Η Ελλάδα ολοκληρώνει τη συμμετοχή της στα πακέτα διάσωσης στις 20 Αυγούστου και ελπίζει ότι θα μπορέσει να δανειστεί ξανά από τις διεθνείς αγορές ύστερα από μία δεκαετία κρίσης που συρρίκνωσε την οικονομία της κατά 26,5%.
Μπορεί η οικονομία να αναπτύχθηκε για πέμπτο διαδοχικό τρίμηνο, την ώρα που ο τουρισμός πάει καλά και η ανεργία έχει αρχίσει να υποχωρεί, φτάνοντας στο 19,5% από το 28% που είχε αγγίξει στην καρδιά της κρίσης, εν τούτοις ΔΝΤ και διεθνείς επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί κάνοντας λόγο για εξωτερικούς και εγχώριους καθοδικούς κινδύνους. Η οικονομική οδύσσεια της Ελλάδας μάλιστα δεν δείχνει να έχει ολοκληρωθεί την ώρα που τα δημόσια οικονομικά απέχουν από την «κανονικότητα» και ο μαραθώνιος που διανύει η χώρα έχει ακόμη δρόμο.

Aνάσα ως το 2033

Αν και η ελληνική οικονομία απέχει από το να θεωρηθεί ότι έχει επιστρέψει σε πορεία ισχυρών ρυθμών διατηρήσιμης ανάπτυξης, εν τούτοις μετά και τη συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους έχει πάρει μια ανάσα ζωής, την οποία οι οικονομολόγοι την τοποθετούν ως το 2033.
Εξάλλου, μπορεί τα «δίδυμα ελλείμματα» στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό πεδίο να έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα.
Ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές και μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στα ύψη, καθώς οι μισοί φορολογούμενοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και τα μισά δάνεια είναι «κόκκινα». Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (92,4 δισ. ευρώ), αν και έχουν μειωθεί την περίοδο 2016-2018, παραμένουν στα ύψη, όπως και οι επιχειρήσεις-ζόμπι. Οι τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 40 δισ. ευρώ από τον Σεπτέμβριο του 2014 και πάνω από τα 100 δισ. ευρώ στη διάρκεια της κρίσης, περιορίζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια.
Η υπερφορολόγηση, που φθάνει για τους ελεύθερους επαγγελματίες το 70%, πιέζει το επιχειρηματικό κλίμα με αποτέλεσμα την αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων, την ώρα που οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέρρευσαν, ενώ η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή.

«Κλειδί» οι επενδύσεις

Ο συνδυασμός μάλιστα της παρατεταμένης ύφεσης και της πιστωτικής ανεπάρκειας έχει εξανεμίσει σχεδόν το 70% των «φυσικών» επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
«Κλειδί» για την επόμενη μέρα είναι οι επενδύσεις, οι οποίες σήμερα αποτελούν μόλις το 30% της περιόδου 2001-2009, με αποτέλεσμα το επενδυτικό κενό να ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές, αν και χρειάζεται μια πιο ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή, αλλά και ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε διαχειρίσιμα επίπεδα για να ανακάμψει η υγιής πιστωτική επέκταση, ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και να επουλωθούν σταδιακά οι πληγές της κρίσης.
Η υλοποίηση 100 δισ. ευρώ επενδύσεων, π.χ., σε διάστημα πενταετίας εκτιμάται ότι μπορεί να εξασφαλίσει κατά μέσο όρο επιπλέον 15-20 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση και 200.000-250.000 νέες θέσεις εργασίας, χωρίς να υπολογίζονται επιπλέον σημαντικά οφέλη από τη μετέπειτα περίοδο παραγωγικής λειτουργίας τους.
Παράλληλα, η ενεργή διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων ύψους 40,7 δισ. ευρώ 1.060 επιχειρήσεων θα μπορούσε, σύμφωνα με την PWC, να κινητοποιήσει πρόσθετες επενδύσεις τρίτων ύψους 8 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της επενδυτικής διαδικασίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ