Στη Ρίγα ο ήλιος μοιάζει να μη δύει ποτέ. Είναι μια ανοίκεια συνθήκη για έναν άνθρωπο της Μεσογείου, ενδεχομένως όμως μια καθησυχαστική συνήθεια για τους κατοίκους της περιοχής, μιας πρώην Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, εν προκειμένω της Λετονίας, που η Ιστορία δεν δίστασε να επιτρέψει σε πλείστους κατακτητές, Γερμανούς, Σουηδούς, Πολωνούς, Ρώσους, να την αλώσουν. Με φόντο ένα σκηνικό που αλλάζει ραγδαία απ’ όταν η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε το 1991, εκεί όπου οι εγκαταλειμμένες υψικάμινοι συναντούν τους ουρανοξύστες και τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, η γνωστή επιμελήτρια Κατερίνα Γρέγου κλήθηκε να στήσει μια Διεθνή Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, την πρώτη της μεγαλύτερης πόλης των βαλτικών χωρών. Ενα φιλόδοξο εγχείρημα που έφερε εις πέρας με τη γνωστή φλόγα και τον επαγγελματισμό που τη χαρακτηρίζει. Αλλά και με απόλυτο σεβασμό στον επισκέπτη και στα όρια αντοχής του, είτε μιλάμε για τον αριθμό των έργων που καλείται να «χωνέψει» είτε για τις πληροφορίες που του παρέχει για να τον βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία.

«Μέχρι που δεν ήταν πια»

Ο κατατοπιστικότατος κατάλογος και η ιδιαίτερα «έξυπνη» εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα, με όλες τις πληροφορίες για τους οκτώ βασικούς χώρους διεξαγωγής και τους καλλιτέχνες, είναι εύχρηστα εργαλεία για τον επισκέπτη. Τον καθοδηγούν από ένα πρώην εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας σε λειτουργία για περίπου 80 χρόνια, προτού κλείσει μετά το ’91 και μετατραπεί σταδιακά σε σκηνικό από δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας, μέχρι έναν σταθμό τρένου σε σχήμα γιγαντιαίου κύματος, δείγμα σοβιετικού μοντερνισμού, που εξακολουθεί να λειτουργεί. Οχι μόνο ως χώρος σύγχρονης τέχνης, όπως έχει συμβεί εξάλλου με παροπλισμένες βιομηχανίες της πόλης, αλλά και με την υπάλληλο του σιδηροδρόμου παρούσα να αναμένει καρτερικά τους αραιούς επισκέπτες της πανέμορφης παραθαλάσσιας πόλης της Βαλτικής, Γιούρμαλα. Είναι στην πλειονότητά τους ακμαίες ηλικιωμένες γυναίκες που είδαν πολλές αλλαγές στη ζωή τους. Βίωσαν στο πετσί τους δηλαδή ότι «Ολα ήταν για πάντα, μέχρι που δεν ήταν πια», ακριβώς όπως δηλώνει ο τίτλος της Μπιενάλε και έγραφε στο ομώνυμο βιβλίο του ο καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Αλεξέι Γιούρτσακ.
Οπως εξηγεί η Γρέγου στο επιμελητικό της κείμενο: «Ο συγγραφέας καταπιάνεται με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και ενός ιδιαίτερου στοιχείου που τη χαρακτήριζε: την αίσθηση πως παρότι το σοβιετικό σύστημα φάνταζε μόνιμο και απαράλλαχτο, ταυτόχρονα η καταστροφή του βιώθηκε ως απόλυτα φυσική. Το σοκ της νέας τάξης πραγμάτων ήρθε αργότερα. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στην ολισθηρή φύση της αλλαγής, στο γεγονός πως αυτό που έμοιαζε αιώνιο μπορεί ξαφνικά να τελειώσει –ένα φαινόμενο που το αποκαλεί «fast-forwarded history». Ο τίτλος του βιβλίου του Γιούρτσακ απηχεί όλη τη μετασοβιετική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων των βαλτικών χωρών, αλλά μπορεί να ιδωθεί και ως μεταφορά για όλη αυτή την ιστορική περίοδο που διανύουμε».

Παγκόσμια εικόνα

Ενώ λοιπόν η διοργάνωση είναι «περιφερειακή ως προς τη γεωπολιτική της εστίαση», γίνεται παγκόσμια καθώς εξετάζει ποικίλα θέματα που εντάσσονται τελικά στην ευρύτερη εικόνα ενός απόλυτα διασυνδεδεμένου πια κόσμου. Οπως για παράδειγμα το έργο της Πολωνής Ντιάνα Λέλονεκ, η οποία συλλέγει τα υβριδικά οικοσυστήματα που δημιουργούνται όταν τα σκουπίδια και τα απόβλητα της ανθρώπινης κατανάλωσης αποικίζονται από μύκητες και μικροοργανισμούς, ή του Εσθονού Κάρελ Κόπλιμετς, ο οποίος καταγράφει τους ταξιδιώτες του πλοίου που συνδέει την Εσθονία με τη Φινλανδία, Tallink. Οι μεν συμπατριώτες του αναγκάζονται να διασχίζουν τη Βαλτική προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, οι δε Φινλανδοί για να αγοράσουν φτηνό αλκοόλ και να μεθύσουν μέχρι τελικής πτώσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καλλιτέχνες που κλήθηκαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της καλλιτεχνικής διευθύντριας Γρέγου προέρχονται σε ένα 30% από τις βαλτικές χώρες και ένα 60% από τις γειτονικές χώρες. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι πάρα πολλοί από αυτούς είναι τριαντάρηδες, ενώ τα ηχηρά, άμεσα αναγνωρίσιμα ονόματα είναι πολύ λίγα: ανάμεσά τους εκείνα του Βρετανού Μάικλ Λάντι και των Αμερικανών Τρέβορ Πάγκλεν και Μαρκ Ντιόν.

Ελληνικές παρουσίες

Ιδιαίτερα αισθητή κάνουν την παρουσία τους και οι έλληνες καλλιτέχνες, αν και μόλις τρεις τον αριθμό: ο Νίκος Ναυρίδης, ο Στέλιος Φαϊτάκης και ο Νικόλας Κοζάκης. Τα έργα των δύο πρώτων δημιουργήθηκαν ειδικά για την Μπιενάλε, ενώ του Κοζάκη παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα στο πλαίσιό της.
Στον κύριο εκθεσιακό χώρο της Μπιενάλε, το νεο-αναγεννησιακό κτίριο του πρώην Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Λετονίας που χτίστηκε το 1898 μέσα σε ένα υπέροχο πάρκο και δίπλα σε ένα κανάλι, συναντάς μόλις περάσεις το κατώφλι το έργο του Στέλιου Φαϊτάκη. «Η Νέα Θρησκεία» αποτελείται από έξι τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας, ένα πλήρες «εικονοστάσιο» με πανταχού παρούσα την αρχετυπική μορφή του επιστήμονα ο οποίος αντικρίζει εκστατικός τη «Θεά Επιστήμη» μαζί με οκτώ από τις «άγιες» πυρηνικές έννοιες που συνδέονται με αυτήν, όπως για παράδειγμα η Αλήθεια, η Λογική, η Ακρίβεια ή η Εμπειρία, η οποία καίγεται από ένα μικρό ραβδί που φλέγεται. Απεικονίζονται όλες ως γυναίκες ερευνήτριες, μια αναφορά στο ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό γυναικών επιστημόνων στη χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες. Αλλωστε, η Λετονία φιλοξενούσε όλη τη βαριά βιομηχανία της ΕΣΣΔ και παρήγε τα πάντα, από τρένα και πλοία μέχρι οικιακές συσκευές, εργαλεία και υφάσματα, όχι βέβαια δίχως επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πέρα όμως από την εντοπιότητα της έμπνευσης, αυτό είναι ένα έργο που θέλει να θέσει ερωτήματα για τη σχέση επιστήμης και ηθικής αλλά και για τα κίνητρα της επιστημονικής έρευνας.
Καθώς λοιπόν περιηγείσαι στους δαιδαλώδεις χώρους και στα τρία εν λειτουργία μουσεία του κτιρίου (Ιστορίας της Χημείας, Ζωολογίας και Βοτανολογίας) και ανακαλύπτεις έργα όπως τις γυάλινες φιάλες με τα μαγικά φίλτρα της Νορβηγίδας Σίσελ Τόλαας, που είναι τελικά μυρωδιές της Βαλτικής παρασκευασμένες στο εργαστήριο, φτάνεις στην παλιά Βιβλιοθήκη.

Ευχές, θυμός, προσευχή

Εκεί έρχεσαι σε επαφή με την εμπειρία του έργου του Νίκου Ναυρίδη, το οποίο κατά γενική ομολογία έκλεψε τις εντυπώσεις. Γιατί στο «Oλα από παλιά. Τίποτα άλλο ποτέ», έναν τίτλο δανεισμένο από τον αγαπημένο του Μπέκετ, και συγκεκριμένα το κείμενο «Worstward Ho» (1983), ο Ναυρίδης γυρίζει μια βιβλιοθήκη από μέσα προς τα έξω, καθώς τα βιβλία δεν επιδεικνύουν πλέον τις ράχες τους στον επισκέπτη αλλά τις ανοιγμένες σαν βεντάλια σελίδες του εσωτερικού τους. Ανάμεσα στην εγκατάσταση και τα παλιά ράφια της βιβλιοθήκης δημιουργείται ένα στενό τούνελ στο οποίο καθώς περπατάς ακούς έναν ήχο σαν νερό που στάζει. Πρόκειται όμως για ένα πλατάγισμα χειλιών, είναι ο ήχος από χείλη που κινούνται αλλά δεν μιλάνε. «Γίνονται ευχές, θυμός, προσευχή, γίνονται λέξεις που καταπίνονται. Γίνονται κείμενο «Αλεκτον»» εξηγεί ο Ναυρίδης στον χώρο της έκθεσης. Γιατί με το μυαλό στην ήδη δοκιμασμένη αναλογική ηθική και την ψηφιακή που τώρα διαμορφώνεται, τις μεγάλες βιβλιοθήκες που είναι «σχεδόν πάντα τα πρώτα μεγάλα θύματα αλλαγών και οικονομικών κρίσεων» αλλά και τη νέα ουτοπία που ενδεχομένως θα προκύψει για να παρηγορήσει τον άνθρωπο από τον θαυμαστό καινούργιο ψηφιακό κόσμο, ο Ναυρίδης εστίασε στη σκέψη ότι «τα βιβλία δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν την εξουσία που είχαν ούτε και θα υπάρξουν ξανά όπως στο παρελθόν». Από αυτή την κεντρική ιδέα γεννήθηκε το έργο. «Από την ανάγκη «κάποια πράγματα» να διατηρούνται για πάντα επειδή καταφέρνουν να αλλάζουν. Θέλω τα βιβλία να επιστρέψουν στην καινούργια τάξη πραγμάτων έστω και με όρους ήττας». Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: τα βιβλία είναι γραμμένα στη ρωσική γλώσσα. Γιατί όταν ο Ναυρίδης αναζητούσε υλικό για να στήσει την εγκατάσταση έμαθε ότι υπήρχαν πολλά παρατημένα σε μια αποθήκη. Οπως αποδείχθηκε, οι Λετονοί στη διάρκεια της μετακόμισης είχαν πετάξει ένα μεγάλο μέρος ρωσικών βιβλίων που θύμιζαν πολιτικά το παρελθόν. Γιατί στη μετασοβιετική δημοκρατία, δυσκολεύονται να διαχειριστούν το μίσος (ναι, αυτή είναι η λέξη) που αισθάνονται για τους πρώην κατακτητές τους.
Αμιγώς ελληνικό «άρωμα», για να χρησιμοποιήσω και το δημοσιογραφικό κλισέ, φέρνει το έργο του Νικόλα Κοζάκη σε συνεργασία με τον φιλόσοφο Ραούλ Βανεγκέμ, με τον οποίο συνεργάζεται από το 2012, «Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά που θα έρθουν στον κόσμο». Πρόκειται για ένα ποιητικό βίντεο με ασπρόμαυρα πλάνα από την Ελλάδα μέσα από μια ήσυχη ροή εικόνων στην οποία παρατίθεται ως ηχηρή τελικά αντίστιξη το κείμενο του Βανεγκέμ για τις υπαρξιακές, οικονομικές κοινωνικές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου.

Μπιενάλε για το μέλλον

Βέβαια, θα ήταν μεγάλη αδικία για τη Γρέγου και την Μπιενάλε να εστιάσει κανείς μόνο στις ελληνικές επιλογές της. Γιατί είναι ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο το ότι έστησε αυτή τη στιβαρή διοργάνωση με τους 104 καλλιτέχνες, και μεταξύ άλλων ένα δημόσιο πρόγραμμα που λειτουργεί από τον περασμένο Ιανουάριο, σε μόλις ενάμιση χρόνο και κυριολεκτικά από το μηδέν. Απ’ όταν δηλαδή επικράτησε το 2016 η πρότασή της ανάμεσα στις δέκα υπόλοιπες επιμελητών διεθνούς βεληνεκούς, χάρη όχι μόνο στην καλλιτεχνική της προσέγγιση αλλά και στη στρατηγική που πρότεινε για τη θεμελίωση της νέας Μπιενάλε. Ηταν ό,τι ακριβώς αναζητούσε η ρωσολιθουανή ιδρύτρια Αγκνίγια Μιργκορόντσκαγια, η οποία εξασφάλισε τη χρηματοδότηση της διοργάνωσης από ιδιωτικούς πόρους (μεταξύ των οποίων και του επιχειρηματία πατέρα της). Ξεκίνησαν λοιπόν ως μια ομάδα τριών ατόμων, τα οποία σταδιακά έγιναν 35, στη συντριπτική πλειονότητά τους γυναίκες, ανάμεσά τους και η Ιόλη Τζανετάκη ως βοηθός επιμελήτρια. Στο κάτω-κάτω αυτή η Μπιενάλε θα όφειλε να έχει έναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης και να διαφοροποιηθεί από τις αντίστοιχες διοργανώσεις ανά τον κόσμο. Οπως εξηγεί η Γρέγου: «Ξεκινήσαμε από κάτι θεμελιώδες: από τον σεβασμό προς τον καλλιτέχνη και τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για να μπορέσει να παράγει το έργο του. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση γύρω από την οικονομική εκμετάλλευση των καλλιτεχνών σε μια εποχή που πάρα πολλοί άνθρωποι βγάζουν πολλά χρήματα από την τέχνη στο εμπόριο, τα οποία τελικά δεν φτάνουν ποτέ στα χέρια των καλλιτεχνών. Ενα δεύτερο στοιχείο που μας διαφοροποιεί είναι ένας έντονα περιφερειακός και ευρωπαϊκός χαρακτήρας τη στιγμή που πολλές Μπιενάλε είναι «διεθνιστικές» και τείνουν προς τη γενίκευση για να καλύψουν τα πάντα. Δεν εστιάζουν δηλαδή στο καλλιτεχνικό δυναμικό μιας περιοχής αλλά, λες και προσπαθούν να υπακούσουν σε έναν κανόνα πολιτικής ορθότητας, επιδιώκουν να έχουν καλλιτέχνες απ’ όλες τις γεωγραφικές περιοχές και εθνικότητες. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ανέφικτο, γιατί δεν μπορεί ένας επιμελητής να καλύψει τόσο μεγάλο γεωγραφικό φάσμα όταν κάνει έρευνα για ανεύρεση καλλιτεχνών, ούτε και όλα τα θέματα έχουν σχέση με μια συγκεκριμένη περιοχή. Επειτα, είμαστε μια Μπιενάλε που προσπαθεί να προωθήσει τους καλλιτέχνες της ευρύτερης περιοχής. Οι βαλτικές χώρες είναι πολύ μικρές και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν την καλλιτεχνική τους παραγωγή όπως κάνουν μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Ενας από τους στόχους είναι να προωθήσουμε τους καλλιτέχνες μετά την Μπιενάλε, καθώς μας ενδιαφέρει να δούμε πώς μια τέτοια διοργάνωση μπορεί να λειτουργήσει σαν μια δυναμική πέραν των ημερών της έκθεσης».

Πού και πότε

Η Μπιενάλε της Ρίγας, RIBOCA, θα διαρκέσει ως τις 28.10.2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ