«Το έτος 1941 πρέπει και θα καταγραφεί στην Ιστορία ως σημαντικότερο έτος της έγερσής μας. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις θα εκπληρώσουν για τον σκοπό αυτόν το καθήκον τους στο ακέραιο» είπε προκαλώντας ρίγη ενθουσιασμού στο ακροατήριό του ο Αδόλφος Χίτλερ τον Μάιο του 1941, στον λόγο του για τη βαλκανική εκστρατεία, σε μία από τις λίγες φορές που κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απευθύνθηκε στους γερμανούς βουλευτές. Στο επίκεντρο της ομιλίας του η Ελλάδα.

Τότε η μάχη για την ελευθερία της Ευρώπης έμοιαζε πια χαμένη. Οι περισσότερες χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης στις οποίες είχε επιτεθεί το Ράιχ είχαν καταληφθεί και οι 31 μεραρχίες που το Βερολίνο είχε στείλει στη Βαλκανική είχαν πλέον καταλάβει και τα ελληνικά εδάφη, κατακτώντας έτσι τη μοναδική χώρα της Ευρώπης η οποία, ως και λίγες εβδομάδες πριν, πολεμούσε δίπλα στη Μεγάλη Βρετανία εναντίον του Αξονα.

Ετσι, η ομιλία του τον Μάιο του 1941 ήταν για αυτόν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία συνολικού απολογισμού και ως τέτοια παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Στον λόγο του μπορεί κανείς να δει πολλά. Πρώτα απ΄ όλα την παράνοιά του να νιώθει συσχετισμένος με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τα ιδανικά του. Επίσης, καθρεφτίζεται ανάγλυφα το πώς φανταζόταν ο Χίτλερ την αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού χάρτη τη στιγμή που ένιωθε περίπου νικητής. Ειδικά για τη Βαλκανική, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μίσος του για τη γιουγκοσλαβική αντίσταση αλλά και η σημασία που αποδίδει στο Βελιγράδι, φτάνοντας να πει ότι επιθυμούσε τόσο διακαώς τη συνεργασία μαζί του που για να την αποκτήσει είχε φτάσει να υποστηρίζει και την έξοδο της χώρας στο Αιγαίο, μαζί με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Την ίδια στιγμή χαιρετίζει «το γεγονός ότι οι σύμμαχοί μας είναι πλέον σε θέση να ικανοποιήσουν τις δίκαιες εθνικές και πολιτικές τους φιλοδοξίες» , κάτι που περιελάμβανε και τις φιλοδοξίες της Ιταλίας εις βάρος της Ελλάδας. Ετσι, ενώ υμνεί τον ελληνικό λαό για την αντίστασή του και λέει ότι εξαπατήθηκε και γι΄ αυτό αντιστάθηκε στο Ράιχ, την ίδια στιγμή «τεμαχίζει» την Ελλάδα προς όφελος των συμμάχων που είχε αλλά και εκείνων που ήθελε διακαώς να έχει, αλλά δεν του έκαναν τη χάρη να γίνουν σύμμαχοί του.

Είναι ένα από τα παραδείγματα που καθιστά εξαιρετικά σημαντικό αυτόν τον λόγο, ο οποίος παρουσιάζεται ολόκληρος στο βιβλίο. Ενα έργο μεγίστης δημαγωγικής τέχνης, μέσα από το οποίο ο αναγνώστης θα αντιληφθεί αμέσως κάτι που υπό άλλες συνθήκες μοιάζει ακατανόητο: το πώς και γιατί ο Χίτλερ συνάρπαζε το κοινό του, κερδίζοντας, ειδικά σε εκείνες τις ώρες της «νίκης» του χιλιόχρονου Ράιχ, τη φανατική υποστήριξη μεγάλου μέρους του γερμανικού λαού.

Η «ειρηνική Γερμανία»

Ο γερμανικός στρατός παρελαύνει στην Αθήνα,την οποία έχει μόλις κατακτήσει. Οπως ομολόγησε ο ίδιος ο Χίτλερ,«ο έλληνας στρατιώτης πολέμησε με παράτολμο θάρρος και ύψιστη περιφρόνηση προς τον θάνατο»

Η ικανότητα του Χίτλερ να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα επικαλούμενος διαρκώς την… ιστορική αλήθεια δεν πρέπει να είχε προηγούμενο στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Το «λάιτ μοτίβ» ολόκληρου του λόγου του είναι το πώς η Γερμανία έκανε διαρκώς και επίμονα ό,τι μπορούσε για να προφυλάξει την ειρήνη στην Ευρώπη. Αναφέρεται σε αυτές τις «προσπάθειες» και «εξηγεί» πώς οι «εβραϊκές καπιταλιστικές δημοκρατίες» υπονόμευσαν αυτές τις προσπάθειες του Ράιχ, με «άρχοντα του σκότους» τον μέθυσο και αποτυχημένο, όπως συχνά τον αποκαλεί, πρωθυπουργό της Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ. Η τέχνη με την οποία ο Χίτλερ κάνει το άσπρο μαύρο και εμφανίζει τον εαυτό του μαχητή της παγκόσμιας ειρήνης και ελευθερίας ξεπερνά κάθε φαντασία. Το σκέλος της ομιλίας του στο Ράιχσταγκ που αφορά την Ελλάδα οδηγεί σε κάτι που δεν έγινε για κανέναν άλλο λαό στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: να υμνηθεί από εχθρούς και συμμάχους. Η αντίσταση που προέβαλε η Ελλάδα στην ιταλική εισβολή, ο ηρωισμός και η αποτελεσματικότητα της 8ης Μεραρχίας και του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου στο Καλπάκι άφησαν άναυδη όλη την Ευρώπη και οδήγησαν τον Γουίνστον Τσόρτσιλ να πει μιλώντας στη βρετανική Βουλή ότι «από σήμερα δεν θα λέμε ότι οι Ελληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Ελληνες». Λίγους μήνες αργότερα, όταν οι Ιταλοί είχαν νικηθεί, οι Γερμανοί έμπαιναν στην Ελλάδα έπειτα από σθεναρή αντίσταση των μακεδονικών οχυρών.

Τον Μάιο, μετά την ολοκλήρωση της εκστρατείας, ο Χίτλερ δήλωνε ότι το Ράιχ δεν ήρθε στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον ηττημένο φίλο του Μουσολίνι, αλλά για να αποκρούσει τη βρετανική πολιτική. Την ίδια στιγμή θέλησε να ξεπεράσει τον Τσόρτσιλ σε ύμνους για τον έλληνα στρατιώτη και απέδιδε την αντίσταση του ελληνικού λαού στο ότι δήθεν… ξεγελάστηκε: «Οφείλω στην ιστορική αλήθεια να πραγματοποιήσω διάκριση μεταξύ του ελληνικού λαού και εκείνης της ολιγάριθμης καταστροφικής ηγεσίας, η οποία, εμπνευσμένη από έναν αγγλόδουλο βασιλιά,είχε κατά νου λιγότερο τα πραγματικά καθήκοντα της πολιτικής ηγεσίας στο ελληνικό κράτος απ΄ ό,τι την εξυπηρέτηση των σκοπών της βρετανικής πολεμικής πολιτικής. Στενοχωρήθηκα ιδιαίτερα γι΄ αυτό».

Ο ύμνος στον αντίπαλο στρατιώτη
«Χάριν της ιστορικής δικαιοσύνης είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω ότι από τους αντιπάλους οι οποίοι μας αντιμετώπισαν ήταν ιδιαίτερα ο έλληνας στρατιώτης που πολέμησε με παράτολμο θάρρος και ύψιστη περιφρόνηση προς τον θάνατο.Συνθηκολόγησε τότε μόνον όταν κάθε περαιτέρω αντίσταση ήταν αδύνατη και επομένως μάταιη.[…] Για τον ηττημένο και ατυχή ελληνικό λαό αισθανόμαστε ειλικρινή συμπάθεια.Υπήρξε θύμα του βασιλιά του και μιας μικρής παρασυρμένης ηγετικής κλίκας.Ωστόσο αγωνίστηκε με τόσο μεγάλη γενναιότητα ώστε ακόμη και οι εχθροί του δεν μπορούν να αρνηθούν την εκτίμησή τους προς αυτόν.[…] Οι έλληνες αιχμάλωτοι αφέθηκαν ή θα αφεθούν σύντομα ελεύθεροι λόγω της γενικής ανδρείας στάσης των στρατιωτών αυτών».