H Νένα Μεντή ερμηνεύει τον «Ουρανό κατακόκκινο» της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη και μοιράζεται τις σκέψεις της για το κείμενο, τη συγγραφέα και το νεοελληνικό έργο:
«Ο πρώτος και κυριότερος λόγος για αυτή την παράσταση είναι ότι πρόκειται για κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη. Είναι σπουδαία. Χρόνια ήθελα να παίξω κάτι δικό της –την είχα γνωρίσει. Ετσι, μόλις μου το πρότεινε ο Μάνος Καρατζογιάννης, δεν υπήρχε περίπτωση να πω όχι. Ακόμη κι αν ήταν για μία παράσταση! Δεν ήταν λίγο να μάθω τα λόγια όταν την ίδια στιγμή έπαιζα στις «Γυναίκες» του Παπαδιαμάντη. Στην ουσία ήταν κάτι που πρόσφερα στον εαυτό μου. Το ήθελα πολύ. Τόσο απλά.
Μέσα στο σκηνικό τοπίο ενός ερημικού χώρου, φιλοξενείται πρώτα «Αυτός και το παντελόνι του» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, και μετά ακολουθώ εγώ –με τον Χρήστο δεν συνυπάρχουμε ούτε στιγμή. Σαν στην ταράτσα όπου εξελίσσεται ο «Ουρανός» να υπάρχει κι ένα δωματιάκι για το «Παντελόνι του». Τι ενώνει αυτούς τους δύο ανθρώπους; Η μοναξιά τους. Είναι μόνοι και μιλούν με τον εαυτό τους. Τι άλλο τους ενώνει; Τα κείμενα, οι συγγραφείς. Είναι δύο από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες συγγραφείς, αν όχι οι πιο σπουδαίοι.
Η γραφή της Λούλας με συγκινεί και με ερεθίζει: ρεαλιστικός λόγος και υπαινικτικός μαζί με σαρκασμό. Οχι όμως καθαρός ρεαλισμός, αλλά κάτι ποιητικό και αμφίσημο.
Ετσι και η ηρωίδα μου, η Σοφία Αποστόλου, μια γυναίκα που έχει μέσα της κι έναν κακό εαυτό. Στο θέατρο μου αρέσει να κάνω ανθρώπους με αληθινά στοιχεία, άγγελος και διάβολος μαζί. Ετσι είμαι κι εγώ, έτσι είμαστε όλοι. Αλλά η πορεία και η διαδρομή αυτής της γυναίκας, το πώς παίρνει τη ζωή στα χέρια της, η μοναξιά της και στο τέλος η μοναχική της υπερηφάνεια, με συγκλονίζουν. Και όλο αυτό μιλάει στον σύγχρονο άνθρωπο, νομίζω…
Μέσα στα είκοσι χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το πρώτο ανέβασμα, πολλά έχουν αλλάξει στον τόπο μας, αλλά αυτός ο μονόλογος είναι παντός καιρού.
Το ελληνικό κείμενο μου πάει πολύ. Κάτι με πάει προς τα εκεί, κάπου αισθάνομαι ότι και ο κόσμος με θέλει προς τα εκεί. Σαν να θέλει να του μιλάω στη γλώσσα του. Οσο μεγαλώνω, όσο γερνάω δηλαδή, γυρνάω στις ρίζες. Ο κόσμος με στηρίζει, αγαπάει αυτά που κάνω, σαν να συγκινείται με την αλήθεια μου. «Μου θυμίζεις τη γιαγιά μου» μου λένε.
Μετά την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», ήρθε το «Τρίτο στεφάνι» με την Εκάβη του Ταχτσή. Μετά έκανα ένα έργο του Κοροβίνη, τον «Βρουκόλακα», με τον Γιώργο Λύρα, πέρυσι στο Αποθήκη τη «Δεύτερη φωνή». Σαν να ξετυλίγω ένα νήμα που έχω μέσα μου, και βρίσκω κι εγώ τον εαυτό μου. Καθαρίζω.
Με απασχολεί το επόμενο. Ψάχνω το ελληνικό στοιχείο, όχι το πατριωτικό, αλλά την αλήθεια και τη ρίζα του ανθρώπου, τη διαδρομή του σε αυτόν τον τόπο, πώς μπορεί να εξελιχθεί, πού μπορεί να πάει.
Στις επιλογές μου πρέπει να συνυπολογίσω και το αντίκρισμα στον κόσμο. Πάντα σκέφτομαι ότι αν κάτι με συγκινήσει, ελπίζω ότι θα συγκινήσει και τον κόσμο. Και γίνεται κάπως έτσι τελικά.
Δεν έχω κάνει μόνο λαϊκές γυναίκες, έχω κάνει και «ταγεράτες», όπως τις λέω. Ο ηθοποιός βγάζει από μέσα του ό,τι έχει, όχι κατασκευές. Η Αννα Ραγιά από το «Δις εξαμαρτείν» κάπου υπάρχει ακόμη μέσα μου. Θα μπορούσα να κάνω και μια αστή, βολεμένη, αλλά με βρίσκουν πιο λαϊκιά και δεν μου το προτείνουν. Ονειρεύομαι ένα κωμικό μιούζικαλ στο θέατρο, ελληνικό, με χιούμορ, αλλά κυρίως με γέλιο και δάκρυ. Σαν αυτά που έκανε η Βλαχοπούλου».

Πού και πότε

Θέατρο Σταθμός: Πέμπτη – Σάββατο (21.00) & Κυριακή (19.30).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ