Σε ό,τι αφορά τη διασημότητα αλλά και τη γενικότερη προσφορά του στις τέχνες του 20ού αιώνα, ο Ορσον Γουέλς θα παραμείνει για πάντα το τρομερό παιδί του κινηματογράφου. Τίποτε και ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσει σε φήμη το μοναδικό όραμά του ως ανθρώπου του σελιλόιντ. Αυτός ο ιδιοφυής σκηνοθέτης και ηθοποιός, που ξεκίνησε από το θέατρο και το ραδιόφωνο και χωρίς καμία προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία έδωσε στον κόσμο ένα διαμάντι όπως ο «Πολίτης Κέιν», άνοιξε συγχρόνως νέους ορίζοντες στον τρόπο με τον οποίο όχι μόνο μπορείς να δεις αλλά και να κάνεις σινεμά.
Η θυελλώδης σχέση του με τη Ρίτα Χέιγουορθ, ο βουλιμικός χαρακτήρας του, η αυτοκαταστροφική αλαζονεία του και ο παροιμιώδης εγωκεντρισμός του έχουν «περάσει» μέσα από δεκάδες βιογραφίες που ασχολήθηκαν ενδελεχώς με αυτή τη χαρισματική και πολυσχιδή προσωπικότητα από την Κενόσα του Γουισκόνσιν που εν μια νυκτί κατέκτησε το Χόλιγουντ και παρέμεινε αστείρευτη πηγή φαντασίας και έμπνευσης όχι μόνο μέχρι τα 70 του, όταν πέθανε στο Λος Αντζελες, αλλά για πάντα.


Πώς κοίταζε εκείνος

Ομως και πάλι, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν τα έχουμε δει όλα για τον Ορσον Γουέλς, υπάρχουν πτυχές της ζωής του που παραμένουν στη σκιά. Και εκεί κυρίως βρίσκεται η αξία του ντοκιμαντέρ του Μαρκ Κάζινς «The eyes of Orson Welles» (Τα μάτια του Ορσον Γουέλς) που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο τμήμα Cannes Classics του Φεστιβάλ Καννών, το οποίο ολοκληρώθηκε το περασμένο Σάββατο.
Από τον τίτλο και μόνο μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι το ντοκιμαντέρ αφορά το βλέμμα του Γουέλς πάνω στα πράγματα. Αυτή τη φορά όμως είναι το βλέμμα του Γουέλς κυρίως ως ζωγράφου, έστω και αν τελικά συνάδει με το κινηματογραφικό του βλέμμα. Ο Ορσον Γουέλς είχε στο ενεργητικό του εκατοντάδες ζωγραφικά έργα και σκίτσα, αν και, όπως ο Κάζινς επισημαίνει, ενώ αυτό το ζωγραφικό έργο είναι εξίσου ογκώδες με το κινηματογραφικό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί εξίσου σημαντικό. Εχει όμως τεράστιο ενδιαφέρον για το πώς ο Ορσον Γουέλς κοίταζε τον κόσμο.

«Δεν ήθελα να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τον Γουέλς»,
είπε ο Κάζινς, «διότι ενώ αγαπούσα και θαύμαζα τις ταινίες του όταν ήμουν έφηβος, αργότερα, όταν έγινα ο ίδιος κινηματογραφιστής, βρήκα ότι δεν είχα τίποτε παραπάνω να πω για αυτές». Οταν όμως ο Κάζινς έμαθε την ύπαρξη των ζωγραφιών του Γουέλς, κάτι άλλαξε στη φαντασία του. Στον Κάζινς αρέσει η αφηρημένη, «εκτός δουλειάς» πλευρά του σκιτσαρίσματος, του αρέσει που μοιάζει με έναν τρόπο για να αποβάλλει κανείς το στρες του, ενώ βρίσκει στο σκιτσάρισμα μια «υπνωτική ποιότητα». «Ενα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου έχει να κάνει με το βλέμμα. Πώς κοιτάζει κάποιος κάτι; Ισως αυτά τα έργα του Γουέλς με βοηθούσαν να δω πως κοίταζε εκείνος».

Αυτοβιογραφία με πινέλα

Αν η μικρότερη κόρη του Ορσον Γουέλς, η Μπεατρίς Γουέλς (σήμερα είναι 60 χρόνων), δεν είχε επιτρέψει στον Μαρκ Κάζινς πρόσβαση στα αρχεία της, ο ιρλανδός ντοκιμαντερίστας δεν θα είχε καταφέρει να γυρίσει το ντοκιμαντέρ. Ο Κάζινς συνάντησε τη Γουέλς στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Traverse City που διευθύνει ο Μάικλ Μουρ. Η Γουέλς και ο Φίλιπ Χόλμαν, υπεύθυνος του τμήματος Screen Arts του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν (το οποίο είχε ζητήσει μέρος της ζωγραφικής δουλειάς του Γουέλς), είπαν στον Κάζινς δεκάδες ιστορίες για τη σχέση του με τη ζωγραφική. Και το υλικό αυτό υπήρχε. «Στη θέση μιας αυτοβιογραφίας», επισημαίνει ο Κάζινς, «ο Ορσον Γουέλς άφησε πίσω τη ζωγραφική του, η οποία τελικά είναι αποκαλυπτική».
Ο Γουέλς άρχισε να σκιτσάρει και να ζωγραφίζει σε ηλικία εννέα ετών. Η ενασχόλησή του αυτή συνεχίστηκε για έξι δεκαετίες. Ειδικότητά του ήταν οι εντυπωσιακές καρικατούρες και τα ατμοσφαιρικά τοπία. Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε σκίτσα του Γουέλς από το 1927, όταν ο μετέπειτα κινηματογραφικός τιτάνας, σε ηλικία 12 ετών, γύριζε τον κόσμο μαζί με τον πατέρα του.
Βρέθηκαν σκίτσα του Γουέλς από την περίοδό του στην Ιρλανδία, στην Ισπανία –όπου πήγε το 1933 και αργότερα θα κατοικούσε –αλλά και στο Μαρόκο, του οποίου οι οπτικές αντιθέσεις θα «περνούσαν» μέσα από το μεταγενέστερο κινηματογραφικό έργο του, και ειδικότερα σε ταινίες όπως ο «Οθέλλος» και «Οι καμπάνες του μεσονυχτίου».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Γουέλς είδε από πρώτο χέρι την άνοδο του φασισμού στην Ισπανία, εικόνες που λίγα χρόνια αργότερα θα τροφοδοτούσαν τη δουλειά του στο θέατρο, ειδικά στον «Ιούλιο Καίσαρα» που τον ανέδειξε σε ηλικία 22 χρόνων, όταν ανέβηκε με τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ.


Ταινίες-άλμπουμ με σκίτσα

Η εξέλιξη των πολιτικών απόψεων του Γουέλς κατά τη διάρκεια της θεατρικής περιόδου του στα τέλη της δεκαετίας του ’30 διαπερνούν την ταινία, η οποία «φλερτάρει» λίγο και με την ερωτική ζωή του. Επισημαίνει την έλξη του σε έναν «ξεπερασμένο ιπποτισμό», τονίζει την «αφθονία του σκότους σε ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του στον κινηματογράφο» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αρκετές από τις ταινίες του Γουέλς ήταν από μόνες τους «άλμπουμ με σκίτσα». Δημιουργίες γδαρμένες και «τσαλακωμένες», ελάχιστες από τις οποίες καταλήγουν σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Οπως εξάλλου συνέβη με αρκετές ταινίες του Γουέλς που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.
Τα σχέδια και οι εικόνες, που ο σκηνοθέτης μετέφερε από θησαυροφυλάκιο της Νέας Υόρκης στη Σκωτία, δίνουν στην ταινία μια πραγματικά ξεχωριστή διάσταση, έχεις την αίσθηση ότι το ασυνείδητο του Γουέλς έρχεται στο προσκήνιο. Αρχικά, οι εικόνες και τα σχέδια φαίνονται σαν εκκεντρικότητες, ένας τρόπος για να εξοικειωθούμε με το επίσης άγνωστο έργο του Ορσον Γουέλς, εκείνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το οποίο ο Κάζινς αντιπαραθέτει με τον κόσμο του Ντόναλντ Τραμπ. Αργότερα, ο Κάζινς κοιτάζει μερικές από τις αδυναμίες του Γουέλς όσον αφορά την προσωπική του ζωή και τις σχέσεις του, αλλά η προσέγγισή του δεν καταφεύγει στον λαϊκισμό.

Βασιλιάς και γελωτοποιός

Οσο ο Κάζινς άκουγε τις ιστορίες της Γουέλς αντιλαμβανόταν ότι θα ήθελε η ταινία του να έχει μια μυθική δομή, μια σειρά κεφαλαίων με τίτλους όπως «Pawn» (Πιόνι), «Knight» (Ιππότης), «King» (Βασιλιάς) και «Jester» (Γελωτοποιός). Κάθε κεφάλαιο αγγίζει και μια διαφορετική πλευρά του χαρακτήρα, ενώ το σενάριο είναι γραμμένο σαν ένα γράμμα απευθυνόμενο προς τον Γουέλς και όχι προς το κοινό. «Ηλπιζα ότι με το γράμμα ο θεατής θα ένιωθε πως κρυφακούει» είπε ο Κάζινς. «Και αυτή η ιδέα μού άρεσε».
Αυτή η «ενσωμάτωση» του συγκεκριμένου σκηνοθέτη στην ταινία του είναι μια τεχνική την οποία ο Κάζινς είχε ήδη χρησιμοποιήσει σε προηγούμενες δουλειές του, όπως το «A story of children and film». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Κάζινς θέτει αξιόλογα ερωτήματα. Ενα από αυτά είναι πώς άραγε ο Ορσον Γουέλς θα αντιμετώπιζε τον σύγχρονο κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ο Κάζινς υποψιάζεται πως θα τoν έβρισκε διασκεδαστικό, ο Γουέλς θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με αυτόν τον κόσμο. Θα ξόδευε ελάχιστα χρήματα. Δεν θα τον απασχολούσαν οι απαιτήσεις των στούντιο. Και θα είχε όλον τον χρόνο που θα χρειαζόταν για να παρουσιάσει αυτό που ακριβώς ήθελε. Αυτό που μετά τον «Πολίτη Κέιν» σπανίως κατάφερνε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ