Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, η ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά αναπαριστά τη δολοφονία του βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάη του 1963. To σασπένς της ταινίας εστιάζεται στην αναζήτηση της αλήθειας, δηλαδή των ενόχων, από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, μετέπειτα Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η μυθοπλασία αναδεικνύει επίσης τον σημαντικό ρόλο των δημοσιογράφων κατά την περίοδο της ανακριτικής διαδικασίας, με το «δημοσιογραφικό τρίκυκλον εξ Αθηνών» όπως είχαν αποκληθεί οι απεσταλμένοι των εφημερίδων «Αυγή», «Βήμα»-«Νέα» και «Ελευθερία» για την υπόθεση Λαμπράκη. Η ταινία κλείνει με έναν ιστορικό επίλογο που δείχνει τις απαγορεύσεις που επέβαλε στην Ελλάδα η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Λαμπράκη.

Η παραγωγή της ταινίας και η πρώτη της προβολή στις γαλλικές αίθουσες συμπίπτουν με την περίοδο που ακολούθησε τον Μάη του ‘68. Το γαλλικό κοινό επιφυλάσσει ενθουσιώδη υποδοχή στη ταινία, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 26 Φεβρουαρίου 1969. Ενδεικτικός είναι ο αριθμός των καταγεγραμμένων εισιτηρίων από το περιοδικό Le film Français στις 31.10.1969: 701.827 εισιτήρια κατά την 33η εβδομάδα προβολής στις γαλλικές αίθουσες.
Η αποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς κινηματογράφου στη Γαλλία πρέπει να ιδωθεί μέσα από την ανάλυση δύο προσεγγίσεων που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά: τον γενικό Τύπο και τον εξειδικευμένο στον κινηματογράφο Τύπο. Και οι δυο αυτές προσεγγίσεις συμβάλλουν, με τον τρόπο της η καθεμιά, στη διαδικασία ταξινόμησης της ταινίας Ζ στον πολιτικό κινηματογράφο.
Ο χαρακτηρισμός του Ζ από την εφημερίδα L’Express στις 3.3.1969 ως της «πρώτης μεγάλης πολιτικής γαλλικής ταινίας», αποκρυσταλλώνει τη θετική αποδοχή της ταινίας από το μεγαλύτερο μέρος του τύπου –ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού– αλλά και τη δημόσια συζήτηση που θα ακολουθήσει σχετικά με την πολιτική της ταυτότητα. Η μελέτη σαράντα τεσσάρων κριτικών που διεξήχθησαν μέσα στο πρώτο τρίμηνο από την πρώτη προβολή της ταινίας, δείχνει ότι οι δεκαοκτώ από αυτές εστιάζουν στην πολιτική της διάσταση. Ανάμεσά σε αυτές τις δεκαοχτώ κριτικές, εννέα προέρχονται από εφημερίδες αριστερού προσανατολισμού, τρεις δεξιού και πέντε από εφημερίδες που δεν έχουν έντονο πολιτικό στίγμα. Ανάμεσα στις εννέα κριτικές των αριστερών εφημερίδων, οι εφτά επικροτούν το αντιδικτατορικό μήνυμα και τον τρόπο ανάδειξής του από την ταινία, ενώ ανάμεσα στις τρεις κριτικές δεξιών εφημερίδων, οι δύο είναι θετικές.
Η αναπαράσταση ενός πραγματικού πολιτικού γεγονότος αποτελεί για τον γενικό Τύπο παράγοντα αυτόματης ταξινόμησης της ταινίας ως πολιτικής, χωρίς παρεμβολή άλλων κριτηρίων. Αντιθέτως, ο εξειδικευμένος Τύπος αποδέχεται με πιο ετερογενή τρόπο και με τάση μεγαλύτερης πολιτικής εμβάθυνσης την ταινία. Η συμμετοχή του κινηματογραφικού τομέα στα γεγονότα του Μάη και η επιρροή του μαρξισμού –ειδικά μέσω της επικρατούσας Αλτουσεριανής σκέψης– αποτυπώνονται στην κριτική της ταινίας. Τα κινηματογραφικά περιοδικά προσαρμόζουν τα κριτήρια αξιολόγησής τους στη νέα τους ιδεολογική θέση, παρακάμπτοντας την αισθητική προσέγγιση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό Cahiers du Cinéma διαμόρφωσε νόρμες κινηματογραφικής κριτικής σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι αποδεκτή ως πολιτική μία ταινία που έχει παραχθεί στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, χαρακτηρίζεται από περιορισμένη εμβάθυνση του πολιτικού μηνύματος και προάγει μία φόρμα κινηματογράφου που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Το περιοδικό που πριν λίγα χρόνια νομιμοποίησε αισθητικά τον Alfred Hitchcock και τον Howard Hawks, αδιαφορώντας για τις συνθήκες παραγωγής των ταινιών τους, δεν αποδέχεται τον εμπορικό κινηματογράφο που το Ζ εκπροσωπεί. Κατά συνέπεια, το Ζ κρίνεται με υπό διαμόρφωση κριτήρια εξαιτίας της «αριστερής στροφής» του εξειδικευμένου τύπου μετά τον Μάη του ΄68 και καθίσταται –σύμφωνα με τη συγκεκριμένη κινηματογραφική προσέγγιση– ένας «αουτσάιντερ» του πολιτικού κινηματογράφου (Outsiders, H. Becker), παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία του.
Η ταινία, απαγορευμένη κατά την δικτατορία, προβάλλεται για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες μετά την πτώση της, στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
H «σύντομη» δεκαετία του ’60, όπως έχει αποκληθεί, έληξε με την δικτατορία που διέκοψε βίαια τις διεργασίες πολιτικής εξέλιξης και πολιτισμικής αναγέννησης του τόπου. Η υπόθεση που έχει διατυπωθεί ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί ισοδύναμο γεγονός του Μάη του ΄68 στην Ελλάδα, αντικατοπτρίζεται μέσα από την κινηματογραφική κριτική της ταινίας Ζ στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι η προβολή του Ζ έλαβε χώρα στην Ελλάδα αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ένα χρόνο περίπου μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, η κριτική της από τον Τύπο μοιάζει να εκφράζει την αναλογία ανάμεσα σε αυτά τα δύο ιστορικά γεγονότα, σταθμούς στην αποκρυστάλλωση των πολιτικών ζυμώσεων της δεκαετίας του ΄60.
Πιο συγκεκριμένα, η «Καθημερινή» αναγνωρίζει τη θετική συμβολή της ταινίας και «Τα Νέα» χαρακτηρίζουν το Ζ «μια σημαντική ταινία». Όμως, η «Απογευματινή» δεν αποδέχεται το Ζ ως «μία πραγματικά πολιτική ταινία», το «Βήμα» γράφει ότι ο πολιτικός κινηματογράφος βρίσκεται «στους αντίποδες του Ζ», η «Αυγή» χαρακτηρίζει την ταινία ως μια «»πολιτική» ταινία μέσα στην οποία δεν υπάρχει καμία πολιτική σύγκρουση», η εφημερίδα «Ριζοσπάστης», εκφράζει την αντίθεσή της στην ταινία ως «αντικομμουνιστικής προπαγάνδας», ενώ το μοναδικό εξειδικευμένο περιοδικό, Ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος», κρίνει ότι η ταινία λειτούργησε θετικά «ερήμην της ιδεολογίας της», χαρακτηρίζοντας την ιδεολογία της ταινίας ως «ουτοπιστικό φιλελεύθερο αστισμό».
Σύμφωνα, λοιπόν, με μία μερίδα του ελληνικού Τύπου, οι πολιτικές, ιδεολογικές και ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις αποσιωπούνται στην ταινία. Παρατηρείται, έτσι, μία σχετική υποτίμηση της αξίας της καταδίκης των αυταρχικών καθεστώτων από μέρους της ταινίας, μόλις λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας. Αυτό που μοιάζει να προέχει είναι η επανεξέταση του τι σημαίνει πολιτικός κινηματογράφος, μεταθέτοντας, έτσι, τον πολιτικό διάλογο από την δημόσια σφαίρα στον κινηματογράφο, όπως και στην περίπτωση της Γαλλίας.
Η αναστολή από την δικτατορία σειράς άρθρων του Συντάγματος του 1952, που κατοχύρωναν την ελευθερία του Τύπου, δίνει τώρα την θέση της στην ελεύθερη έκφραση. Όπως έχει όμως λεχθεί, οι Έλληνες που βίωσαν τη δικτατορία, είχαν συναίσθηση και γνώση του διεθνούς κινήματος και της κουλτούρας του ’68, παρά τις απαγορεύσεις. Η κριτική του Ζ στην Ελλάδα μοιάζει να λαμβάνει υπόψη της τις επιρροές αυτές και θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη γαλλική πολιτικοποιημένη κριτική, αντανακλώντας τη σημαντική αλληλεπίδραση ιδεών στη δημόσια συζήτηση.

Η κριτική της ταινίας Ζ στη Γαλλία και την Ελλάδα αναδεικνύει το πώς ο γαλλικός Μάης άλλαξε τα κριτήρια αξιολόγησης, ανανεώνοντας τον ορισμό του τί είναι «πολιτικό» στον κινηματογράφο, δημιουργώντας διεθνείς διαδράσεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο.


* Η Μαντώ Σπυροπούλου είναι υποψήφια Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Sorbonne – Nouvelle Paris 3 στην Κοινωνιολογία της Τέχνης και το αντικείμενό της είναι πάνω στην πολιτική τριλογία του Κ. Γαβρά: «Ζ», «Η ομολογία» και «Κατάσταση Πολιορκίας»