ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ καιρό είμαστε παρατηρητές ενός οξύμωρου φαινομένου στο τραπεζικό σκηνικό. Από τη μια πλευρά, κάποιοι μιλούν για άμεσα επερχόμενη υποβάθμιση της σημασίας των τραπεζικών καταστημάτων, λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, στη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, τράπεζες με ικανό δίκτυο καταστημάτων, παρά τη μικρή τους κερδοφορία, έχουν αποτιμήσεις ιδιαίτερα σημαντικές και προσελκύουν ενδιαφερομένους (περίπτωση Τράπεζας Κρήτης) που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν σημαντικά ποσά για το μερίδιο αγοράς αυτών των τραπεζών. Τελικά, πού είναι η αλήθεια;


Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι κατά τα προσεχή χρόνια τα τραπεζικά προϊόντα θα μπορούν να πωλούνται και μέσω άλλων καναλιών διανομής, πέραν των κλασικών καναλιών που είναι τα τραπεζικά καταστήματα. Εταιρείες direct marketing θα δημιουργηθούν για την πώληση κάποιων τραπεζικών προϊόντων ιδιαίτερα στον χώρο του consumer banking (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά – στεγαστικά δάνεια). Επίσης, η τεχνολογία θα δώσει τη δυνατότητα συναλλαγών από τον χώρο δουλειάς, ή το σπίτι, ενώ η χρήση των ATMs θα καταστεί κοινή στο καταναλωτικό κοινό και θα μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα προϊόντα πέραν των καταθετικών.


Για τους λόγους αυτούς, αλλά και άλλους, το τραπεζικό κατάστημα του μέλλοντος θα είναι πολύ διαφορετικό από το σημερινό, και ιδιαίτερα προσανατολισμένο όχι στη διεκπεραίωση εργασιών, αλλά στην πώληση προϊόντων και στην εξυπηρέτηση πελατών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει μείωση της σημασίας του.


Η άποψη που δίνει έμφαση στη μείωση της σημασίας των τραπεζικών καταστημάτων, κατά τη γνώμη μου, αγνοεί τρία σημαντικά ζητήματα:


* Η Ελλάδα έχει μικρό αριθμό τραπεζικών καταστημάτων σε σχέση με τον πληθυσμό της, συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.


* Ο θεσμός της καταναλωτικής πίστης είναι ακόμη ελάχιστα ανεπτυγμένος σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, παρά την άνοδο των τελευταίων τριών ετών.


* Τα καταστήματα στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιήσει όλη τη δυνατότητά τους στην πώληση όλων των προϊόντων του τραπεζικού ομίλου στον οποίον ανήκουν. Ιδιαίτερα, τα μικρά καταστήματα ­ θυρίδες που συνηθίζουν να λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά σαν αποδέκτες καταθέσεων ­ έχουν μεγάλη δυνατότητα να πωλούν όλα τα προϊόντα της καταναλωτικής πίστης, αλλά και ασφαλιστικά προϊόντα, αμοιβαία κεφάλαια, κ.ο.κ.


Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι αναμφισβήτητη η ισχύς και δυνατότητα του κλασικού καναλιού διανομής που είναι τα καταστήματα. Η δύναμη του δικτύου θα παραμείνει ανέπαφη, πολλά χρόνια, ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, ακόμη και για άλλους λόγους, όπως:


* Με την ανάπτυξη του direct banking, τα τραπεζικά καταστήματα θα μπορούν να έχουν και τον ρόλο των καταστημάτων εξυπηρέτησης.


* Θα χρειασθεί να περάσουν αρκετά χρόνια ώστε το ποσοστό εκείνων που αγοράζει τραπεζικά προϊόντα, μέσω Internet, θα θεωρηθεί αξιόλογο.


* Η ελληνική νοοτροπία είναι διαφορετική από αυτή των βορείων κρατών και αισθάνεται πιο οικεία με την ανθρώπινη επαφή, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με τραπεζικά προϊόντα τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο της προσωπικής εξυπηρέτησης και της τραπεζικής πίστης.


Η άποψη αυτή για τη διατήρηση, αλλά και αύξηση της αξίας του δικτύου καταστημάτων, τα επόμενα χρόνια, αιτιολογεί το γιατί είναι τόσο υψηλές οι τιμές που δίδονται για εξαγορές τραπεζών με ικανοποιητικό δίκτυο και κάποιο αντίστοιχο μερίδιο αγοράς: γιατί εκφράζουν τη δυναμική των δικτύων, σε μια στρατηγική χρηματοοικονομικού supermarket και όχι στη μυθοποίηση της επερχόμενης τεχνολογικής δυνατότητας. Από αυτή την άποψη δεν θα έπρεπε να εκφράζεται απορία σχετικά με το ποσό που προσέφερε ο όμιλος Λάτση για την Τράπεζα Κρήτης. Η αξία του δικτύου και του μεριδίου αγοράς σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της Τράπεζας, το δικαιώνει, στο πλαίσιο μάλιστα της εκτίμησης ότι η χώρα μας πλέον πορεύεται στην ΟΝΕ και ότι θα έχει σημαντικό ρόλο να παίξει στην περιοχή των Βαλκανίων. Αλλωστε, το ίδιο συνέβη και με την Τράπεζα Μακεδονίας – Θράκης που έχει περίπου ίδιο αριθμό καταστημάτων με την Τράπεζα Κρήτης και είδε μάλιστα την αξία της να υπερδιπλασιάζεται μετά την εξαγορά της.


Συμπερασματικά, το δίκτυο τραπεζικών καταστημάτων στην Ελλάδα, με την εξέλιξή του σε κανάλι πώλησης πολλαπλών χρηματοοικονομικών προϊόντων, είναι και θα γίνει ακόμη περισσότερο σημαντικό, τα επόμενα χρόνια. Εκείνο που θα χρειάζεται είναι έμπνευση, καθοδήγηση και όλη την γκάμα των προϊόντων για να αποτελεί πηγή μεγάλης κερδοφορίας. Ο διευθυντής του καταστήματος Αλεξανδρούπολης, ή του καταστήματος Ιεράπετρας, επί πολλά χρόνια ακόμη θα είναι περισσότερο σημαντικός και χρήσιμος από αρκετές σελίδες στο Internet.


Ο κ. Δημήτρης Π. Σαντιξής είναι υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας.