«Η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από το τρίτο πρόγραμμα συνιστά ένα σημαντικό βήμα για την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές και την επάνοδο σε πορεία συγκλίσεως προς τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης» τονίζουν οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτιο της τράπεζας.

«Καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια θα διαδραματίσει η βελτίωση της εμπιστοσύνης προς τη χώρα. Τούτο προϋποθέτει την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη νομοθετηθεί, καθώς παρέχουν μία ικανή βάση για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», προσθέτουν οι αναλυτές.

Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσεως του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, το συνολικό απόθεμα ασφαλείας (cash buffer) του ελληνικού Δημοσίου διαμορφώνεται σε 24,1 δισ. ευρώ και επαρκεί για 22 μήνες μετά το πέρας του προγράμματος, ενισχύοντας σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπίσει ενδεχόμενους χρηματοοικονομικούς κινδύνους.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητος (ESM), μετά την εκταμίευση και της τελευταίας δόσεως, ο συνδυασμός της αναπτυξιακής πολιτικής, των δημοσιονομικών στόχων που έχουν τεθεί και των ληφθέντων μέτρων ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους, οδηγούν σε συγκράτηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, δηλαδή την ετήσια πληρωμή τόκων και χρεολυσίων σε επίπεδα κάτω του 15% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, και 20% σε μακρύτερο χρονικό ορίζοντα, έτσι ώστε να διασφαλισθεί ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα διαγράψει συνεχή πτωτική πορεία.

Περιθώριο Αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων

Σχετικά με την εικόνα που παρουσιάζουν τα ελληνικά ομόλογα η Alpha Bank αναφέρεται στην πορεία του περιθωρίου της αποδόσεως του δεκαετούς ομολόγου της Ελλάδας από το αντίστοιχο γερμανικό ομόλογο το οποίο υποχώρησε από το ιστορικά υψηλό των 1.865 μονάδων βάσεως στις αρχές του Ιουλίου του 2015, αμέσως μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, σε 354 μονάδες βάσεως τον Ιούλιο του 2018.

Παρά τη μεγάλη αυτή πτώση παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ το τελευταίο διάστημα δεν παρουσιάζει σημάδια υποχωρήσεως, παρά το γεγονός ότι πλησιάζει η ολοκλήρωση του γ’ προγράμματος.

Οι κύριοι παράγοντες αυτής της στασιμότητας σε σχέση με την εμπειρία άλλων χωρών που εξήλθαν των προγραμμάτων προσαρμογής, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία και η Κύπρος, είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, η διαβάθμιση της Ελλάδος σε επίπεδο χαμηλότερο κατά 4 βαθμίδες από εκείνο του επιπέδου της επενδυτικής κατηγορίας (investment grade).

Δεύτερον, η επίδραση της μειωμένης διαθέσεως αναλήψεως κινδύνων στις αγορές ομολόγων που οφείλεται στην έναρξη των συζητήσεων για τον προϋπολογισμό στην Ιταλία που έχει αναθερμάνει τις ανησυχίες της επενδυτικής κοινότητος και έχει αυξήσει τις αποδόσεις του ιταλικού αξιόχρεου.

Τρίτον, η επιφυλακτική στάση των επενδυτών απέναντι στο ενδεχόμενο η ΕΚΤ να συμπεριλάβει τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Τέλος, η αβεβαιότητα που δημιουργούν στο επενδυτικό κοινό οι επιφυλάξεις του ΔΝΤ ως προς το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους σε μακροχρόνιο ορίζοντα.