Ενας επιβλητικός πανόδετος τόμος, λαμπρή έκδοση του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη και της Λεβεντείου Πινακοθήκης Λευκωσίας, παρουσιάζει τη μονογραφία που αφιέρωσε στον ζωγράφο Θεόδωρο Ράλλη η Μαρία Κατσανάκη, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Η εξαίρετη αυτή μελέτη έχει ως αφετηρία τη διδακτορική διατριβή της ιστορικού, που υποστηρίχτηκε στη Σορβόννη (Paris I) και τιμήθηκε με τη μέγιστη διάκριση. Το γαλλικό κείμενο μεταφράστηκε από την ίδια και αναπλάστηκε για να γίνει το γλαφυρό ανάγνωσμα που θα απολαύσουν οι έλληνες αναγνώστες.

Αποστροφή του δασκάλου

Η περίπτωση του Θεόδωρου Ράλλη παρουσιάζει συναρπαστικό ενδιαφέρον. Γόνος της γνωστής οικογένειας εμπόρων από τη Χίο, που με τις ευδόκιμες επιχειρήσεις τους είχαν διακτινιστεί σε ολόκληρη την οικουμένη, από την Ινδία ως την Ευρώπη, την Αφρική ακόμη και την Αμερική, ο ζωγράφος γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη, όπου κάνει και τις εγκύκλιες σπουδές του. Υπερνικώντας τις σθεναρές αντιρρήσεις της οικογένειας, που τον ήθελε να σπουδάσει για να υπηρετήσει τις επιχειρήσεις της, επιλέγει το Παρίσι για τις καλλιτεχνικές σπουδές του. Φτάνει στην πόλη του φωτός τα χρόνια του ατυχούς γαλλοπρωσικού πολέμου και της Κομμούνας (1870-1871). Η Μαρία Κατσανάκη περιγράφει το αμφίσημο κλίμα που επικρατεί στην πόλη με τα λαμπρά καινούργια βουλεβάρτα του νομάρχη Haussmann πλάι στα καπνίζοντα ερείπια της εξέγερσης. Ο νεαρός Ράλλης δεν διστάζει: θα κατευθυνθεί στην Beaux-arts και θα επιλέξει ως δάσκαλο τον οριενταλιστή Jean-Léon Gérôme, απόλυτο μονάρχη όχι μόνο της Σχολής αλλά και της επίσημης καλλιτεχνικής σκηνής του Παρισιού. Είναι η εποχή που οι ιμπρεσιονιστές δημιουργούν την πρώτη ρήξη στον ακαδημαϊσμό με την έκθεσή τους το 1874 στο φωτογραφείο του Nadar. Ο Ράλλης θα μοιραστεί την αποστροφή του δασκάλου του προς τους καινοτόμους συναδέλφους του, παρά τις ιμπρεσιονιστικές παρασπονδίες του σε κάποια ήσσονα έργα του.
Πολλοί έλληνες ιστορικοί της τέχνης έχουν επαναλάβει την άποψη ότι για τον εγχώριο ακαδημαϊσμό της τέχνης του 19ου αιώνα ευθύνεται το Μόναχο. Αν, αντί της βαυαρικής πρωτεύουσας, οι καλλιτέχνες μας είχαν επιλέξει το Παρίσι, υποστήριζαν, τα μοντερνιστικά ρεύματα θα είχαν εισαχθεί πιο γρήγορα στην Ελλάδα. Μήπως όμως και πολλοί άλλοι έλληνες καλλιτέχνες, που σπούδασαν ή έζησαν στο Παρίσι την ίδια εποχή, δεν ακολούθησαν το παράδειγμα του Ράλλη; Στο ερώτημα αυτό έδωσε, νομίζω, οριστική απάντηση η έκθεση Αθήνα – Παρίσι που διοργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη το 2007. «Δεν μπορείς να πάρεις από τους άλλους τίποτε άλλο από αυτό που είσαι έτοιμος να προσλάβεις» έγραφε ο γλύπτης Antoine Bourdelle, σύγχρονος του ζωγράφου.

Παράδοξη ταυτολογία

Ο άλλος λόγος που κάνει συναρπαστικά ενδιαφέρουσα την περίπτωση του Ράλλη είναι η επιλογή του ρεύματος του οριενταλισμού από έναν Ελληνα της Ανατολής, γεννημένο στην Κωνσταντινούπολη. Μοιάζει πράγματι με παράδοξη ταυτολογία. Ο Ράλλης θα δει και θα ερμηνεύσει τον οριενταλισμό, όπως διαπιστώνει και η συγγραφέας, μέσα από μια διπλή διάθλαση: ως ένας αυτόχθων της Ανατολής, αλλά και ως γάλλος οριενταλιστής. Αυτή η διπλή διάθλαση του επιτρέπει να κινείται αμέριμνα ανάμεσα σε μια σεμνοπρεπή ηθογραφία, αντίστοιχη με εκείνη των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου, και στην εξωτική και ηδονοθηρική εικόνα της λάγνας Ανατολής των χαρεμιών και των λουτρών με τις γυμνές καλλίγραμμες οδαλίσκες, μια ζωγραφική που άρεσε ιδιαίτερα στην ανδρική πελατεία της εποχής του Zola και του Proust. Και τις δύο αυτές πηγές έμπνευσης τις γνωρίζει καλά ο Θεόδωρος Ράλλης και λόγω καταγωγής αλλά και γιατί τις τροφοδοτεί διαρκώς με τα ταξίδια του στην Ελλάδα, στην Aνατολή και στο Κάιρο, όπου περνούσε για πολλά χρόνια τους μήνες του χειμώνα. Αλλωστε, όπως έκαναν και άλλοι ομότεχνοί του από την εποχή του Delacroix, ο Ράλλης διέθετε όλη τη σκευή ενός οριενταλιστή ζωγράφου, όπως επιβεβαιώνουν και οι φωτογραφίες του εργαστηρίου του, που εντόπισε και δημοσιεύει στο βιβλίο της η Μαρία Κατσανάκη: πολύτιμοι τάπητες, αυθεντικές φορεσιές, κεντήματα, όπλα, μουσικά όργανα, κοσμήματα, βάζα, ξυλόγλυπτα, ακόμη και μια αιγυπτιακή σαρκοφάγος πλαισιώνουν τα έργα του ζωγράφου.
Η συγγραφέας μας βυθίζει στην ατμόσφαιρα της κοσμικής και καλλιτεχνικής ζωής της παρισινής Μπελ Επόκ και περιγράφει τα παράδοξά της. Ποιος, λόγου χάρη, θα μπορούσε να φανταστεί ότι στα κοσμικά σουαρέ που οργανώνει ο ζωγράφος στο εργαστήριό του στην πολυτελή κατοικία του, σε αριστοκρατική περιοχή στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού, αλλά και στο Κάιρο, παρουσιάζονται tableaux-vivants, που αναπαράγουν πίνακες δικούς του αλλά και άλλων διάσημων ζωγράφων του καιρού του; Η Μαρία Κατσανάκη μελετά και σχολιάζει την ιστορική, στυλιστική και θεματική εξέλιξη του έργου του ζωγράφου, τη συμμετοχή του στα διάφορα σαλόν, σε γαλλικές, αγγλικές, διεθνείς και παγκόσμιες εκθέσεις, όπου συχνά διακρίνεται και βραβεύεται, ενώ παράλληλα παρακολουθεί την κριτική υποδοχή του έργου του. Συνδυάζοντας τα πιο σύγχρονα μεθοδολογικά εργαλεία, η ιστορικός κατάφερε να υποτάξει και να παρουσιάσει με διαύγεια ένα σχεδόν ομοιογενές και γι’ αυτό δυσήνιο υλικό.

Ποίηση και υποβολή

Το κείμενο και οι εικόνες των έργων του ζωγράφου, που αποδίδονται με τόση ζωντάνια στη λαμπρή αυτή έκδοση, μας αποκαλύπτουν μιαν άλλη διάσταση της τέχνης του. Διατρέχοντας την κριτική υποδοχή του έργου του, σκέφτομαι πόσο είχε παρανοηθεί. Είχα την ευκαιρία να δω τη μεγάλη αναδρομική έκθεση που αφιέρωσε το 2010 το Μουσείο Orsay στον περιώνυμο δάσκαλο του Ράλλη, τον Gérôme, και τολμώ να διατυπώσω μια αιρετική σκέψη: με κριτήριο τις καθαρά πλαστικές αξίες και το αίσθημα που αποπνέουν οι πίνακές τους, η ζωγραφική του μαθητή είναι για μένα πολύ ανώτερη από του δασκάλου. Η τέχνη του δασκάλου είναι μια τέλεια αλλά ψυχρή και ψεύτικη φαντασμαγορία. Η ζωγραφική του Gérôme είναι ο ορισμός της ζωγραφικής pompier, που όπως έλεγε ο Malraux, «γεννήθηκε από τη φωτογραφία και πέθανε από τον κινηματογράφο».
Αντίθετα, ο Ράλλης είναι ένας ζωγράφος της ποίησης, της υποβολής, της σιωπής. Στο έργο του κυριαρχούν τα εσωτερικά. Το φως διεισδύει σε αυτούς τους κλειστούς χώρους αθόρυβα, από μυστικούς δρόμους και απρόβλεπτα ανοίγματα, χαϊδεύοντας τους τοίχους, ανασύροντας τα αντικείμενα από τη σιωπή τους, τυλίγοντας τις μορφές με το μαγνάδι της ατμόσφαιρας, δημιουργώντας ένα κλίμα μυσταγωγίας, που ταιριάζει στα αγαπημένα του θέματα, μοναστήρια, εκκλησίες, φτωχικά χωριάτικα σπίτια. Αυτό το ήπιο φως ρυθμίζει και την ένταση των χρωμάτων, που με την αβρότητά τους εκφράζουν την εκλεπτυσμένη καλαισθησία του ζωγράφου. Αιχμάλωτες σε αργοκίνητες στάσεις, οι μορφές του καλλιτέχνη μοιάζει να ζουν μέσα στον αιώνιο χρόνο της αναπόλησης. Η ζωγραφική του Ράλλη ανταποκρίνεται απόλυτα στην αισθητική και φιλοσοφική του άποψη για την τέχνη: «η τέχνη δεν αξίζει τίποτε, αν δεν μπορεί να αφυπνίσει τον στοχασμό και τη σκέψη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ