Τρίτη 15 Μαΐου, Κάννες

Το ξυπνητήρι είναι προγραμματισμένο για τις 05.00, όμως στις 04.50 το έχω ήδη απενεργοποιήσει. Η 8η ημέρα του 71ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Καννών προβλέπεται να είναι και αυτή το ίδιο δύσκολη όπως οι περισσότερες και το άγχος με ξύπνησε. Στις 05.15 κάθομαι ήδη μπροστά στην οθόνη του laptop μου. Θα μπορούσα να γράψω το κείμενο του Helios Plus αργότερα, μόνο που αργότερα άλλα πράγματα θα έχουν προτεραιότητα και ούτε στην τουαλέτα δεν θα προλαβαίνω να πάω· άσε που το να πάει κανείς στην τουαλέτα του Palais De Festival είναι από μόνο του δοκιμασία. Πολύς κόσμος, λίγες τουαλέτες.
Στις 05.45 «πεθαίνω» για έναν καφέ και ξέρω ότι αυτή η ανάγκη μου δεν σημαίνει τίποτε για τον ρεσεψιονίστ του Hotel Ruc εφόσον «μα, μεσιέ, η κουζίνα ανοίγει στις 07.00!». Ξέρω επίσης ότι τελικά θα τον καλοπιάσω παρακαλώντας σε μια φτωχή μείξη γαλλικών – αγγλικών. Οντως, φτιάχνω τον καφέ (που έτσι κι αλλιώς είναι από αυτόματο μηχάνημα) και μία ώρα αργότερα, κατά τις 06.30, βλέπω με ανακούφιση το κείμενό μου ολοκληρωμένο στην οθόνη.
Μια τυπική ημέρα στο φεστιβάλ των Καννών έχει μόλις ξεκινήσει…
07.15
Ωρα να φεύγω από το ξενοδοχείο για την πρωινή προβολή. Με βήμα γοργό, η απόσταση από το Ruc στην αίθουσα Lumiere, αυτή με το κόκκινο χαλί των επίσημων προβολών όπου γίνονται και οι πρωινές δημοσιογραφικές (χωρίς τίποτε από το glam των επίσημων), είναι περίπου ένα τέταρτο. Η προβολή αρχίζει στις 08.30 αλλά ο τρόμος τού ουαί και αλίμονο μήπως και κάτι έχει αλλάξει σχετικά με την ουρά στην οποία θα πρέπει να σταθώ είναι μεγαλύτερος από τον τρόμο που ήδη έχω για την ταινία που πρόκειται να δω: το «The house that Jack build», την τελευταία του Λαρς φον Τρίερ. Οπως ακούγεται, ο δανός σκηνοθέτης ξεπέρασε… ξανά κάθε όριο σχετικό με τη βία.
Το πρόβλημα με τις ουρές στις Κάννες είναι τεράστιο· έχει τύχει να περιμένω ως και μιάμιση ώρα κάτω από τον καυτό ήλιο της Κυανής Ακτής και να μην καταφέρω να μπω. Αλλά τότε, στα nineties, είχα μπλε κάρτα (περιοδικός Τύπος), κατώτερη της πολύτιμης rouge pastille, κόκκινη με κίτρινη κορδέλα (ημερήσιος Τύπος) την οποία διαθέτω από τότε που έρχομαι για «Το Βήμα», το 1999. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν ξέρεις πού θα βρεθείς εξαιτίας των απανωτών αλλαγών για τις οποίες δεν είναι ενήμεροι ούτε οι security των εισόδων. Αλλά θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Θα μπορούσε να βρέχει.
Για λόγους υγείας δεν πρέπει να περάσω μέσα από την αψίδα των scanner της εισόδου και έχω έτοιμη την ιατρική κάρτα. Αλλά ξέρω επίσης ότι, όπως κάθε φορά, θα χρειαστεί να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα αγωνίας μέχρι ο καχύποπτος υπάλληλος να πειστεί ότι δεν είμαι τρομοκράτης. Οπως και γίνεται. Αφού μου κατασχέσουν το μπουκάλι με το νερό και τη ρυζογκοφρέτα που έχω μαζί μου, μήπως κάποια στιγμή πεινάσω, μπαίνω στην αίθουσα των 2.000 περίπου θέσεων και ενθουσιάζομαι που βρίσκω κενό τo αγαπημένo μου κάθισμα, στη δεξιά άκρη, κοντά στην έξοδο που σε βάζει αμέσως στο Palais. Η ταινία αρχίζει και με το «καλημέρα» βλέπω τον Ματ Ντίλον να κοπανά με έναν γρύλο την Ούμα Θέρμαν στο πρόσωπο, να της το κάνει λιώμα. Είναι ο πρώτος φόνος μιας ατελείωτης σειράς φόνων, καθότι η ταινία είναι το χρονικό του Τζακ, ενός κατά συρροή δολοφόνου που υποδύεται ο Ντίλον.
Η ταινία διαρκεί δύο εφιαλτικές ώρες και 35 εφιαλτικά λεπτά, οπότε στους τίτλους τέλους βρίσκομαι ήδη όρθιος στην έξοδο για να βγω σφαίρα και να πιάσω μια θέση στην αίθουσα Τύπου που βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Παραξενιά μου ίσως, όμως οι υπολογιστές του φεστιβάλ με βολεύουν περισσότερο από το laptop μου, κυρίως επειδή δεν έχω καμία όρεξη να γράψω στα σκαλιά ή στο πάτωμα. Υπάρχει βέβαια και η αίθουσα της Orange Wifi για τα laptop, όμως και εκεί η κατάσταση είναι ασφυκτική, οι θέσεις ελάχιστες και σχετικά άβολες.

Κοντεύει 11.00
Καπαρώνω με τα πράγματά μου μια θέση στους υπολογιστές του φεστιβάλ και φεύγω βολίδα για τον τρίτο όροφο στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας «BlaKKKlansman» (Η Παρείσφρηση) του Σπάικ Λι που όπου να ‘ναι αρχίζει. Παρότι η κάρτα μου έχει υψηλή προτεραιότητα, αρχικά δεν με αφήνουν να μπω. Επιμένω. Με παρακαλετά και μια σχετική ένταση στη φωνή μου. Μέγα λάθος. Στις Κάννες πρέπει να διατηρείς πάντα την ψυχραιμία σου. Εφέτος την έχασαν δύο συντελεστές της ελληνικής ταινίας «Εκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς» της Ζακλίν Λέντζου και για μερικές ώρες βρέθηκαν στο τμήμα όπου οδηγήθηκαν με… χειροπέδες. Ολα αυτά μάλιστα την ίδια ημέρα που η ταινία της Λέντζου βραβεύθηκε στο πρόγραμμα της Εβδομάδας Κριτικής.
Mία φορά το 1995 είχα κάνει το λάθος να τσακωθώ με έναν από τους φύλακες έξω από την αίθουσα Debussy. Δεν είχα μπει στην ταινία μετά από μία ώρα αναμονής στην ουρά και ο τύπος με κορόιδευε. Είχε σφηνώσει τη μισή τσίχλα του στο στόμα και στριφογύριζε το υπόλοιπο κομμάτι της μπροστά στο πρόσωπό μου. Αποφασισμένος να το φτάσω στα άκρα απευθύνθηκα στην ασφάλεια του φεστιβάλ (στο υπόγειο του Palais) και φυσικά δεν έβγαλα άκρη. Αντιθέτως ένιωσα ότι έφταιγα εγώ, σχεδόν ζήτησα συγγνώμη και εν τέλει έφυγα με την ουρά στα σκέλια.
Επιστροφή στο σήμερα. Εν τέλει, με τα χίλια ζόρια με αφήνουν να μπω, οπότε ανήκω στους τυχερούς που άκουσαν από κοντά τον Σπάικ Λι να αποκαλεί «motherfucker» τον Ντόναλντ Τραμπ. Οσοι δεν μπαίνουν στην αίθουσα των συνεντεύξεων Τύπου είναι αναγκασμένοι στα στέκονται μπροστά στις οθόνες των τηλεοράσεων του φεστιβάλ και να προσπαθούν με δυσκολία να καταλάβουν τι λέγεται αφού η γαλλική μετάφραση καλύπτει τις φωνές όσων μιλούν. Τελειώνει η συνέντευξη Τύπου, είναι περίπου 12.00, τρέχω στην αίθουσα Τύπου για να γράψω το κομμάτι και να το στείλω εγκαίρως στην εφημερίδα. «Αυτό να μην ξαναγίνει» μου λέει η υπεύθυνη της αίθουσας. «Δεν μπορείτε να δεσμεύετε με τα πράγματά σας έναν υπολογιστή χωρίς να τον χρησιμοποιείτε ενώ υπάρχουν τόσα άτομα στην αναμονή». Ζητώ συγγνώμη και λέω ότι δεν θα το ξανακάνω.


Η ώρα έχει πάει 15.00
Ετοιμάζομαι να τρέξω για τη συνέντευξη που μου έχει κλείσει η εταιρεία διανομής One from the heart με τον ιάπωνα σκηνοθέτη του «Shoplifters» Χιροκάζου Κόρε Εντα στο ξενοδοχείο Resideal. Ενα τέταρτο μακριά με σχετικά γρήγορο βήμα και μέσα από τα στενά, διότι η Κρουαζέτ έχει ήδη κλείσει με αστυνομικούς και μπάρες για την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του Στεφάν Μπριζέ «Στον πόλεμο», την οποία αναγκαστικά έχασα και είδα σε μια επαναληπτική προβολή μία ημέρα αργότερα…
Η συνέντευξη με τον Κόρε Εντα (πολύ προτού η ταινία του κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα) είναι προγραμματισμένη για τις 15.30. Αλλά το χειρότερο με τις συνεντεύξεις στις Κάννες είναι ότι οι ώρες τους πολλές φορές συμπίπτουν, με αποτέλεσμα αν δεν σου δώσουν εναλλακτική ώρα για κάποια, να τη χάσεις.
Εχω ήδη αλλάξει την ώρα μου με τον Κόρε Εντα που αρχικώς ήταν στις 15.00 και το έκανα μήπως και προλάβω τη συνέντευξη με την ιταλίδα σκηνοθέτρια του «Lazzaro Felice» Αλις Ροχρβάχερ πίσω στο Palais στις 16.30. Αλλά για να το κάνω θα έπρεπε να ακυρώσω μια συνέντευξη στις 15.00 που είχα, και πάλι στο Palais, με την ιρανή πρωταγωνίστρια της ταινίας «Τρία πρόσωπα» του Τζαφάρ Παναχί, την Μπενχάζ Τζαφαρί. Παρακαλώ τον Φαμπρίτσιο που χειρίζεται τις συνεντεύξεις με την Τζαφαρί και την Ροχρβάχερ να μου δώσει κάποια άλλη ώρα με την Ιρανή και εκείνος το κάνει. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι στο γκρουπ της Ροχρβάχερ υπάρχει κι άλλος έλληνας δημοσιογράφος, κάτι που δεν επιτρέπεται. Αλλά δεν πειράζει. Την κάνουμε μαζί.
Βέβαια, δεν γίνονται όλες οι συνεντεύξεις υπό το στρες και την πίεση της συγκεκριμένης Τρίτης. Την Πέμπτη 10 του μηνός, τρίτη ημέρα μου στο φεστιβάλ, είχα μια εξαιρετικά άνετη, χαλαρή συνάντηση με τον σπουδαίο ιρανό σκηνοθέτη Ασγκάρ Φαραντί που άνοιξε το φεστιβάλ με την τελευταία ταινία του, «Todos lo saben». Η συνέντευξη έγινε στο Club Albane στην ταράτσα του ξενοδοχείου Marriott επί της Κρουαζέτ, όπου λίγο πριν απολάμβανα τη θαυμάσια θέα πίνοντας έναν χυμό μάνγκο. Ηταν η μόνη συνέντευξη εκείνης της ημέρας και την ευχαριστήθηκα.



17.15 λέει το ρολόι μου
Τελειώνουμε με τη Ροχρβάχερ και τρέχω πίσω στην αίθουσα Τύπου για να ολοκληρώσω ένα άλλο κείμενο που έχω αφήσει μισό. Μόνο που αυτή τη φορά είμαι εγώ που αναγκαστικά θα μπω στη λίστα αναμονής και η ώρα «τρέχει».
Η απογευματινή προβολή των 19.45 είναι το εκτός συναγωνισμού «Solo: A Star Wars story» του Ρον Χάουαρντ και ξέρω ότι θα μαζέψει κόσμο στη μικρή αίθουσα Andre Bazin όπου την έχουν επίτηδες προγραμματίσει ώστε να δημιουργηθεί ντόρος. Αποφασίζω να την αφήσω, έτσι κι αλλιώς η ταινία ανοίγει σε λίγες μέρες στην Αθήνα (παίζεται από προχθές).
Δεν έχω φάει τίποτε αλλά θέλω να κάνω μια βόλτα μέχρι το «Tetou», το θρυλικό εστιατόριο στον Κόλπο Χουάν που έχει σερβίρει την περίφημη μπουγιαμπέσα του σε πελάτες όπως ο Ορσον Γουέλς, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Φράνσις Κόπολα, η Σάρον Στόουν και ο Μπραντ Πιτ. Η απόφαση να κλείσει το «Tetou» τον περασμένο Φεβρουάριο οφείλεται σε έναν πρόσφατο νόμο του δήμου που απαγορεύει τη λειτουργία όλων των εστιατορίων στην παραλία Χουάν. Είναι θλιβερό.


Είναι 22.00
Η ώρα περνά και πρέπει να επιστρέψω. Δεν έχει τελειώσει η δουλειά, στις 22.30 έχω να πάω στην αίθουσα Claude Debussy για να δω την τελευταία ταινία της Βαλέρια Γκολίνο, την «Euforia». Πρέπει να τη δω γιατί η εταιρεία Strada μου έχει κλείσει συνέντευξη με την Γκολίνο η οποία, βέβαια, την επομένη θα την ακυρώσει λόγω φορτωμένου προγράμματος και κούρασης…
Καταλήγω στο δωμάτιό μου κατά τη 01.30 και δέχομαι ένα τηλεφώνημα: «Σε ποιο πάρτι ήσουν;» με ρωτούν. Χαμογελώ με κατανόηση, κλείνω ευγενικά το τηλέφωνο και με τη σκέψη στον Τσαρλς, έναν υπεύθυνο προώθησης ταινιών που γνωρίζω χρόνια και που λίγο πριν από το φεστιβάλ των Καννών μου έγραψε σε ένα mail «θα σε δω στην κόλαση», αφήνω το σώμα μου να χαλαρώσει για μερικές ώρες προτού ξαναζήσω τη μέρα της μαρμότας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ