Με «σημαία» την αύξηση του κατώτατου μισθού, έστω και σε χαμηλό ποσοστό, αλλά από το 2019, και «μισόλογα προσδοκιών» για προσπάθειες ώστε να μην εφαρμοστούν οι περικοπές των συντάξεων, αναμένεται να προσέλθει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο.
Το κυβερνητικό επιτελείο επεξεργάζεται με ταχείς ρυθμούς το νέο προεκλογικό αφήγημα για την αύξηση του κατώτατου μισθού –η οποία παρεμπιπτόντως δεν θα είναι ούτε σε σύντομο χρόνο ούτε ιδιαιτέρως υψηλή –και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου τον ερχόμενο μήνα.
Κυβερνητικά στελέχη επιμένουν ότι υπάρχουν περιθώρια ώστε στο συγκεκριμένο αφήγημα να ενταχθεί και η «αναβολή ή το πάγωμα» των μειώσεων των συντάξεων, καθώς «τα δημοσιονομικά πλεονάσματα αφήνουν πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης».
Προτεραιότητες
Η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου επανήλθε τις προηγούμενες ημέρες περιγράφοντας την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τη βελτίωση του κατώτατου ως τις κεντρικές προτεραιότητες της κυβέρνησης και του υπουργείου της. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι οι σχετικές πρωτοβουλίες για το θέμα του κατώτατου μισθού θα ληφθούν μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, δηλαδή μετά τον Αύγουστο.
Πάντως, οι προσδοκίες τόσο για το περιεχόμενο της αύξησης του κατώτατου μισθού όσο και για τον τρόπο επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, καθώς οι δεσμεύσεις της χώρας είναι αυστηρές και τα περιθώρια και στους δύο αυτούς τομείς περιορισμένα.
Το κυβερνητικό αφήγημα περιλαμβάνει εξαιρετικά χαμηλό ποσό αύξησης, το οποίο χρονικά δεν πρόκειται να δοθεί εντός του 2018 αλλά στις αρχές του επόμενου έτους, υπό «στενές – αυστηρές προϋποθέσεις». Ενδεικτική αυτού είναι η αναφορά στο κείμενο με τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας μας, όπου γίνεται αναφορά «για ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, με διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, αρχής γενομένης από το 2019».
«Προσεκτική αύξηση»
Η κυβέρνηση που θα λάβει την τελική απόφαση, σύμφωνα με το νέο νομικό καθεστώς διαμόρφωσης των κατώτατων αμοιβών, έχει συμφωνήσει με τους δανειστές ότι θα πρέπει να αποφευχθούν οι «υπερβολές». Για τον λόγο αυτόν οι τελευταίες δηλώσεις της αρμοδίας υπουργού αναφέρονται σε «προσεκτική αύξηση», όταν οι πρώτες δηλώσεις διαβεβαίωναν ότι μετά τη λήξη του Μνημονίου θα υπάρξει «σταδιακή αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού».
Οι αισιόδοξοι της κυβέρνησης ομιλούν για αύξηση που μετά βίας θα φθάνει τα 20 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι απαισιόδοξοι υπενθυμίζουν ότι υπάρχει σε ισχύ μνημονιακή δέσμευση –από το 2012 –που αναφέρει ότι «οι κατώτατοι μισθοί θα αναπροσαρμοστούν όταν η ανεργία μειωθεί στο 10%». Σήμερα το ποσοστό της ανεργίας κυμαίνεται άνω του 20%.
Αλλωστε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι την οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα εισηγηθεί στην υπουργό Εργασίας επιτροπή εμπειρογνωμόνων η οποία θα εξετάσει «τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας για ανάπτυξη και παραγωγικότητα, αλλά και τα ποσοστά της ανεργίας και της αύξησης της απασχόλησης».
Οξεία είναι η κριτική που ασκείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στις αλλεπάλληλες κυβερνητικές εξαγγελίες, με τον τομεάρχη της Νέας Δημοκρατίας Γιάννη Βρούτση να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι οδήγησε σε νέα μείωση τις αποδοχές των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, εξαιτίας της πλήρους επικράτησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής εργασία), δημιουργώντας έτσι «μια νέα γενιά «φτωχών» εργαζομένων, αμειβομένων με 317 ευρώ».

Το υπουργείο χαρακτήρισε «επίδειξη πολιτικού θράσους» την ανακοίνωση του κ. Βρούτση και τη ΝΔ «ως το κόμμα που ισοπέδωσε τους μισθούς».

Ευθεία αμφισβήτηση για τις κυβερνητικές εξαγγελίες εκφράζεται και από την Αριστερά, με το ΚΚΕ να εκτιμά στη Βουλή –μέσω του γενικού γραμματέα του κόμματος κ. Δ. Κουτσούμπα –ότι «αυτά που θα συμβούν μετά τον Αύγουστο θα είναι καρικατούρα συλλογικών συμβάσεων και κατώτατου μισθού».

ΔΝΤ: Να διατηρηθούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει

Βόμβα στα θεμέλια του κυβερνητικού αφηγήματος, περί απρόσκοπτης επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, συνιστά η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την πορεία της Οικονομίας στην ευρωζώνη, η οποία δημοσιοποιήθηκε λίγες ημέρες πριν από τη λήξη του Μνημονίου (στις 20 Αυγούστου), οπότε η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα επανέλθει το καθεστώς των συμβάσεων και θα αποκατασταθούν οι αρχές της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης.

Η έκθεση του ΔΝΤ «στραπατσάρει» τον βασικό κορμό του κυβερνητικού αφηγήματος επικεντρώνοντας στην κυβερνητική εξαγγελία για επαναφορά του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων από τον Σεπτέμβριο και στο ενδεχόμενο αύξησης των μισθών.

Το Ταμείο συνιστά να διατηρηθούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια και να μην επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, «γεγονός που θα αυξήσει τους κινδύνους για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».

Αντιθέτως συστήνει επιπλέον παρεμβάσεις για την περαιτέρω απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων αλλά και την επαναφορά δικαιώματος της ανταπεργίας των εργοδοτών (lock-out).

Ενστάσεις

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενστάσεις ειδικά για το σκέλος που αφορά την αύξηση των κατώτατων μισθών έχουν διατυπωθεί και από τους υπόλοιπους εκπροσώπους των δανειστών, οι οποίοι «φοβούνται» μονομερείς ενέργειες της κυβέρνησης, οι οποίες – για προεκλογικούς λόγους – θα ανατρέψουν την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας. Ορισμένοι εξ αυτών αφήνουν «ανοιχτό» ένα παράθυρο για περιορισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά «σε βάθος χρόνου» και υπό την προϋπόθεση σύνδεσης με την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης.

Στο σκέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων η κυβέρνηση σημειώνει ότι με την ολοκλήρωση του Μνημονίου θα αποκατασταθούν άμεσα οι βασικές αρχές των συμβάσεων. Πάντως ο τρόπος τον οποίο επέλεξε το υπουργείο Εργασίας για την πιστοποίηση της αντιπροσωπευτικότητας των εργοδοτικών οργανώσεων, προκειμένου να υπογραφούν κλαδικές συμβάσεις που θα επεκτείνονται σε ολόκληρο τον κλάδο, έχει προκαλέσει εντάσεις μεταξύ της υπουργού Εργασίας και της ΓΣΕΕ.
Τέλος, ενστάσεις στην επαναφορά των διατάξεων που πάγωσαν κατά την περίοδο της κρίσης και αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας διατυπώνει και ο ΣΕΒ, σε αντίθεση με τη ΓΣΕΕ, αλλά και τις εργοδοτικές οργανώσεις ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ που συνηγορούν.

Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι οι αλλαγές λειτούργησαν και λειτουργούν ευεργετικά για τις επιχειρήσεις και την απασχόληση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ