Ηταν τέλη του 1966 ή αρχές του 1967. Μια τότε φίλη μου, Αμερικάνα που είχε έρθει να μείνει για ένα διάστημα στην Ελλάδα, ήθελε ντε και καλά να επισκεφθεί ό,τι άξιο λόγου, αρχαίο και μη αρχαίο, υπήρχε στην Αθήνα. Ετσι κάπως βρέθηκα για πρώτη φορά στο Μουσείο Μπενάκη. Πώς είναι το Μουσείο Μπενάκη σήμερα; Καμιά σχέση! Ζήτημα αν υπήρχαν δυο-τρεις επισκέπτες στο κτίριο. Φύλακες βαριεστημένοι, εκθέματα σαν «αφημένα» εκεί όπου τα τοποθέτησε κάποιο χέρι κάποτε. Μιζέρια, σας λέω. Σχεδόν θλίψη.

Κι αυτά κι εκείνα

Ποιος ήξερε τον Αγγελο Δεληβορριά το 1973, όταν αναλάμβανε διευθυντής αυτού του αποστεωμένου, μαραγκιασμένου τότε οργανισμού; Σχεδόν κανένας. Ωστόσο, σταδιακά, όλο και περισσότερο από χρόνο σε χρόνο, μετά τη Μεταπολίτευση αρχίσαμε να ακούμε το όνομά του, κατά κανόνα με αφορμή κάποια αναβάθμιση ή πρωτοβουλία του Μουσείου Μπενάκη. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να αναφερθώ αναλυτικά στο επιστημονικό έργο του Αγγελου Δεληβορριά, ούτε και σε όλα όσα έκανε στα σαράντα και πλέον χρόνια που βρισκόταν στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη. Μένοντας στα πιο ορατά διά γυμνού οφθαλμού, θα μπορούσα απλώς να θυμίσω την αναβάθμιση του κτιρίου της Κουμπάρη, το από κάθε άποψη (και όχι μόνον ως αρχιτεκτόνημα) εξαιρετικό Μπενάκη της Πειραιώς, το κομψοτέχνημα της οδού Ασωμάτων όπου στεγάστηκαν οι συλλογές Ισλαμικής Τέχνης, τη μετατροπή του σπιτιού του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα σε Μουσείο της Γενιάς του ’30.
Αλλά ας μη μείνουμε μόνο στους χώρους και στα κτίρια. Και εκθέσεις που άφησαν εποχή, και εκδόσεις-διαμάντια όπως αυτή των απάντων του Κάλβου, και εξαιρετικοί κατάλογοι, και αρχιτεκτονικό αρχείο, και φωτογραφικό αρχείο, και το Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» που το υιοθέτησε, και, και, και… Επί των ημερών του όλα. Κι αυτά, κι εκείνα. Εχοντας πλάι του άξιους συνεργάτες και άξιες συνεργάτριες, βέβαια. Που όμως ήξερε πώς να τους/τις διαλέξει, αλλά και πώς να τους εμφυσήσει το πνεύμα άοκνης δραστηριότητας και εμπνευσμένης δημιουργικότητας που χαρακτήριζε τον ίδιον.

Τον έλεγαν Αγγελο

Ο Αγγελος Δεληβορριάς κινούνταν στον αντίποδα της μουχλιασμένης γραφειοκρατίας και της λογικής της ήσσονος προσπαθείας που έχει με τα χρόνια διαποτίσει ολόκληρους τομείς του δημόσιου βίου, και βέβαια και αυτόν του πολιτισμού, στον αντίποδα της μετριοκρατίας και της ισοπέδωσης στον κατώτατο δυνατό παρονομαστή. Και όλα αυτά χωρίς ποτέ να γίνεται απόμακρος ή δυσπρόσιτος, σαν κάτι άλλους θεράποντες (τρομάρα τους…) του πολιτισμού που, αν κάτι τους χαρακτηρίζει, αυτό είναι το σηκωμένο φρύδι και το «δήθεν», η πόζα και η μόστρα. Με το μπλουτζίν του και με το τσιγάρο στο χέρι, ανεβασμένος δεύτερος στο μηχανάκι, πηγαινοερχόταν από την Κουμπάρη στην Πειραιώς και από την Κριεζώτου στην Κουμπάρη. Και πάντα, πρωινός-πρωινός. «Ελα αύριο στου Γκίκα να τα πούμε» μου έλεγε. «Ξέρεις, κατά τις οκτώ, πριν αρχίσουν να χτυπάνε τα τηλέφωνα».
Και να ‘ταν μόνο το Μπενάκη; Ανήσυχος, ανικανοποίητος, ακαταπόνητος. Και στο Πανεπιστήμιο, και στις ανασκαφές στις αγαπημένες του Αμύκλες, και στην Ακαδημία πιο πρόσφατα, παντού απ’ όπου πέρασε ο Αγγελος Δεληβορριάς άφησε το χνάρι του, τη σφραγίδα του. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα όσα γράφτηκαν για αυτόν στον Τύπο αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα εντυπωσιαστεί από το πόσο ζεστά και αγαπησιάρικα μιλάνε όλοι και όλες για τον φίλο τους, για τον συνεργάτη τους, για τον δάσκαλό τους.
Πρόσφατα διάβασα κάπου ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά τα ογδόντα του, έλεγε πόσο τον έθλιβε ότι δεν ζούσε πια ούτε ένας άνθρωπος που να του μιλάει στον ενικό, που να τον λέει Κώστα. Ε, λοιπόν, μπορώ να βεβαιώσω ότι τον Αγγελο ήταν πολλές εκατοντάδες εκείνοι που μέχρι και την τελευταία του στιγμή τον έλεγαν απλώς… Αγγελο. Κι αν ζούσε και δέκα, και είκοσι χρόνια ακόμα, όπως του άξιζε, και πάλι Αγγελο θα τον έλεγαν όλοι αυτοί που είχαν την τύχη να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους με τον δικό του.

«Θα σε θυμηθούμε»…

Αλλά και τι άσχημα παιχνίδια που παίζει καμιά φορά η άτιμη η μοίρα; Πέθανε την Τρίτη, 24 Απριλίου. Εχω μπροστά μου, απέναντί μου, μια πρόσκληση που γράφει: «Ακαδημία Αθηνών. Δημόσια Συνεδρία. Υποδοχή του ακαδημαϊκού κ. Αγγελου Δεληβορριά […]. Ομιλία του με θέμα «Η ανθρώπινη μορφή στην αρχαία ελληνική τέχνη»». Την πρόσκληση συνοδεύει ένα απέριττο, κάπως σαν το τζιν του ή τη νιτσεράδα του, σημείωμα: «Μετά την τελετή της υποδοχής μου στην Ακαδημία Αθηνών, έχω την τιμή να σας προσκαλέσω σε δεξίωση που θα δοθεί στο Μουσείο Μπενάκη, Κουμπάρη 1 και Βασιλίσσης Σοφίας». Υπογραφή: Αγγελος Δεληβορριάς.
Δεν μας δεξιώθηκες, τελικά, Αγγελε. Ούτε εμείς θα σε έχουμε μαζί μας όταν χειμωνιάσει και φτιάξω τον πρώτο τραχανά. Και σου άρεσε τόσο ο τραχανάς! Δύο πιάτα έτρωγες κάθε φορά. Θα σε θυμηθούμε, όμως. Θα γελάσουμε, όπως γελάγαμε πάντα. Θα είναι ίσως μαζί μας η Μαρία. Ανάμεσα στα άλλα, θα μας πει και για τον μικρό Αγγελο, που τόση χαρά σού είχε δώσει όταν γεννήθηκε, πριν από περίπου έναν χρόνο. Θα γελάσουμε και θα θυμηθούμε το δικό σου τρανταχτό γέλιο. Γέλιο ενός ανθρώπου δημιουργικού, ρέκτη, ρηξικέλευθου, χαριτωμένου, όπως ήσουν εσύ. Ενός ανθρώπου που ήξερε όσο λίγοι πώς να κάνει πράξη το «άδραξε τη μέρα», το carpe diem των Λατίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ