Η αρχή της ιστορίας είναι λίγο-πολύ γνωστή. Θεσσαλονίκη, 1958. Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης διασκεδάζει με τους φίλους του σε κάποιο αναψυκτήριο της πόλης. Στη σκηνή ο Γιώργος Οικονομίδης με τον διαγωνισμό ταλέντων. Γνωστός και μη εξαιρετέος «θεσμός» της εποχής. Οι φίλοι του τον παροτρύνουν να πάρει και αυτός μέρος με το επιχείρημα ότι θα τους σκίσει.
Και τους έσκισε. Δεν είχε άδικο τελικά η παρέα του. Πήγε σπίτι του με μια χρυσή λίρα, ένα κοστούμι και μια συσκευή πετρογκάζ. Τι το καλύτερο για έναν 18χρονο ο οποίος δούλευε από τα πέντε του χρόνια για να επιβιώσουν ο ίδιος και η οικογένειά του. Και κάπου εκεί, εφόσον μάλιστα ήθελε να γίνει γιατρός, άρχισε να προτείνει τη δική του… θεραπεία. Γέλιο και σάτιρα. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο Οικονομίδης τον καλεί να δουλέψει μαζί του στην Αθήνα. Θα παραμείνει στο πλευρό του για τρία χρόνια. Εμφανίζεται ως νουμερίστας στα κοσμικά κέντρα «Κάστρο» και «Βράχος», καθώς και στα ιστορικά αναψυκτήρια «Αλσος» και «Green Park».
Το νερό μπήκε στο αυλάκι. Ο Χάρρυ Κλυνν συνεχίζει τις εμφανίσεις του και παράλληλα συμμετέχει σε δύο ταινίες, τα «201 καναρίνια» και «Γάμος α λα ελληνικά». Το μεροκάματο ανεβαίνει, τρώει πλέον δύο φορές την ημέρα. Πετάγεται στον Καναδά για κάποιες εμφανίσεις και μένει μια δεκαετία. Επιστρέφει το 1974. Εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα και μπουάτ. Αρχίζει να ακούγεται, κυκλοφορούν πειρατικές κασέτες από προγράμματά του και το άλμπουμ «Για δέσιμο» (1978).

Ο Τραμπάκουλας δεν μασάει

Ουσιαστικά όμως γεννιέται ο Χαράλαμπος Τραμπάκουλας. Οχι μόνο το πλέον εμπορικό προϊόν του Χάρρυ Κλυνν για τρεις δεκαετίες αλλά μια περσόνα καρικατούρας. Ενας ρόλος ο οποίος δεν έκανε μόνο τον κόσμο να γελάει, αλλά ενσωμάτωνε όλα όσα δεν μπορούσαν να πουν οι περισσότεροι. Ο Τραμπάκουλας, που στην εποχή του έγινε ευφυολόγημα και σήμερα παραμένει –τουλάχιστον για τους ηλικιακά παλαιότερους -, τα είπε όλα, και μάλιστα πολύ δυνατά, και για πολλούς καλά. Για άλλους όχι έτσι όπως θα έπρεπε. Το stand up comedy που έφερε από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1974 συνέπεσε με τη Μεταπολίτευση, την αλλαγή των ηθών και των εθίμων και τη δυνατότητα της άπλετης ελευθερίας. Η αθυροστομία που εισήγαγε στις νυχτερινές εμφανίσεις του στα κέντρα έκανε πολλούς –διανοούμενους και κριτικούς της εποχής –να είναι τουλάχιστον επιφυλακτικοί απέναντί του. Ο Χάρρυ Κλυνν, ενώ πριν τα έχωνε στη Δεξιά, μετά το 1981, με το ΠαΣοΚ στην εξουσία, έκανε το ίδιο και στην «Αλλαγή». Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο, καθώς για πολλούς η σάτιρά του ήταν οξύτερη.
Ο Χαράλαμπος Τραμπάκουλας όμως δεν μασάει. Παρ’ όλο που με το ΠαΣοΚ στην εξουσία η Επιθεώρηση σήκωσε για κάποιο διάστημα χειρόφρενο για να δει πού και πώς θα πάει η κατάσταση, ο Χάρρυ Κλυνν σατιρίζει, ειρωνεύεται, σιχτιρίζει, καταγγέλλει. Είναι ίσως ο πρώτος σόουμαν που αντιλήφθηκε τον λαϊκισμό που ερχόταν καλπάζοντας. Το 1985 περνά από τις πίστες στο θεατρικό σανίδι και η πορεία του εκτοξεύεται εμπορικά.
Ο Χάρρυ Κλυνν βρίζει και προκαλεί. Ο ίδιος πάντως χαρακτήριζε τον εαυτό του «αθυρόστομο ναι, βωμολόχο όχι». Ως το 1985 αντιμετώπισε αρκετές φορές τη λογοκρισία του ΠαΣοΚ. Κάποιες φορές δεν προβλήθηκαν στην τηλεόραση πληρωμένες διαφημίσεις του για δίσκους του. Τον είχαν μηνύσει αστυνομικοί στον Βόλο για το πρόγραμμά του, ενώ το 1986 υπέστη δίωξη για «Καθύβριση θρησκεύματος διά του Τύπου» επειδή σατίριζε τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη με θρησκευτικά σύμβολα (σε εξώφυλλο του περιοδικού «Ταχυδρόμος» αλλά και στο άλμπουμ «Τίποτα»).

Σάτιρα χωρίς αποδείξεις

Συνειδητά ή ασυνείδητα ο Χάρρυ Κλυνν έπαιζε με τις διώξεις, τις μηνύσεις και τον ντόρο γύρω από το όνομά του. Ολα αυτά του έφερναν επιτυχία. Θα επικοινωνήσει με μεγαλύτερο κοινό και άρα θα μεγεθύνει τον προσωπικό του μύθο, που ήδη είχε αρχίσει να χτίζεται μέσα από εξαιρετικά πετυχημένους δίσκους, ταινίες με εισπρακτικά ρεκόρ.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και για μία τουλάχιστον δεκαετία ο λαϊκισμός βρίσκεται στα φόρτε του. Δεν χρειάζονται πάντοτε αποδείξεις για να πεις αυτό που θέλεις, να κρίνεις ή να κατακρίνεις. Αλλωστε και οι καλλιτέχνες δεν δικάζουν για να έχουν αποδείξεις. Και από την άλλη, ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας δεν θεωρεί τις αποδείξεις απαραίτητες. Φτάνει να δείχνονται οι υπαίτιοι των προβλημάτων. Μικρών ή μεγάλων.
Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης είναι μια μοναδική περίπτωση καλλιτέχνη-δημιουργού. Απευθύνθηκε στον λαϊκό κόσμο και αυτός τον αποθέωσε. «Επιασε» την ψυχή του, μίλησε στη γλώσσα του, χρησιμοποίησε τις ατάκες του, τον σατίρισε όσο πιο ανελέητα μπορούσε και εκείνος του έδινε το ένα εισπρακτικό ρεκόρ μετά το άλλο.
Υπάρχει η Ελλάδα πριν από τη μεταπολίτευση και η Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση. Ο Χάρρυ Κλυνν γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην πρώτη και ουσιαστικά ενηλικιώθηκε (δημιουργικά και καλλιτεχνικά) και ωρίμασε στη δεύτερη. Ως εκ τούτου, κουβαλούσε τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα μιας συγκεκριμένης γενιάς. Και σε αυτή τη γενιά απευθύνθηκε. Τον αποδέχτηκε. Η πλειοψηφία της. Χρειάζεται κάτι παραπάνω ένας λαϊκός δημιουργός;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ