Η είδηση ήταν ότι ο Δημήτρης Φιλιππίδης ζωγραφίζει. Ολοι γνώριζαν το πλούσιο συγγραφικό του έργο, το βιβλίο-αναφορά για τη θεωρία «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», τη διαδρομή του ως καθηγητή Πολεοδομίας στο ΕΜΠ όπου πλέον είναι ομότιμος. Βέβαια, στην ημερίδα που φιλοξένησε το Μουσείο Μπενάκη με αφορμή τον τιμητικό τόμο «Τόπος Τοπίο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Μέλισσα όλο το πολυσχιδές έργο του ήρθε για άλλη μια φορά στην επιφάνεια, καθώς και η σπάνια περίπτωση της τόσο φωτεινής ιδιοσυγκρασίας του. «Μικρός ταλαντευόμουν ανάμεσα στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Τελικά προτίμησα τη δουλειά που θα μου εξασφάλιζε το ψωμί» θα πει. Ενας αρχιτέκτονας «από ανάγκη» που αγάπησε με πάθος την ελληνική αρχιτεκτονική όταν αντίκρισε στα 24 του το 1962 την ανέγγιχτη Σαντορίνη αλλά αναζήτησε την παράδοση όχι μόνο στο παρελθόν και τα νεοκλασικά με τα ακροκέραμά τους αλλά και στα ανώνυμα, άχαρα κτίριά της. «Παράδοση είναι εσείς εκεί που κάθεστε κι εγώ εδώ που κάθομαι. Είναι η καθημερινότητα» λέει μέσα από το υποφωτισμένο γραφείο του στο Νέο Ψυχικό μπροστά από έναν υπολογιστή όπου ένα κείμενο περιμένει την ολοκλήρωσή του.
Ναι, είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ο Δημήτρης Φιλιππίδης. Ενας αυτόφωτος, ακατάτακτος διανοούμενος που διαθέτει επιπλέον μια σπάνια ιδιότητα: ξέρει πώς να επικοινωνεί. Πρωτίστως γιατί τον αφορά αλλά και επειδή είναι απότοκο μιας άλλης από τις πολλές ενασχολήσεις του, της στήλης για την αρχιτεκτονική που διατηρούσε επί σειρά ετών στο περιοδικό «Αντί».

«Δεν βλέπω μόνο μνημεία»

«Χάρη στη θεωρητική προετοιμασία που απέκτησα, έμαθα να τα βλέπω όλα ισότιμα, αντικειμενικά, χωρίς προκαταλήψεις ή ιδεοληψίες, χωρίς τις παρωπίδες που μου είχαν βάλει στις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο να βλέπω μόνο τα μνημεία. Εγώ είπα ότι η μαζική, η ανώνυμη, η λαϊκή αρχιτεκτονική βγαίνει μέσα από την κοινωνία και επειδή κι εγώ ανήκω σε αυτήν, ενδιαφέρομαι να δω και να μάθω πού χτίζει ο κόσμος, τι είδους περιβάλλον δημιουργεί. Αυτός που κάνει το κιτς, μια λέξη τόσο ψεύτικη που εμπεριέχει την περιφρόνηση και δηλώνει μια ανωτερότητα κοινώς ότι ο άλλος είναι κι εσύ δεν είσαι, έχει πολύ περισσότερα κοινά με εμένα απ’ ό,τι μπορώ να δεχτώ».
Ενα κοινό που σίγουρα δεν έχει πάντως με τον μέσο Ελληνα είναι ότι δεν του αρέσει να γκρινιάζει και να κλαίγεται. Ο Δημήτρης Φιλιππίδης αγαπάει την πόλη του. «Δεν θα μπορούσα να ζήσω μακριά από την Αθήνα» λέει με ζέση. Μεγάλωσε στην οδό Καλλιδρομίου στο τέρμα της Θεμιστοκλέους και από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ζει σχεδόν αδιάλειπτα στο Νέο Ψυχικό, κοντά στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. «Αυτή είναι η πατρίδα μου. Με όλες τις αλλαγές και όλα τα τρελά που έχουν συμβεί τριγύρω της». Εξ ου και δεν πίστεψε ποτέ ότι η λύση για το ασφυκτικό οικιστικά περιβάλλον της Αθήνας είναι να γκρεμίσουμε οικοδομικά τετράγωνα. «Η Αθήνα δεν με καταπλακώνει με τον τρόπο που πολλοί τη σκέφτονται ότι είναι μια άκαρδη, αβίωτη, απάνθρωπη τσιμεντούπολη. Τίποτα απ’ αυτά. Ναι, κι εγώ απεχθάνομαι τη βρωμιά και την εγκατάλειψη, αλλά όταν τα έχω ζήσει αυτά στο Ντιτρόιτ έχω αποκτήσει μια κλίμακα αξιολόγησης που δεν έχει σχέση με αυτούς που τρώγονται με το τι γίνεται μόνο στην Αθήνα. Επειτα, η εγκατάλειψη είναι ένα νόμιμο κομμάτι της πόλης. Ενα νεοκλασικό σαραβαλιασμένο με σανίδια καρφωτά στα παντζούρια του μου λέει πολλά πράγματα για το πώς ήταν πριν η Αθήνα, μου μιλάει για αυθεντικότητα και γνησιότητα. Το ίδιο κτίριο αν το σενιάρεις και το κάνεις μια μπουτίκ ή μια γκαλερί χάνει τον χαρακτήρα του. Δεν λέω, χρειάζεται το ένα, χρειάζεται και το άλλο».

Η χαμένη ευκαιρία του Ψυρρή

Ο Φιλιππίδης έχει δει τον αστικό ιστό να μεταμορφώνεται, συμμετείχε μάλιστα σε μελέτη για την περιοχή του Ψυρρή στις αρχές της δεκαετίας του ’80 προκειμένου να ξαναγίνει «γειτονιά» όπως είχε συμβεί με την Πλάκα. «Η περιοχή ήταν οικονομικά βιώσιμη, είχε βιοτεχνίες ανθηρότατες, πολλά άδεια οικόπεδα και ελάχιστη κατοικία. Εμείς προτείναμε να ενισχυθεί η βιοτεχνία που δεν ζημιώνει το περιβάλλον, να τονωθεί η οικονομία και να τραβήξει και λίγη διασκέδαση και λίγα διαμερίσματα. Ηταν ένα κοκτέιλ που θα έκανε την περιοχή βιώσιμη, χωρίς να τουμπάρει τελείως τον χαρακτήρα της. Δεν έγινε δεκτό. Ο δήμος αδιαφόρησε για τα οικονομικά στοιχεία και έκανε ό,τι μπορεί για να πετάξει έξω τη βιοτεχνία. Με το που ξεκίνησαν οι αλλαγές, άρχισαν διάφοροι να αγοράζουν στην περιοχή ανεξέλεγκτα, χωρίς να έχει γίνει κτηματολόγιο, και έγινε ένα μπουμ που οδήγησε στη διασκεδασούπολη που βλέπετε σήμερα. Η ευκαιρία χάθηκε ακριβώς όπως είχε συμβεί και στα Λαδάδικα. Η ιδέα ότι αν δεν ελέγξεις την οικονομία δεν μπορείς να κάνεις κάτι της προκοπής είναι κάτι που δεν μπορούμε να το μάθουμε στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα: ξεκινάμε πάντα από το μηδέν».

Ουρανοξύστες και star system

Μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν που γνωρίζει το έργο και τον τρόπο σκέψης του ότι ο Φιλιππίδης πιστεύει ότι οι ουρανοξύστες χρειάζονται στο Ελληνικό βάσει των σχεδίων ανάπλασης που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. «Βεβαίως, χωρίς καμία αντίρρηση. Εχουμε τη δυνατότητα, έχουμε την τεχνολογία, έχουμε το οικόπεδο, δεν πάμε να σφηνώσουμε έναν ουρανοξύστη στην πόλη εκεί που δεν χωράει, πάμε να τον τοποθετήσουμε σωστά. Ελπίζω. Οι περίοικοι που αντιδρούν θέλουν την ησυχία τους. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει όταν πήγε να χτιστεί το Μουσείο Γουλανδρή πίσω από το Σαρόγλειο στη Βασιλίσσης Σοφίας. Eίχαμε μια μελέτη σαν τα κρύα τα νερά από έναν διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα, όπως ο Ι. Μ. Πέι. Ξεσηκώθηκαν οι περίοικοι από το πιο καλό κομμάτι της Αθήνας ότι θα καταστραφεί η περιοχή τους. Πραγματικά θα έχαναν την απομόνωση και την ησυχία τους, όμως η Αθήνα θα αποκτούσε ένα υπέροχο μουσείο. Ολα τα πράγματα είναι σχετικά. Και τα brand names θέλουμε γιατί αυτοί είναι οι κράχτες για την πόλη. Πώς έχουμε την Ακρόπολη και την πλασάρουμε ανενδοίαστα; Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε με κάποια σύγχρονα κτίρια σήμερα. Αν ένα πράγμα με πονάει στην Ελλάδα είναι ότι πρώτα γκρινιάζουμε και κλαιγόμαστε και μετά όταν μας πιέσουν και περάσει χρόνος τότε αρχίζουμε να θέλουμε να αλλάξουμε. Είμαστε απίστευτα συντηρητικοί, παλαιοημερολογίτες».
Εξάλλου το star system των πανταχού παρόντων αρχιτεκτόνων που χτίζουν όλον τον πλανήτη δεν είναι ίδιον της εποχής μας. «Τον 19ο γίνονταν με την ίδια λογική όπερες σε όλον τον κόσμο. Πολλές από αυτές τις έκαναν οι ίδιοι αρχιτέκτονες που γύριζαν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα και έστηναν έναν τεράστιο φραμπαλά. Αυτό δεν ήταν κακό. Ηταν αναγνωρίσιμο. Εκείνη την εποχή ήθελες να βλέπεις ένα τέτοιο κτίριο και καλούσες αυτόν που ήταν ο έμπειρος ειδικός για να το κάνει. Οταν έγινε η Αθήνα πρωτεύουσα της Ελλάδας, αυτοί που ήρθαν και έκαναν τα ανάκτορα ήταν κομμάτι του συστήματος της εποχής τους. Ηταν οι μόνοι ικανοί να χτίσουν τέτοια κτίρια. Οι Ελληνες οι καημένοι ήταν μαστοράντζα, εργολάβοι. Επειτα, αυτοί που παίζουν στο star system δεν είναι τυχαίοι. Εχουν όχι μόνο ικανότητες αλλά και δυνατότητες και εμπειρία. Εχουν προπονηθεί στην Κίνα και σε αναδυόμενες χώρες όπως τα Εμιράτα όπου έχουν πέσει πολλά λεφτά και γίνονται φαντασμαγορικά κτίρια. Οι έλληνες αρχιτέκτονες είναι πάρα πολύ καλοί σε θέματα κατοικίας. Αυτό είναι το βασικό πάνω στο οποίο μπορούν να εκπαιδευτούν. Οταν αρχίσουν να παίζουν σε διεθνές επίπεδο, και έχουν αρχίσει, καθώς πάρα πολλοί συμμετέχουν σε διεθνείς διαγωνισμούς, μερικοί μάλιστα κερδίζουν και έχουν τη δυνατότητα να χτίσουν, αυτοί θα μπορούν να διεκδικήσουν τέτοιους ρόλους αύριο».

Ο αρχιτέκτονας και η τύχη

Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι στην οικογένειά του «κανείς δεν ήξερε τι θα πει αρχιτεκτονική». Υπήρχε όμως η διάθεση να τον σπρώξουν να σπουδάσει γιατί ο παππούς από την πλευρά της μητέρας δίδασκε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη. «Ηταν το πρότυπο της οικογένειας και όχι δικό μου υποχρεωτικά. Ομως μου άρεσαν τα γράμματα». Δεν αρκούσε βέβαια να το δηλώνει, έπρεπε και να το αποδεικνύει έμπρακτα προκειμένου να διατηρεί την υποτροφία του στο Κολέγιο Αθηνών. Από εκεί και έπειτα η ζωή του καθορίστηκε από την τύχη. «Τυχαία» μπήκε στο Τεχνικό Γραφείο Δοξιάδη ως αρχιτέκτονας διπλωματούχος ΕΜΠ (1962) μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας και έμεινε τελικά έξι χρόνια, τα τρία εξ αυτών στην Αμερική. Εξίσου τυχαία γνώρισε ξένους συναδέλφους του που είχαν έρθει από το εξωτερικό για να δουλέψουν με τον Δοξιάδη και εκπόνησαν μια μελέτη για το χωριό με τα αυθαίρετα σπίτια-κατοικίες προσφύγων από τη Μικρά Ασία και του εμφυλίου που βρισκόταν στην κοίτη του Ιλισού επί της Παπαδιαμαντοπούλου και Μιχαλακοπούλου. «Εκεί απογειώθηκα. Γιατί ξαφνικά βρεθήκαμε να μελετάμε την κοινωνία, τους κατοίκους και τα κτίρια του χωριού παράλληλα και ισότιμα. Αυτό δεν το είχα ξανακάνει στη ζωή μου, κανένας δεν μου το είχε διδάξει. Είπα: αυτό θέλω».
Στην Αμερική σπούδασε κοινωνική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Αν Αρμπορ και μολονότι οι ορίζοντες ανοίγονταν διάπλατα για την επαγγελματική αποκατάσταση, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. «Ενιωθα πάντα νοσταλγία. Επίσης, δεν θέλω να ακουστεί ως μεγαλοστομία, αλλά ήθελα να δώσω κάτι πίσω στην Ελλάδα, να ασχοληθώ με κάτι που δεν ασχολιόταν κανείς». Η Ελλάδα βρισκόταν στο κατώφλι του 1975, η χούντα είχε πέσει αλλά οι δουλειές δεν αφθονούσαν. «Ετυχε» όμως να ανοίξει μια θέση στο Πολυτεχνείο και ο Δημήτρης Φιλιππίδης βρέθηκε να διδάσκει Πολεοδομία για τριάντα ολόκληρα χρόνια. «Ναι, ήταν όλα θέμα τύχης. Οσες φορές κι αν προσπάθησα να προγραμματίσω τη ζωή μου υπήρχαν ανατροπές που άλλαζαν τα πράγματα. Από την άλλη, δεν μπορώ να πω ότι δεν προετοίμαζα τον εαυτό μου για αυτά που ήθελα να κάνω ώστε να μπορέσω να αξιοποιήσω την ευκαιρία όταν θα μου δινόταν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ