ΕΝΤΟΝΗ κινητικότητα παρουσιάζεται στα επιχειρηματικά σχήματα τα οποία δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από στελέχη και συνεργάτες της Επιτροπής Διεκδίκησης: ανακατανομή μετοχικών πακέτων και διοικητικές αλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εταιρεία Pente Link, τα ιδρυτικά μέλη και οι μέτοχοι της οποίας προέρχονται από τον στενό κύκλο των συνεργατών της κυρίας Γιάννας Αγγελοπούλου ­ οι κκ. Μάρτον Σίμιτσεκ (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος), Φάνης Συναδινός (αντιπρόεδρος), Γιάννης Γιαννάκης και Τάσος Γιαννακούρος.


Προσφάτως έγινε γνωστό ότι οι τέσσερις αρχικοί μέτοχοι αποφάσισαν να πουλήσουν το σύνολο των μετοχών τους σε ενδιαφερόμενο επιχειρηματία με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Η ταυτότητα του ενδιαφερομένου δεν ήταν γνωστή ούτε στους μετόχους ή τουλάχιστον στους περισσοτέρους εξ αυτών, όπως οι ίδιοι διαβεβαιώνουν. Και τούτο διότι όλοι οι μέτοχοι ­ πολύ πριν από την εκδήλωση του όποιου ενδιαφέροντος ­ είχαν εκχωρήσει τις μετοχές τους στον δικηγόρο κ. Ανδρέα Μεταξά, συνεργάτη γνωστού δικηγορικού γραφείου.


Επιπλέον έγινε γνωστό ότι ένας εκ των μετόχων, ο κ. Γιαννάκης (πρώην μάνατζερ ομάδων μπάσκετ και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Επιτροπής Διεκδίκησης), θα αναλάβει καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στην εταιρεία υπό τη νέα ­ αλλά άγνωστη εισέτι ­ ιδιοκτησία της. Το γεγονός ότι ο νέος ιδιοκτήτης ­ αν και εφόσον υπάρχει ­ κρατάει ακόμη κλειστά τα χαρτιά του τροφοδότησε πληθώρα φημών για την ταυτότητά του αλλά και για τις επιδιώξεις του. Μάλιστα ορισμένες εξ αυτών εξέφραζαν την άποψη ότι οι κινήσεις του κ. Γιαννάκη καλύπτονται από την οικογένεια Αγγελοπούλου. Αλλά το ενδεχόμενο αυτό διαψεύδεται κατηγορηματικώς. Εκπρόσωποι της οικογένειας με δήλωσή τους προς «Το Βήμα» επισημαίνουν ότι «ο κ. Θ. Αγγελόπουλος και η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου δεν έχουν καμία σχέση με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των πρώην συνεργατών τους στην Επιτροπή Διεκδίκησης». Η εταιρεία Pente Link (επωνυμία η οποία παραπέμπει στους «πέντε» ολυμπιακούς κύκλους) ιδρύθηκε αμέσως μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Αθήνα το φθινόπωρο του 1997. Οι ιδρυτές-μέτοχοί της θέλησαν να ασχοληθούν με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων οι οποίες άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με την προετοιμασία και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, θεωρώντας ότι το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημά τους ήταν οι σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τους παράγοντες του διεθνούς ολυμπιακού κινήματος. Αλλά οι προσδοκίες τους δεν ευοδώθηκαν και οι ιδρυτές εξακολουθούσαν να πληρώνουν από την τσέπη τους τις δαπάνες «συντήρησης» του μηχανισμού που είχαν στήσει (ενοίκια γραφείων, έξοδα λειτουργίας, αμοιβές συνεργατών κλπ.). Μέσα σε ένα χρόνο οι δαπάνες της εταιρείας έφθασαν τα 45 εκατ. δραχμές, δίχως σε αυτό το διάστημα να υπάρχουν έστω και λιγοστά έσοδα. Αποτέλεσμα, οι μέτοχοι «έβαζαν» βαθιά το χέρι στην τσέπη τους.