Δεν είναι πλούσιοι αλλά ζουν μέσα στον πλούτο. Πωλούν ό,τι οι ίδιοι δεν μπορούν να αγοράσουν και μετακινούνται με λιμουζίνες αλλά επιστρέφουν στο σπίτι τους με το λεωφορείο


«Το χρήμα πολλοί εμίσησαν…»: το απόφθεγμα δεν ισχύει στην περίπτωση των ανθρώπων που «υπηρετούν» όσους διαθέτουν δύναμη. Δύναμη όμως που μετριέται σε δεκαχίλιαρα. Τότε συχνά μισούν το χρήμα, επειδή δεν είναι δικό τους.


Απλοί άνθρωποι που η δουλειά τούς αναγκάζει να ζουν στη χλιδή χωρίς να έχουν την πολυτέλεια να τη γευτούν. Είναι σωματοφύλακες σημαντικών προσώπων, οδηγοί πολυτελών αυτοκινήτων, οικιακοί βοηθοί πλούσιων ανθρώπων, πωλητές ή πωλήτριες ακριβών μαγαζιών ή ακόμη και καθηγητές που ευθύνονται για την πνευματική προίκα γόνων μεγάλων οικογενειών. Οι μισθοί τους «κατάλληλοι» για μια μετρημένη μεσοαστική ζωή. Εξευτελιστικοί όμως αν σκεφθεί κανείς ότι ο εργοδότης τους μπορεί να ξοδέψει τρεις φορές το ετήσιο εισόδημά τους για την αγορά ενός ρολογιού και μόνο. Ζουν στα πλούτη 8 ώρες ημερησίως, όσο διαρκούν δηλαδή οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. Μετά επιστρέφουν στη βιοποριστική πραγματικότητα. Πλήρης απομυθοποίηση προσώπων και καταστάσεων ή μια ζωή με απωθημένα; Μια δουλειά μαρτύριο ή απλώς μια… προσωρινή ευχαρίστηση;


Τα δανεικά πλούτη δεν τους συγκινούν και δηλώνουν ότι τα προσπερνούν σφυρίζοντας αδιάφορα. Μια παροιμία όμως λέει: «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Συχνά μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τους εργοδότες τους αλλά δεν πείθουν κανέναν ότι οι σχέσεις τους είναι «μέλι γάλα». Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου τα πλούτη τούς προκαλούν αηδία. Ο λόγος, η συμπεριφορά των εργοδοτών τους ή ακόμη χειρότερα των παιδιών και των φίλων τους. Οι άνθρωποι που γεύονται περιστασιακά τη χλιδή χωρίζουν τους πλούσιους σε δύο κατηγορίες: στους εκ γενετής πλούσιους και στους νεόπλουτους. Οι πρώτοι, όπως υποστηρίζουν, μπορεί να γίνουν φίλοι τους, οι δεύτεροι όμως ποτέ.


Τα πιο ακριβά κοσμήματα


Μπορεί να φορούν τα πιο ακριβά κοσμήματα αλλά ίσως ποτέ να μη γίνουν δικά τους αφού ο μισθός τους δεν ξεπερνά τις 250.000 δραχμές μηνιαίως. Είναι πωλήτριες σε ένα από τα πιο γνωστά κοσμηματοπωλεία του κόσμου. Το μαγαζί καθημερινά κατακλύζεται από γυναίκες, οι οποίες μπαίνουν μέσα μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν κάποιο πανάκριβο κόσμημα. Τη δεύτερη φορά που επισκέπτονται το μαγαζί τούς συνοδεύει κάποιος άντρας, ο οποίος είναι και αυτός που στις περισσότερες περιπτώσεις πληρώνει.


Οταν κάποιος πλησιάζει την πόρτα, κάποια από τις πωλήτριες την ανοίγει με τηλεχειριστήριο. Τα βλέμματα καρφώνονται διακριτικά στον πελάτη και μετά τα δύο πρώτα βήματα τον πλησιάζουν και τον ρωτούν αν μπορούν να τον βοηθήσουν σε κάτι. Ακόμη και αν είστε ντυμένοι με μπλουτζίν η συμπεριφορά τους θα είναι η ίδια. Καλοντυμένοι ή όχι έχει αποδειχθεί ότι τα χρήματα είναι αυτά που μετράνε.


«Οταν κάποιος περάσει την πόρτα του μαγαζιού, ανεξάρτητα από το πώς είναι ντυμένος μπορείς να καταλάβεις από τις κινήσεις του αν έχει έρθει να αγοράσει ή απλώς να κοιτάξει» λέει μία από τις πωλήτριες του καταστήματος Cartier και συμπληρώνει: «Ενας που έχει την οικονομική άνεση να αγοράσει ένα τόσο ακριβό κόσμημα, δεν ρωτάει ποτέ πόσο κοστίζει. Την τιμή τη μαθαίνει στο ταμείο».


Αν και δεν ακούγεται πειστικό, οι ίδιες δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν θαμπώνονται από τα διαμάντια που βρίσκονται γύρω τους. «Εχω φορέσει τα πιο ακριβά κοσμήματα και μου είναι πια αδιάφορα. Δεν ζηλεύω τους πελάτες που μπορούν και τα αγοράζουν. Αρκεί να έχουν τρόπους και να σέβονται τον χώρο όπου μπαίνουν και εμάς που τους εξυπηρετούμε» επισημαίνει μια άλλη πωλήτρια του Cartier.


Από την Πολωνία… στο Ψυχικό


Το όνομά της Γιατζβίκα και η καταγωγή της από την Πολωνία. Είναι 42 χρόνων και πριν από δύο χρόνια εγκατέλειψε σπίτι και οικογένεια και ήρθε στην Ελλάδα για να δουλέψει. Ηρθε μόνη αφήνοντας πίσω την οικογένειά της, με τη φιλοδοξία να βγάλει λεφτά και να γυρίσει κάποια στιγμή στη χώρα της, απολαμβάνοντας πια τη ζωή.


Δουλεύει έξι ημέρες την εβδομάδα σε ένα σπίτι στο Ψυχικό. Τα έξοδα ανύπαρκτα, αφού η οικογένεια για την οποία δουλεύει τής έχει παραχωρήσει ένα μικρό διαμέρισμα. Την περισσότερη ώρα της όμως την περνά μέσα στα πολυτελή σαλόνια και στα υπνοδωμάτια της βίλας όπου δουλεύει. Η αρμοδιότητά της να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να φροντίζει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν μιλάει καλά ελληνικά και αυτό δυσκολεύει τη δουλειά της και όχι μόνο: όταν μια αλλοδαπή δεν γνωρίζει ελληνικά αμέσως ο μισθός της μειώνεται κατά μερικά πεντοχίλιαρα.


«Η μεγαλύτερη διασκέδαση για μένα είναι όταν λείπουν τα αφεντικά μου και μένω μόνη με τη γιαγιά στο σπίτι. Κοιμάται πολύ νωρίς και έτσι έχω όλο το σπίτι στη διάθεσή μου, αλλά πάνω απ’ όλα το τηλέφωνο. Πρώτο μου μέλημα να τηλεφωνήσω στην οικογένειά μου στην Πολωνία για να μάθω νέα τους. Συνήθως μετά φτιάχνω κάτι πρόχειρο για να φάω. Βάζω ένα ποτήρι λευκό κρασί. Κάθομαι στον καναπέ του μικρού καθιστικού με τα πόδια πάνω στο τραπέζι και ανοίγω την τηλεόραση. Εστω και για λίγο νιώθω αφεντικό. Πάντα όμως υπάρχει το άγχος μη γυρίσουν πιο νωρίς απ’ ό,τι τους περιμένω εξομολογείται η Γιατζβίκα, οικιακή βοηθός στο σπίτι γνωστού επιχειρηματία, και συνεχίζει με παράπονο: «Πολλές φορές ξεχνιέμαι και νομίζω ότι όλα αυτά που βρίσκονται γύρω μου είναι δικά μου. Δυστυχώς αυτό δεν κρατάει για πολύ».


Οταν αρχίζω να τη ρωτώ για τις σχέσεις της με την οικογένεια, το πρόσωπο της Γιατζβίκας σοβαρεύει και μου λέει: «Είναι οι άνθρωποι που με πληρώνουν, δεν μπορώ να μιλήσω άσχημα γι’ αυτούς… Οι σχέσεις μας δεν είναι και τόσο άσχημες. Αν κάτι όμως με στενοχωρεί δεν είναι τα αφεντικά μου αλλά οι φίλοι τους, που επισκέπτονται συχνά το σπίτι. Με κοιτούν περιφρονητικά και γελούν μαζί μου όταν κάνω κάτι λάθος».


Τα ταξί πολυτελείας


Στα 46 του χρόνια ο Αντρέας Κ. έχει οδηγήσει τα πιο ακριβά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Εχει κάνει βόλτα πολλούς διάσημους, αλλά πάντα με δανεικό αυτοκίνητο. Το επάγγελμά του οδηγός πολυτελών αυτοκινήτων.


«Ταξί πολυτελείας» ονομάζει ο ίδιος το αυτοκίνητό του. Κάνει πιάτσα στην οδό Βουκουρεστίου. Πελάτες του αυτοί των ξενοδοχείων που βρίσκονται στο κέντρο του Συντάγματος, κυρίως τουρίστες αλλά και επιχειρηματίες έλληνες ή ξένοι.


«Στους Ιάπωνες αρέσουν οι λιμουζίνες, είναι οι πιο καλοί και ευχάριστοι πελάτες. Οι πιο δύστροποι είναι οι Ελληνες και με διαφορά. Μπαίνουν μέσα στο αυτοκίνητο αλλά ποτέ χωρίς το «καλάμι» τους. Και συνήθως είναι άνθρωποι που έχουν αποκτήσει ξαφνικά πολλά χρήματα ­ και αυτό φαίνεται από τη συμπεριφορά τους. Δεν έχουν τρόπους και η διαφορά με αυτούς που ζουν μια ζωή στα πλούτη είναι αισθητή. Οι πρώτοι είναι οι χειρότεροι εχθροί μου, ενώ οι δεύτεροι δεν είναι λίγες οι φορές που με έχουν βοηθήσει».


Μπορεί να μπαίνει σε λιμουζίνες καθημερινά αλλά ποτέ δεν έχει καθήσει στο πίσω κάθισμα. Οταν βγαίνει με τη γυναίκα του, προτιμά να μην οδηγεί. Αν και οι διαστάσεις του αυτοκινήτου τους είναι κατά πολλά εκατοστά μικρότερες, η απόλαυση της βόλτας δεν αλλάζει, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος.


«Μπαινοβγαίνω σε ένα από τα το πιο ακριβά ξενοδοχεία της Αθήνας»


Εδώ και πέντε χρόνια στέκεται έξω από την πόρτα ενός μεγάλου ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας. Οχι, δεν τον έστησε η παρέα του, είναι η δουλειά του. Καλωσορίζει τους πελάτες του ξενοδοχείου, τους βοηθάει στις αποσκευές, τους ανοίγει τις πόρτες, τους βρίσκει ταξί όταν θέλουν να φύγουν. Ο κ. Γιώργος είναι συνταξιούχος και κάνει αυτή τη δουλειά για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του, αφού τα λεφτά της σύνταξης δεν είναι αρκετά.


«Δεν είναι εύκολη δουλειά. Πρέπει να ρίξεις τον εγωισμό σου, αν θέλεις να λέγεσαι επαγγελματίας. Ανοίγεις την πόρτα σε κάποιον και αυτός έχει την εντύπωση ότι είσαι χαλί που μπορεί να σε πατήσει» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γιώργος και συνεχίζει: «Σε αντιμετωπίζουν σαν Αλβανό. Νομίζουν ότι τους ανοίγεις την πόρτα μόνο και μόνο για το φιλοδώρημα, δεν μπορούν να καταλαβαίνουν ότι και αυτή είναι μια δουλειά».


Την επόμενη φορά λοιπόν που θα επισκεφθείτε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο, μην κοιτάξετε περιφρονητικά τον χαμογελαστό κύριο που θα σας ανοίξει την πόρτα· πείτε ευχαριστώ, κάνοντας τη δουλειά του πιο εύκολη.


Υψηλά «baby sittings»


Οι σωματοφύλακες μιλούν με τα καλύτερα λόγια για το αφεντικό τους. Η σχέση τους είναι κάτι παραπάνω από επαγγελματική. Εχουν γαλουχηθεί έτσι ώστε να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να τον προστατέψουν. Περπατούν στους δρόμους οπλισμένοι σαν αστακοί. Κάτω από τα κοστούμια που φορούν κρύβεται το αλεξίσφαιρο και το όπλο τους και δηλώνουν έτοιμοι για όλα.


«Είμαστε οι μόνοι άνθρωποι που εμπιστεύεται το αφεντικό. Εχουμε εκπαιδευτεί να τον προστατεύουμε» λέει χαρακτηριστικά ο Αντώνης Ζ., σωματοφύλακας ενός υψηλά ιστάμενου προσώπου, και συνεχίζει: «Πολλές φορές όμως με πιάνει το παράπονο γιατί ενώ κινδυνεύουμε εξίσου με εκείνον, εμείς μένουμε πάντα έξω απ’ το μέρος όπου τον πηγαίνουμε για διασκέδαση. Συνήθως καθόμαστε μέσα στο αυτοκίνητο, με τους υπόλοιπους συναδέλφους ακούμε μουσική ή διαβάζουμε περιοδικά και εφημερίδες».


«Ο εργοδότης μου περισσότερο βλέπει εμένα παρά τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ξέρω την κάθε του κίνηση. Και αυτό είναι που με γοητεύει στη δουλειά μου» εξομολογείται ο Αντώνης Ζ. Είναι ένας ακόμη από αυτούς που καθημερινά «αγγίζουν» τον πλούτο και την ακριβή διασκέδαση, χωρίς όμως να καταφέρνουν να απολαύσουν τίποτε από αυτά απλώς και μόνο επειδή δεν είναι δικά τους.