Οταν το φθινόπωρο του 2015 ιδιώτες επενδυτές ξόδευαν περισσότερα από 5 δισ. ευρώ για να συμμετάσχουν στην τρίτη, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, «αγόραζαν» ένα συγκεκριμένο στοίχημα: την ανάκαμψη του κλάδου μέσω της αποτελεσματικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, με βασικούς καταλύτες τις βιώσιμες ρυθμίσεις και την αποκάλυψη των στρατηγικών κακοπληρωτών που για χρόνια έμεναν στο απυρόβλητο.
Η μνημονιακή στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετά τη διενέργεια του δημοψηφίσματος της 5/7/2015 και η «επικύρωσή» της από το εκλογικό σώμα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς δημιουργούσαν προσδοκίες για ταχεία εφαρμογή των συμφωνηθέντων, χωρίς τον κίνδυνο μεγάλων κοινωνικών αντιδράσεων.
Ανάλογο κλίμα επικρατούσε και στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια των 4 συστημικών ομίλων. Οι τραπεζίτες δήλωναν αποφασισμένοι για εντατικοποίηση των προσπαθειών εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων, έχοντας την πεποίθηση ότι το πάθημα έγινε μάθημα για την κυβέρνηση και ότι από εδώ και στο εξής θα κάνει χωρίς καθυστέρηση τη δουλειά για την οποία είχε δεσμευτεί μέσω του τρίτου μνημονίου. Να προχωρήσει δηλαδή στην ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, στην απελευθέρωση των πωλήσεων δανείων σε funds, στη λειτουργία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και στη σταδιακή κατάργηση του νόμου Κατσέλη.
Αυτή ήταν η… θεωρία. Το «story» που αγόρασαν εκείνη την περίοδο οι επενδυτές που τοποθετήθηκαν στις τράπεζες. Στην πράξη ωστόσο τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Τρία χρόνια μετά, ούτε οι ρυθμίσεις φαίνεται να «περπατούν» με τους επιθυμητούς ρυθμούς, ούτε έχει χτυπηθεί στη ρίζα του το πρόβλημα με τους «μπαταχτσήδες», τους οφειλέτες δηλαδή που μπορούν αλλά επιλέγουν να μην εξυπηρετούν τα χρέη τους.
Γιατί απέτυχαν
Οι λόγοι της αποτυχίας, αρκετοί. Κατ’ αρχάς, χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια για το κλείσιμο των δύο πρώτων αξιολογήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι απαραίτητες για τις τράπεζες διαρθρωτικές αλλαγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και τα τέλη του 2017 η διενέργεια πλειστηριασμών στα ειρηνοδικεία ήταν σχεδόν αδύνατη λόγω των επιθέσεων στους συμβολαιογράφους από κινήματα αλληλεγγύης. Ενώ η υποχρεωτική πραγματοποίησή τους αποκλειστικά με ηλεκτρονικό τρόπο ξεκίνησε μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο. Οσο για το εργαλείο της εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών, αυτό τέθηκε σε εφαρμογή το περασμένο καλοκαίρι, χωρίς ωστόσο πολλά αποτελέσματα έως σήμερα.
Ευθύνες όμως έχουν και οι τραπεζικές διοικήσεις. Μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει επαρκή βήματα για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων τους, ειδικά στην επιχειρηματική πίστη, ενώ ο μεταξύ τους συντονισμός για το ξεκαθάρισμα των κοινών ανοιγμάτων αποδεικνύεται έως σήμερα ανεπαρκής. Επιπλέον, αποτυχημένες είναι πολλές από τις ρυθμίσεις στα δάνεια των νοικοκυριών, με δεδομένο ότι το ποσοστό των αναδιαρθρωμένων ανοιγμάτων που «κοκκινίζουν» ξανά ύστερα από τρεις μήνες παραμένει πάνω από το 20%.
Μπορεί οι στόχοι που έχουν τεθεί για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων να πιάνονται ως τώρα, ωστόσο οι επιδόσεις αυτές δεν είναι οργανικές, αλλά στηρίζονται κατά κύριο λόγο στις διαγραφές και στις πωλήσεις χαρτοφυλακίων.
Η απογοήτευση της επενδυτικής κοινότητας για την έλλειψη δυναμικής στην αντιμετώπιση των επισφαλειών αποτυπώνεται στις αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών. Οι τίτλοι και των 4 συστημικών ομίλων διακινούνται χαμηλότερα από τις τιμές στις οποίες διενεργήθηκαν οι αυξήσεις κεφαλαίου του 2015, ενώ η συναλλακτική δραστηριότητα στην αγορά εδώ και αρκετό καιρό θυμίζει… Δεκαπενταύγουστο.
Ρευστοποιήσεις – μονόδρομος



Θετικό είναι πάντως το γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς και οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους πλέον όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να κάνουν τη δουλειά που πρέπει. Το ερώτημα ωστόσο είναι εάν ο χρόνος που έχουν για να πετύχουν τους φιλόδοξους στόχους τους είναι αρκετός. Οι επισφάλειες θα πρέπει να μειωθούν από τα 90 δισ. ευρώ σήμερα στα 64 δισ. ευρώ μέχρι και το τέλος του 2019, δηλαδή κατά 26 δισ. ευρώ μέσα σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο.
Η προσπάθεια εξυγίανσης όμως δεν σταματά εκεί. Από τις έως σήμερα δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ (SSM) προκύπτει ότι προϋπόθεση για να ενταχθούν οι ελληνικοί όμιλοι στην υπό δημιουργία ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση αποτελεί η μείωση έως και το 2022 των «κόκκινων» δανείων σε μονοψήφια ποσοστά.
Δηλαδή, καλούνται να «καθαρίσουν» προβληματικές χορηγήσεις άνω των 70 δισ. ευρώ τα επόμενα τριάμισι χρόνια. Οπως σχολιάζει σχετικά τραπεζική πηγή, «όσες επιτυχημένες ρυθμίσεις κι αν γίνουν, τα νούμερα απλώς δεν βγαίνουν εάν δεν αφαιρέσουν οι τράπεζες από τον ισολογισμό τους με μαζικό τρόπο «κόκκινα» δάνεια». Οπως εξηγεί, σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα με ανάλογο πρόβλημα επισφαλειών δεν αντιμετωπίστηκε η κατάσταση χωρίς δραστικές κινήσεις, όπως η πώληση χαρτοφυλακίων σε τρίτους, η μεταφορά τους σε κεντρικές bad banks ή οι τιτλοποιήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι οι εγχώριοι όμιλοι θα αναγκαστούν μέσα στην ερχόμενη τριετία να πουλήσουν τουλάχιστον το 1/3 των προβληματικών δανείων, ήτοι 30 δισ. ευρώ, χωρίς να αποκλείει, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στην ελληνική οικονομία, το ποσό αυτό να χρειαστεί να ανέβει έως και τα 50 δισ. ευρώ.

Οι πωλήσεις δανειακών χαρτοφυλακίων θα πλήξουν τα έσοδα των τραπεζών

Το ύψος των προβληματικών χορηγήσεων που θα χρειαστεί οι τράπεζες να βγάλουν στο σφυρί έως και το 2021 θα εξαρτηθεί κατά βάση από τις επιδόσεις τους στη θεραπεία επισφαλειών μέσω ρυθμίσεων. Οσο πιο πολλά δάνεια «πρασινίσουν» με οργανικό τρόπο τόσο λιγότερες θα είναι και οι πωλήσεις.

Αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο τονίζει ότι το τίμημα που θα αποκομίσουν από τις μεταβιβάσεις αυτές οι τράπεζες θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από το μέγεθος των προς πώληση χαρτοφυλακίων, τα χρονικά περιθώρια που θα υπάρχουν για την ολοκλήρωση των συναλλαγών, την πορεία της οικονομίας, αλλά και τα πρώτα δείγματα γραφής από τη διαχείριση των δανείων που έχουν ήδη πωληθεί σε ξένα funds.

Τα συν και τα πλην

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ρευστοποιήσεις έχουν αναμφίβολα θετική επίδραση στο σύστημα, καθώς μέσω αυτών επιτυγχάνεται το γρήγορο καθάρισμα του ενεργητικού των τραπεζών, οι οποίες αποκτούν ταυτόχρονα ρευστότητα που μπορεί να διοχετευθεί μέσω νέων χορηγήσεων στην οικονομία.

Στον αντίποδα ωστόσο, πέρα από τον κίνδυνο των ζημιών και του «καψίματος» προβλέψεων και κεφαλαίων, δημιουργείται ένα κενό στα καθαρά έσοδα, με δεδομένο ότι σε αυτά συμμετέχουν σε έναν βαθμό και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Τραπεζική πηγή εκτιμά ότι εάν πουληθούν δάνεια 30 δισ. ευρώ, η ετήσια απώλεια εσόδων θα κυμανθεί στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 15% των δαπανών μισθοδοσίας των ελληνικών ομίλων.

Αυτή η απώλεια μπορεί να αναπληρωθεί είτε με τη χορήγηση νέων δανείων, ώστε να παραχθούν νέα έσοδα, είτε με την περικοπή εξόδων λειτουργίας. Η πρώτη επιλογή ωστόσο εξαρτάται από την υγιή ζήτηση για δανεικά από τον εταιρικό τομέα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τη μία ημέρα στην άλλη.

Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό το μεγαλύτερο βάρος της προσαρμογής να πέσει αναγκαστικά στα έξοδα. Δηλαδή στο δίκτυο και στο προσωπικό, ενισχύοντας τις τάσεις συρρίκνωσης που δημιουργεί ούτως ή αλλιώς η μετάβαση στη νέα ψηφιακή για τον κλάδο εποχή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ