Ακριβώς έναν χρόνο πριν στον Πειραιά, τον Μάιο του 2017, μέσα από μια ενέργεια επιτεύχθηκαν δύο γεγονότα που συνομιλούν με τη διαχρονία της μνήμης. Η εγκατάσταση της μνημειώδους γλυπτικής εγκατάστασης «Πυρρίχιο Πέταγμα» του εικαστικού Παναγιώτη Τανιμανίδη ήρθε να αποδώσει τιμή και κυρίως να κρατήσει ενεργή στη συλλογική μνήμη την αναφορά στη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Ταυτόχρονα όμως, έδωσε στον Πειραιά ένα τοπόσημο, το πρώτο ίσως που αποκτά η πόλη από την εποχή του περίφημου «Ρολογιού», το πρώτο με ιστορική εγγραφή όμως. Το έργο δεσπόζει στην πλατεία Αλεξάνδρας, η οποία αναπλάστηκε πλήρως. Ως πύλη-υπόμνηση στέκει ανάμεσα στη λεγόμενη Συνοικία Τσίλλερ και στη θάλασσα.

Με όχημα το ίδιο το βίωμα των ανθρώπων

Τόσο η ανάπλαση της πλατείας Αλεξάνδρας όσο και η ανάθεση για τη δημιουργία της εγκατάστασης «Πυρρίχιο Πέταγμα» έγιναν με δωρεά του Βαγγέλη Μαρινάκη, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την πλευρά της μητέρας του από το γένος των Υψηλαντών. Ο ίδιος, στην παρουσίαση της νέας όψης της πλατείας και βεβαίως του «Πυρρίχιου Πετάγματος», είχε πει: «Είναι σημαντικό το μνημείο αυτό να γίνει στον Πειραιά, γιατί εδώ ήρθαν τα καραβάνια όσων ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες».
Το έργο ενεργοποιεί τη σχέση του Μνημείου με τον δημόσιο χώρο, εντάσσει ουσιαστικά το Τραύμα της Γενοκτονίας στην καθημερινότητα του σύγχρονου πολίτη, του περαστικού, του τουρίστα. Ενας εύγλωττος τρόπος να μην ξεχαστεί η θυσία 353.000 Ελλήνων του Πόντου, με όχημα το ίδιο το βίωμα. Το οπτικό ερέθισμα, η σωματική σχέση, η καθημερινή συναλλαγή ατόμου και μνημείου επιτυγχάνει αυτομάτως αυτό που δημοσιεύσεις, έρευνες, ιστορικές αναφορές ίσως δεν θα κατορθώσουν ποτέ σε τόσο μαζικό επίπεδο. Στον Πειραιά ήδη αυτή η λειτουργία έχει εκκινήσει –βοηθά η ανοιχτοσύνη της πλατείας, το γεγονός ότι είναι χώρος συνάντησης, ανάπαυσης, παιχνιδιού, ψυχαγωγίας. Τόπος αναφοράς και σχεδόν εξόδου προς τη θάλασσα έτσι όπως εισβάλλει σε αυτή, στο ανατολικό άκρο του φυσικού ακρωτηρίου του λιμανιού της Ζέας.

Η ζωντανή μνήμη της ατομικής εμπειρίας

Ο αμερικανός αρχιτέκτονας Πίτερ Αϊζενμαν που σχεδίασε το περίφημο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στην καρδιά του Βερολίνου σημειώνει: «Ο χρόνος του μνημείου, η διάρκειά του από το έδαφος μέχρι την κορυφή του, αποδεσμεύεται από τον χρόνο της εμπειρίας. Δεν υπάρχει νοσταλγία, δεν υπάρχει μνήμη του παρελθόντος, μόνο η ζωντανή μνήμη της ατομικής εμπειρίας. Εδώ μπορούμε να γνωρίσουμε το παρελθόν μέσα από την παρουσίαση του παρόντος». Στην περίπτωση του «Πυρρίχιου Πετάγματος» αυτή η «διάρκεια ως την κορυφή» ενέχει τη δυναμική της αέναης ροής μέσα από τον συμβολισμό του κύματος σχολιάζοντας το αγωνιώδες ταξίδι χιλιάδων ποντίων προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα στον Πειραιά.
Η αυστηρότητα της γεωμετρίας στη γραμμή του έργου ενσωματώνει μια πληθωρικότητα συμβολισμών και αφηγήσεων. Αποτελείται από μια σύνθεση ελατηρίων που μέσα τους φέρουν 17 γλυπτικές συνθέσεις-αφηγήσεις που παραπέμπουν όχι μόνο στην Ιστορία όπως επισήμως έχει γραφτεί, αλλά κυρίως στην καθημερινότητα, στο πραγματικό βίωμα, στην παράδοση, στην κουλτούρα των Ποντίων. Συναντάμε μεταξύ άλλων τη λύρα με πολλαπλές αναγνώσεις, νταούλια, τα βαγγέλια, εκκλησία και αγίασμα, το προσφυγοπούλι στο μέσο της διαδρομής, κλειδαριές και άλλες εικόνες. Αντιλαμβανόμαστε μέσω αυτής της επιλογής του καλλιτέχνη και τη διάσταση μεταξύ συλλογικής μνήμης και επίσημης Ιστορίας όπως έχει κατηγοριοποιηθεί στην «παραδοσιακή ιστοριογραφία», τον τρόπο με τον οποίο η Ιστορία μεταδιδόταν μέσω εθίμων και αφηγήσεων.
Πώς σχολιάζεις, θυμίζεις, καταγράφεις τη φρίκη στον δημόσιο χώρο λοιπόν; «Η δημιουργία ενός μνημείου για ένα δυσάρεστο γεγονός, ή ένα τραγικό συμβάν όπως το Ολοκαύτωμα, αποτελεί μια πρόκληση για αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες» λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας Πάνος Δραγώνας. «Θεωρώ πως οι πιο ενδιαφέρουσες δημιουργίες αφορούν τις περιπτώσεις εκείνες όπου το συμβολικό φορτίο γίνεται αντιληπτό μέσω της ίδιας της εμπειρίας του χώρου».
Κάποιες φορές το εθνικό τραύμα, η φρίκη που συνδέεται με τον αφανισμό λειτουργούν ως κίνητρο και καύσιμο στην τέχνη. Αλλοτε, γίνονται με απόλυτη στόχευση ο βασικός καμβάς για ένα έργο με αποστολή να κρατήσει ενεργή τη μνήμη. Ή ακόμα και με κάποιον τρόπο να απολογηθεί, να εκθέσει τον ρόλο της συγκεκριμένης πόλης ή χώρας σε μια μαύρη σελίδα της Ιστορίας. Η περίπτωση των μνημείων Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο είναι αποκαλυπτική: το Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου, το Μνημείο για τους Δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης στην πλατεία σχεδόν απέναντι από το Reichstag, το μνημείο για τη Γενοκτονία των Σίντι και των Ρομά, αλλά και το Μνημείο για τους Ομοφυλόφιλους που έπεσαν θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.

Η «περπατησιά» και η συναισθηματική φόρτιση


«Αν μπορούσα να ξεχωρίσω μια στιγμή»,
συνεχίζει ο κ. Δραγώνας, «θα αναφερόμουν στον «Κήπο της εξορίας» στο Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου που έχει σχεδιάσει ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ: Ενα πλέγμα στενών διαδρόμων ανάμεσα σε στήλες τοποθετημένες κάθετα ως προς την κεκλιμένη επιφάνεια, αναγκάζει τον επισκέπτη να κινηθεί με έναν ιδιαίτερα άβολο τρόπο, προκαλώντας μια εμπειρία που παραπέμπει σε ταξίδι με πλοίο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Με τον τρόπο αυτόν, ο κήπος-μνημείο μεταφέρει στον επισκέπτη την αίσθηση του ταξιδιού, της ναυτίας, της απώλειας πατρίδας, της εξορίας, της αγωνίας για ένα επερχόμενο τέλος».
Η σωματική σχεδόν σχέση με το μνημείο, η δυνατότητα που δίνεται στον επισκέπτη να καταδυθεί στην Ιστορία λειτουργούν απολύτως υποστηρικτικά, λοιπόν, ως προς την «επίσημη» αποστολή ενός μνημείου. «Αντίστοιχη αίσθηση δημιουργείται στο εμβληματικό μνημείο του Ολοκαυτώματος στο κέντρο του Βερολίνου, έργο του Peter Eisenman» επισημαίνει ο κ. Δραγώνας. «Εδώ η κίνηση σε στενούς διαδρόμους ανάμεσα σε κάθετες στήλες μεταβαλλόμενου ύψους δημιουργεί μια ιδιαίτερη αίσθηση νεκρικού χώρου, μια τρισδιάστατη προσομοίωση νεκροταφείου, όπου ο επισκέπτης μπορεί να περιπλανηθεί, να χαθεί, αλλά και να ξαποστάσει. Στα δύο παραπάνω έργα είναι η κίνηση του σώματος στον χώρο, η ιδιαίτερη αίσθηση της κλίμακας και της «περπατησιάς» του επισκέπτη που δημιουργεί τη συγκινησιακή φόρτιση και προκαλεί τη συνειδητοποίηση της τραγικότητας του αναπαριστώμενου συμβάντος».
Η Αθήνα ήταν η τελευταία πρωτεύουσα της Ευρώπης που απέκτησε ένα Μνημείο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Ηταν ακριβώς οκτώ χρόνια πριν, τον Μάιο του 2010, όταν τοποθετήθηκε στη συμβολή των οδών Μελιδόνη, Ερμού και Ευβούλου, στον Κεραμεικό, λίγα μέτρα πιο πέρα από τη Συναγωγή το έργο της γλύπτριας Ντιάννας Μαγκανιά. Ενα σπασμένο μαρμάρινο Αστρο του Δαβίδ «για την ανάπαυση όσων δεν αξιώθηκαν να έχουν δικό τους τάφο», λίγα μέτρα δίπλα από το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Τα επτά κομμάτια του διαμελισμένου αστεριού δημιουργούν αυτομάτως συναισθηματική φόρτιση και περνούν ακαριαία το μήνυμα για το βαθύ πλήγμα που υπέστησαν οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα.

Διαχείριση του πένθους και της ιστορικής ευθύνης

Είναι προφανές ότι αυτός ο διάλογος με τη φρίκη των γενοκτονιών και του Ολοκαυτώματος μέσω των μνημείων ενέχει στοιχεία διαχείρισης όχι μόνο της μνήμης, αλλά και του πένθους και της θέσης που επιθυμεί να λάβει ένας λαός στην Ιστορία, ανεξάρτητα από την επίσημη εκδοχή της. Για να φτάσει κανείς στο Μνημείο της Γενοκτονίας των Αρμενίων, το Τσιτσερνακαμπέρντ, πρέπει να ταξιδέψει στο Ερεβάν και να το επισκεφθεί σε έναν από τους τρεις λόφους κατά μήκος του ποταμού Χραζντάν. Μια στήλη ύψους 44 μέτρων συμβολίζει την αναγέννηση των Αρμενίων, καθώς εδώ η «επένδυση» γίνεται στην αναφορά της επιβίωσης ενάντια στην αφανιστική επέλαση. Και πώς συμβολίζεται αυτό; Με τη φλόγα που καίει αέναα στο κέντρο ενός κύκλου που σχηματίζουν δώδεκα πλάκες οι οποίες αντιπροσωπεύουν τις δώδεκα χαμένες επαρχίες στη σημερινή Τουρκία.
Για να επιστρέψουμε στο Βερολίνο, έχει ενδιαφέρον η σχεδόν ανάγκη της πόλης να συνομιλήσει ανοιχτά με το παρελθόν της και τις αμαρτίες του και να πάρει επισήμως θέση απέναντι στις ναζιστικές φρικαλεότητες. Ετσι, εκτός από το Μνημείο και το Μουσείο του Ολοκαυτώματος, υπάρχει και το Μνημείο για τους Ομοφυλόφιλους που εκδιώχθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς το οποίο δημιουργήθηκε το 2008, καθώς και αυτό για τους Σίντι και Ρομά που δημιουργήθηκε το 2012. Το πρώτο, μια στήλη από μπετόν που μοιάζει να αποσπάστηκε από το Μνημείο Ολοκαυτώματος του Αϊζενμαν, φέρει μια οθόνη όπου προβάλλονται σε λούπα οι εικόνες δύο ανδρών που φιλιούνται στο στόμα.

Μέσα στο δάσος του Τιεργκάρντεν, σχεδόν κρυμμένο, βρίσκεται το Μνημείο για τους Σίντι και Ρομά που εξοντώθηκαν από τους ναζί (αναγνωρίστηκε επισήμως το 1982 η γενοκτονία τους), με μια εικαστική προσέγγιση εντελώς διαφορετική. Ενταγμένο απόλυτα στο φυσικό περιβάλλον, σχεδόν απαρτίζεται από στοιχεία της φύσης το συγκεκριμένο μνημείο. Είναι μια τεχνητή λίμνη, που καλεί τους επισκέπτες να καθρεφτιστούν, να δουν την αντανάκλασή τους σε αυτό. Στο μέσο της λίμνης υπάρχει μια επιφάνεια όπου κάθε μέρα τοποθετείται ένα φρέσκο λουλούδι. Και πάλι συναντάμε εδώ τη λογική της ένταξης του επισκέπτη στο έργο, της δημιουργίας βιωματικής σχέσης.
Το ρεπορτάζ αυτό γίνεται με την ευκαιρία της 19ης Μαΐου, Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ