65% των μετοχών), αφήνοντας κατά μέρος για μετέπειτα διαπραγμάτευση τις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας που αποτελούν το 27,33% των μετοχών της Ελίντα. Ο ΟΑΕ συμφώνησε αλλά προέκυψε διαφωνία όσον αφορά το ακριβές τίμημα που θα έπρεπε να καταβάλει τοις μετρητοίς ο κ. Παπαγιάννης. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στη διαιτησία και αφορούσε το προεξοφλητικό επιτόκιο απόκτησης.


Η υπόθεση στη διαιτησία


Ο μεν ΟΑΕ το καθόριζε στο ύψος των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου (περίπου 9,5%, που θα υποχρέωνε τον κ. Παπαγιάννη να καταβάλει περίπου 4 δισ. δρχ.) ενώ ο κ. Παπαγιάννης ζητούσε να ορισθεί στο 22% (ποσοστό που θα τον υποχρέωνε να καταβάλει περίπου 2 δισ. δρχ.). Η διαιτησία απεφάσισε προεξοφλητικό επιτόκιο στο 20,8%, ποσοστό που πλησίαζε κατά πολύ αυτό που ζητούσε ο κ. Παπαγιάννης. Η απόφαση, σύμφωνα με παράγοντες του ΟΑΕ, υπήρξε μάλλον αναμενόμενη από τη στιγμή που κατέθεσαν στη διαιτησία υπέρ του κ. Παπαγιάννη τόσο ο πρώην πρόεδρος του ΟΑΕ κ. Νικόλαος Αποστολίδης όσο και μέλη του ΔΣ του ΟΑΕ εκείνης της εποχής. Σύμφωνα πάντως με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από νομικούς κύκλους, ο κ. Παπαγιάννης δεν συμφωνεί ούτε με το τίμημα αυτό και εγκαλεί τις διοικήσεις του ΟΑΣ για προχειρότητα.


Με δεδομένη την εξέλιξη αυτή, το διοικητικό συμβούλιο του ΟΑΕ απεφάσισε να καλέσει τον κ. Παπαγιάννη να αναλάβει τη διοίκηση της επιχείρησης, καταβάλλοντας 2,1 δισ. δρχ. τοις μετρητοίς, όσο δηλαδή οριζόταν από την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου.


Εκκρεμεί η εκδίκαση


Εν τω μεταξύ όμως βρίσκεται σε εξέλιξη η κύρια εκδίκαση προσφυγής στη διαιτησία του κ. Παπαγιάννη που αφορά την απόφαση του ΟΑΕ από τον Δεκέμβριο του 1997, με την οποία καταγγέλθηκε το προσύμφωνο μεταβίβασης μετοχών από τον ΟΑΕ στον κ. Παπαγιάννη της Ελίντα, ένα προσύμφωνο που υπεγράφη στις 5 Μαΐου του 1993, αλλά ουσιαστικά ουδέποτε ενεργοποιήθηκε και μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες από τον οργανισμό, κατά μυστηριώδη τρόπο ουδέποτε αρχειοθετήθηκε επισήμως στα γραφεία του ΟΑΕ! Η καταγγελία του προσυμφώνου έγινε επειδή, σύμφωνα με τη διοίκηση του ΟΑΕ, ο επιχειρηματίας δεν συναίνεσε τελικώς στη συμφωνία πιστωτών που επετεύχθη το 1998 (βάσει του άρθρου 44 του νόμου 2000, με καθυστέρηση περίπου πέντε ετών ­ κάλλιο αργά παρά ποτέ) και έκαμψε τις αντιρρήσεις κυρίως της Εθνικής Τράπεζας και του Δημοσίου για ασφαλιστικές και φορολογικές οφειλές.


Η συμφωνία πιστωτών προέβλεπε ακριβώς τα ποσά που θα καταβάλλονταν σε όλους τους πιστωτές από το τίμημα. Ο κ. Παπαγιάννης δεν συμφώνησε με τη ρύθμιση και προσέφυγε στη διαιτησία, ορίζοντας ο ίδιος έναν εκ των διαιτητών ­ τον έτερο όρισε ο ΟΑΕ ­ και επιδιαιτητής ορίστηκε από τη Δικαιοσύνη. Η διαδικασία «τρέχει» με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς και είναι πιθανόν εφόσον ο κ. Παπαγιάννης αναλάβει τελικώς την επιχείρηση να παραιτηθεί της προσφυγής.


Το ισχυρό όπλο στα χέρια του κ. Παπαγιάννη ήταν τα αποθέματα της επιχείρησης, αφού όταν ανέλαβε δήλωσε εξαρχής ότι παρέλαβε αποθέματα μειωμένα κατά περίπου 900 εκατ. δρχ. Τα μειωμένα αποθέματα δήλωσε ότι παρέλαβε ο κ. Παπαγιάννης το 1993 επί διοικήσεως Αποστολίδη (του βασικού μάρτυρα που κατέθεσε υπέρ του στη διαιτησία!) και έτσι κατοχύρωσε τα δικαιώματά του, αλλά και μέρος των αιτιάσεών του ώστε να μην καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα.


Ηταν κάποτε η Ιζόλα


Η Ελίντα είναι ήδη μια «ιστορική» βιομηχανία με πολυκύμαντο παρελθόν και άγνωστο μέλλον αλλά προέρχεται από τη συγχώνευση δύο μεγάλων της βιομηχανίας ηλεκτρικών συσκευών στην Ελλάδα, της Ιζόλα, που είχε ιδρυθεί από την οικογένεια Δράκου, και της Βιομετάλ-Eskimo, της οποίας η μετοχή (ως εμπορικό κομμάτι της Βιομετάλ) ακόμη είναι υπό διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο, γεγονός που έχει προκαλέσει ποικίλο ενδιαφέρον. Η συγχώνευση έγινε τον Απρίλιο του 1977 αλλά από το ξεκίνημά της η επιχείρηση λειτουργούσε χωρίς ίδια κεφάλαια κίνησης, με δανεισμούς συνεχώς ανατοκιζόμενους, τους οποίους ουσιαστικά δεν είχε δυνατότητα να αποπληρώσει. Το μεγάλο «φάλτσο» έγινε το 1980, οπότε η επιχείρηση προσέλαβε επιπλέον 400 άτομα για να διεκπεραιώσει σοβαρή παραγγελία και συνεργασία με το εξωτερικό. Η συνεργασία ναυάγησε αλλά οι εργαζόμενοι συνέχισαν να δουλεύουν στην Ελίντα, επιβαρύνοντάς την με κονδύλια που γρήγορα την έφεραν σε καθεστώς χρεοκοπίας αφού δεν εμφάνιζε αντίστοιχη παραγωγική δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό πολλαπλασιάζονται οι ζημίες και το 1984 η Ελίντα περιέρχεται στη δικαιοδοσία του ΟΑΕ.


Τα σήματα ήταν δύναμη


Τα εμπορικά σήματα της επιχείρησης (Ιζόλα, Eskimo, Kelvinator, Luxor, Kresky, Valiant, Kouper) ήταν και η ουσιαστική δύναμή της. Η Ελίντα παρουσίαζε σημαντική διεισδυτικότητα στην ελληνική αγορά, με ισχυρότατο δίκτυο πωλητών σε 1.500 σημεία σε όλη την Ελλάδα. Η εταιρεία παρήγαγε το 1991 14 διαφορετικά μοντέλα ψυγείων και καταψυκτών, 15 μοντέλα κουζινών, πέντε μοντέλα πλυντηρίων και τρία μοντέλα απορροφητήρων, αλλά και με τη μέθοδο «φασόν» παρήγαγε τηλεοράσεις, πλυντήρια πιάτων, ηλεκτρικές σκούπες, φούρνους μικροκυμάτων, κλιματιστικά, βίντεο, συστήματα ήχου και αερόθερμα. Παρήγαγε συνολικά 760.000 τεμάχια όλων των ειδών το 1990, με εξαγωγές σε Βρετανία, Ισπανία, Κύπρο και Μέση Ανατολή.


Στο τέλος του 1990 η Ελίντα εμφανίζει συσσωρευμένες ζημίες που υπερέβαιναν τα 13 δισ. δρχ. και συσσωρευμένες υποχρεώσεις προς τρίτους που προσήγγιζαν τα 10 δισ. δρχ. Από τον Απρίλιο του 1991 η Ελίντα δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της και κηρύσσεται σε καθεστώς παύσεως λειτουργίας. Οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται και αναζητείται λύση για το μέλλον της επιχείρησης εναγωνίως.


Η πρώτη προσπάθεια


Στις αρχές του 1991 η εταιρεία είχε μετοχικό κεφάλαιο 14,3 δισ. δρχ., κατανεμημένο σε μετοχές εις χείρας ΟΑΕ (72,65%), Εθνικής Τράπεζας (27,33%) και Ιζόλα-Βιομετάλ (0,010%). Το φθινόπωρο του 1992 γίνεται μια αποτυχημένη απόπειρα πώλησης της Ελίντα στην κοινοπραξία Βαγιωνής-Εργαζόμενοι και κατόπιν η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων αποφασίζει ιδιωτικοποίηση με βάση τον νόμο 2000/91. Στον διαγωνισμό της 25ης Φεβρουαρίου 1993 εμφανίζονται τέσσερις προσφορές, εκ των οποίων οι δύο είναι του κ. Παπαγιάννη: η πρώτη ως Billpa Hellas (η οποία αργότερα επτώχευσε) με τίμημα 15 δισ. δρχ. και μακροχρόνιο διακανονισμό, η δεύτερη, που τελικώς επιλέχθηκε ως προσφορότερη, υπό την επωνυμία «Βασ. Παπαγιάννης» με 9,7 δισ. δρχ. και διακανονισμό, η εταιρεία «Σκουλούδης και Συνεργάτες» με 1,7 δισ. δρχ. και συνεταιρισμός των εργαζομένων με 700 εκατ. δρχ. και μακροχρόνιο διακανονισμό.


Στο περιβόητο προσύμφωνο μεταβίβασης μετοχών της Ελίντα της 5ης Μαΐου 1993 ο κ. Παπαγιάννης υποχρεώνεται να καταβάλει ποσόν 5,7 δισ. δρχ. και να εγγυηθεί την πρόσληψη 200 εργαζομένων. Από το ποσόν ο αγοραστής όφειλε να καταβάλει 150 εκατ. δρχ. μετρητοίς και εν συνεχεία κάθε χρόνο 200+300+1.000+ 1.000+3.114 εκατ. δρχ. Ο κ. Παπαγιάννης αναλαμβάνει τη διοίκηση, εκμισθώνει το εργοστάσιο της Ελίντα στην Billpa χωρίς τη συναίνεση του ΟΑΕ, αρχίζει να εμπορεύεται προϊόντα και αιφνιδίως ανακοινώνει ότι τα αποθέματα που έπρεπε να παραλάβει είναι περίπου 900 εκατ. λιγότερα, με αποτέλεσμα να μην καταβάλλει το τίμημα.


Επίσης ενεκάλεσε τον ΟΑΕ ότι δεν πραγματοποίησε εγκαίρως τη συμφωνία πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 44 του νόμου 2000. Ο ΟΑΕ πάντως έκανε συγκέντρωση των πιστωτών αλλά η συμφωνία όντως καθυστέρησε να γίνει και μάλιστα πολύ λόγω άρνησης της Εθνικής Τράπεζας, του ΙΚΑ και της Εφορίας να προσυπογράψουν επειδή θεωρούσαν ότι δεν τους συμφέρει η συμφωνία. Η κατάσταση παραμένει στάσιμη περίπου στα επόμενα τέσσερα χρόνια (!), με την επιχείρηση κλειστή, τον ΟΑΕ να καλεί τον κ. Παπαγιάννη να συμμορφωθεί και τον κ. Παπαγιάννη να εγκαλεί τον ΟΑΕ τόσο για τη συμφωνία πιστωτών όσο και για τα αποθέματα.


Στο τέλος του 1997 ο ΟΑΕ αποφασίζει να καταγγείλει το προσύμφωνο με τον κ. Παπαγιάννη, ενώ ο επιχειρηματίας από την πλευρά του προσφεύγει στη διαιτησία καταγγέλλοντας τον ΟΑΕ για αντισυμβατική συμπεριφορά. Η εξέταση της κύριας αγωγής συνεχίζεται με πολύ αργούς ρυθμούς ενώ στη δεύτερη αγωγή αναφερθήκαμε ήδη. Από την πλευρά του, ο κ. Παπαγιάννης, παρ’ ότι παρεκλήθη από «Το Βήμα» να σχολιάσει τις εξελίξεις, αρνήθηκε, επιφυλασσόμενος να μιλήσει αργότερα.