Η Ελλάδα είναι μια από τις ευρωπαϊκές χώρες που πλήττονται περισσότερο από την αλάτωση των εδαφών. Αυξημένο ποσοστό αλάτων στο χώμα έχει παρατηρηθεί στην ιταλική Καμπανία και στην κοιλάδα του ποταμού Eβρου στην Ισπανία, καθώς επίσης και σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και της Σλοβακίας. Αυτό επισημαίνεται στην φετινή έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) με τίτλο «Κατάσταση και προοπτικές 2010».

Η αλάτωση των εδαφών οφείλεται σε ανθρώπινες παρεμβάσεις όπως οι ακατάλληλες πρακτικές άρδευσης, η χρήση αρδευτικών υδάτων με μεγάλη περιεκτικότητα σε άλατα και οι ανεπαρκείς συνθήκες αποστράγγισης. Υψηλά επίπεδα αλάτων στο έδαφος περιορίζουν το γεωργικό και οικολογικό δυναμικό και συνιστούν σημαντική οικολογική, κοινωνική και οικονομική απειλή για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής. Η αλάτωση σύμφωνα με τον ΕΟΠ επηρεάζει περίπου 3,8 εκατομμύρια εκτάρια στην Ευρώπη.

«Προβλήματα αλάτωσης υπήρχαν και υπάρχουν στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση μπορεί να έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής αλλά και της εξάπλωσης των αρδεύσεων με συνέπεια να γίνεται υπεράντληση των υπόγειων υδάτων και υφάλμυρωση του υπόγειου νερού το οποίο προκαλεί αλάτωση των εδαφών», λέει ο καθηγητής εδαφολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Κοσμάς. Και προσθέτει: «Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Θεσσαλικός κάμπος. Ωστόσο με την επαναφορά μέρους της λίμνης Κάρλας θα εμπλουτιστεί ο υπόγειος υδροφορέας και θα βελτιωθεί η ποιότητα του υπόγειου νερού. Γενικότερα σε πολλές περιοχές που πλήττονται από την αλάτωση των εδαφών γίνονται τελευταία προσπάθειες να κατασκευαστούν λιμνοδεξαμενές, φράγματα και άλλα έργα τα οποία βελτιώνουν την κατάσταση όσον αφορά τις αρδεύσεις. Στο Αργολικό πεδίο οι υπόγειοι υδροφορείς εμπλουτίζονται τον χειμώνα με καλής ποιότητας νερό π. χ. από τις πηγές του Κεφαλαρίου».

Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή δεν παρακολουθείται συστηματικά, σε όλες τις περιοχές της χώρας, η εξέλιξη του φαινομένου. Υπάρχει έλλειψη δεδομένων σχετικά με τον ρυθμό εξέλιξης της αλάτωσης των εδαφών. «Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η κατάσταση παραμένει στάσιμη, αν βελτιώνεται ή αν επιδεινώνεται. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να λάβουμε μέτρα ώστε να μην επιδεινωθεί το φαινόμενο. Φέτος είχαμε αρκετές βροχές, οι υδροφορείς γέμισαν με καλής ποιότητας νερό, οπότε, τουλάχιστον για αυτή τη χρονιά, δεν αναμένεται επιδείνωση των φαινομένων αλάτωσης», επισημαίνει ο κ. Κοσμάς.

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ευθύμιος Λέκκας τονίζει ότι η αλάτωση αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την ερημοποίηση των εδαφών. «Η αλάτωση είναι εντονότερη τις τελευταίες δύο δεκαετίες διότι γίνεται μεγαλύτερη εκμετάλλευση των υδάτων για την άρδευση των καλλιεργειών αλλά και για αστική χρήση κυρίως σε παράκτιες περιοχές του ελληνικού χώρου. Έτσι, παρατηρείται διήθηση του θαλασσινού νερού στους υπόγειους υδροφορείς σε διαφορετικό βαθμό σε κάθε περίπτωση», αναφέρει ο κ. Λέκκας.

Μάλιστα, ο καθηγητής εφιστά την προσοχή διότι δημιουργείται μια μη αναστρέψιμη κατάσταση. Σε πολλές περιοχές της χώρας «αρχίζουν και εκμεταλλεύονται υδροφορείς ολοένα και πιο μακριά από τη θάλασσα με συνέπεια το θαλασσινό νερό να προελαύνει όλο και περισσότερο στην ενδοχώρα». Oταν ποτίζουμε με υφάλμυρο νερό τα ιόντα χλωρίου και νατρίου δεσμεύονται στο έδαφος και όπως λέει ο κ. Λέκκας «δεν μπορούν να απομακρυνθούν. Oσο περισσότερο ποτίζει κανείς με υφάλμυρο νερό τόσο μεγαλύτερες και οι συγκεντρώσεις χλωρίου και νατρίου στο έδαφος».