«Απ’ ό,τι φαίνεται, θα είναι ένα όμορφο φεστιβάλ» έγραφε στην ανταπόκρισή του για τον «Guardian» ο βρετανός δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Ράουντ λίγο προτού σηκωθεί η αυλαία του 21ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Καννών. «Ενδιαφέρον, ήρεμο και όχι φοβερά συναρπαστικό». Ηταν προφανές ότι ο Ράουντ είχε αφήσει στην παραλία τα αντανακλαστικά της συνήθως καυστικής κριτικής του. Λίγες ημέρες αργότερα ο ίδιος δημοσιογράφος –και δεν ήταν ο μόνος –αναφερόταν σε «έναν αέρα του 1917 που κυμάτιζε πάνω από την όλη διαδικασία» του πιο επεισοδιακού, όπως απεδείχθη, φεστιβάλ της ιστορίας των Καννών.
Βέβαια οι εξεγέρσεις του φοιτητικού κινήματος που είχαν σημειωθεί από την αρχή του έτους στο Παρίσι είχαν προκαλέσει ανησυχία στους υπευθύνους της διοργάνωσης ώστε να ληφθούν μέτρα. Κανένας όμως δεν περίμενε την έκταση της «επανάστασης» στις Κάννες, ενώ τα μέτρα δεν είχαν άμεση σχέση με τα γεγονότα του Μαΐου. Οι πρώτες κινητοποιήσεις των φοιτητών είχαν ήδη εκδηλωθεί στα πανεπιστήμια από τον Ιανουάριο του 1968, την ώρα που γίνονταν απανωτές αντιαμερικανικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στον οποίο η γαλλική κυβέρνηση είχε και επίσημα αντιταχθεί. Από την πλευρά του λοιπόν, το μόνο που είχε κάνει το φεστιβάλ ήταν να απορρίψει τη συμμετοχή δύο ταινιών σχετικών με το Βιετνάμ, το «Tell me lies» του Πίτερ Μπρουκ από την Αγγλία και το «A face of war» του Γιουτζίν Τζόουνς από την Αμερική. Ο λόγος ήταν ότι την ίδια ώρα που θα διεξαγόταν το φεστιβάλ στο Παρίσι γίνονταν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους Βορειοβιετναμέζους.
Αν δει όμως κανείς τι είχε μεσολαβήσει ως τότε, θα διαπιστώσει ότι το Φεστιβάλ Καννών, το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, ήταν αδύνατον να μείνει «αλώβητο». Στις 22 Μαρτίου έγινε κατάληψη στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ έξω από το Παρίσι, στις 30 Απριλίου έγινε κατάληψη στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και καθ’ όλη τη διάρκεια του Απριλίου ξεσπούσαν μικρές φοιτητικές διαδηλώσεις.
Στις αρχές Μαΐου έκλεισε το Πανεπιστήμιο της Ναντέρ προκειμένου οι κινητοποιήσεις να σταματήσουν και στις 3 του μηνός φοιτητές της Σορβόννης συναντήθηκαν για να διαμαρτυρηθούν για το κλείσιμο και την ενδεχόμενη αποβολή φοιτητών της Ναντέρ. Στις 5 Μαΐου στήθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα στο Καρτιέ Λατέν και στις 6 η UNEF2 αλλά και η Ενωση των Καθηγητών Πανεπιστημίων κάλεσαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Μαΐου η αστυνομία χτύπησε. Σε απάντηση το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα κάλεσαν την εργατική τάξη να αντισταθεί στην πολιτική του Σαρλ ντε Γκωλ. Με άλλα λόγια η χώρα φλεγόταν.

Χρονικό προαναγγελθείσης διακοπής

Ηταν βέβαιο ότι θα γινόταν, ότι τα γεγονότα του Παρισιού κάποια στιγμή θα αντηχούσαν και στην Κρουαζέτ. Με επιστολή της στις 13 Μαΐου η Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου Γαλλίας κάλεσε τον κόσμο σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας υπέρ των φοιτητών απαιτώντας από τους διοργανωτές του φεστιβάλ τη διακοπή της διοργάνωσης. Ο Ρομπέρ Φαβρ Λε Μπρε, πρόεδρος τότε του φεστιβάλ, αρνήθηκε. Το επιχείρημά του ήταν ότι οι ξένοι συμμετέχοντες στο φεστιβάλ δεν μπορούσαν να αναμειχθούν σε εσωτερικά θέματα της Γαλλίας. Το μόνο που έκανε ο Φαβρ Λε Μπρε ήταν να ακυρώσει τα… πάρτι, τα κοκτέιλ και τα δείπνα.
Ενας αρνήθηκε πεισματικά να υποκύψει και αυτός ήταν ο σκηνοθέτης Φρανσουά Τριφό, ανέκαθεν το «κακό» παιδί του φεστιβάλ, ο άνθρωπος που ως ανταποκριτής (προτού γυρίσει τα «400 κτυπήματα» και αποθεωθεί στο ίδιο φεστιβάλ) ασκούσε πάντα δριμύτατη κριτική κατά του θεσμού, ο οποίος από την πλευρά του τον αντιμετώπιζε εχθρικά φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να του «απαγορεύσει» την είσοδο μη παραχωρώντας του πάσο.
Ο Τριφό ήταν αποφασισμένος να διακόψει το φεστιβάλ και το κάλεσμά του έγινε μέσω μιας κίνησης που βαφτίστηκε Γενική Συνέλευση του Γαλλικού Κινηματογράφου (στην παράδοση της σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης των Τάξεων της Γαλλικής Επανάστασης που ισοδυναμούσε με ομολογία του βασιλιά ότι η χώρα ήταν σε αδιέξοδο). Τα μέλη της Συνέλευσης του Τριφό ήταν 2.000 φοιτητές κινηματογράφου και τεχνικοί, καθώς επίσης σκηνοθέτες, ηθοποιοί και κριτικοί κινηματογράφου οι οποίοι ελάμβαναν ήδη μέρος σε απανωτές συνελεύσεις στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Γαλλίας στην οδό Βογκιράρ στο Παρίσι. Στόχος τους ήταν το ξερίζωμα των ως τότε θεσμών του γαλλικού κινηματογράφου, η σωτηρία της Γαλλικής Ταινιοθήκης και μια γενική απεργία σε όλους τους τομείς της οπτικοακουστικής βιομηχανίας στη Γαλλία. Και φυσικά, η διακοπή του Φεστιβάλ Καννών.
Φρανσουά Τριφό εν δράσει
Το πρωί του Σαββάτου 18 Μαΐου στις Κάννες, ο Φρανσουά Τριφό ανέβηκε στη σκηνή της Salle Jean Cocteau για μια συνέντευξη Τύπου που είχε διοργανώσει η Επιτροπή Υπεράσπισης της Ταινιοθήκης. Δίπλα στον Τριφό βρίσκονταν ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο Λουί Μαλ, ο Μίλος Φόρμαν και ο Κλοντ Λελούς, ο οποίος μάλιστα είχε έρθει στις Κάννες με το ιδιωτικό γιοτ του προκαλώντας κάποιες αντιδράσεις. Εκεί, αφού διάβασε το πόρισμα της επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης του Γαλλικού Κινηματογράφου, ο Τριφό ζήτησε από τους δημοσιογράφους και τους κινηματογραφιστές να σταματήσουν το φεστιβάλ. Αμέσως ο Μίλος Φόρμαν ανακοίνωσε ότι είχε αποσύρει την ταινία του «Ο χορός των πυροσβεστών» από το επίσημο τμήμα. «Οι ταινίες στροβιλίζονται σαν κομμένα κεφάλια» έγραψε η «Evening Standard» στην ανταπόκρισή της δίνοντας δραματική έμφαση στην επαναστατικότητα και στην «ατμόσφαιρα γκιλοτίνας» εκείνων των στιγμών. Στη σκηνή εμφανίστηκε και ο Ρόμαν Πολάνσκι, μέλος τότε της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ, στο οποίο δεν έδινε και τόση σημασία, αφού τον ενδιέφερε η απόλαυση της χαλαρότητας της Κυανής Ακτής, στο πλάι της συντρόφου του, Σάρον Τέιτ. «Καθετί που λες μου θυμίζει τρομερά την εποχή που βρισκόμουν στην Πολωνία υπό τον σταλινισμό!» ψιθύρισε το «κακό» παιδί της Βαρσοβίας στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ρεπορτάζ του «Variety» αναφέρει ότι ο Πολάνσκι αποκάλεσε τον Τριφό, τον Λελούς και τον Γκοντάρ «μικρά παιδάκια που το παίζουν επαναστάτες». Ο Πολάνσκι δεν ήθελε τη διακοπή του φεστιβάλ και αν τελικά το έκανε ο λόγος ήταν «η αλληλεγγύη προς τους φοιτητές, τους οποίους ολόψυχα υποστηρίζω», όπως είχε δηλώσει.

Εντονες διαμάχες

Την επόμενη ημέρα οι συνεδριάσεις και οι αντιπαραθέσεις στις Salle Jean Cocteau και Grande Salle για τη διακοπή ή τη συνέχιση του φεστιβάλ συνεχίζονταν ακατάπαυστα ανάμεσα σε γέλια, κλάματα και τσακωμούς. Διότι, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, διαφορές υπήρξαν ακόμα και σε εκείνους που υποστήριζαν ότι το φεστιβάλ έπρεπε να διακοπεί. Ηταν διαφορές τακτικής. Κάποιοι ήθελαν την ολική διακοπή του φεστιβάλ, κάποιοι τη μερική, με τις προβολές να συνεχίζονται.
Ωστόσο, η Συνέλευση πίστευε ότι για να διακοπεί ολοκληρωτικά και αδιαπραγμάτευτα το φεστιβάλ, τα μέλη της επιτροπής θα έπρεπε να παραιτηθούν. Ο κλήρος για τον ρόλο του μεσάζοντος έπεσε στον Λουί Μαλ που ήταν μέλος της επιτροπής και Γάλλος. Και πράγματι, ο Μαλ έπεισε τη Μόνικα Βίτι, αν και ο βρετανός σκηνοθέτης Τέρενς Γιανγκ παραιτήθηκε μόνον όταν δέχθηκε πιεστικό τηλεφώνημα από το συνδικάτο των γάλλων εργαζομένων στον κινηματογράφο, στο οποίο ήταν μέλος. Ο Πολάνσκι παραιτήθηκε ύστερα από έκκληση του Τριφό αλλά αμέσως το… μετάνιωσε.
Οταν αργότερα ο Μαλ μετέφερε τα νέα στους συναδέλφους που είχαν κατασκηνώσει στην Grande Salle (η οποία είχε πλέον πλημμυρίσει από φωτορεπόρτερ και παπαράτσι που βρίσκονταν εκεί για λόγους εντελώς διαφορετικούς από τη φωτογράφιση αστέρων), ο πρόεδρος του φεστιβάλ Φαβρ Λε Μπρε ανακοίνωσε με τη σειρά του ότι το φεστιβάλ θα διεξαχθεί κανονικά αλλά χωρίς διαγωνιστικό πρόγραμμα.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον, ρεπόρτερ των «Financial Times», έγραψε στην ανταπόκρισή του ότι οι διευθυντές των ανταγωνιστικών φεστιβάλ της Βενετίας και του Βερολίνου αναζητούσαν σαν τα κοράκια τους συμμετέχοντες σκηνοθέτες του διαγωνιστικού προγράμματος για να προλάβουν να αρπάξουν τις ταινίες τους για το δικό τους φεστιβάλ!

Λουί Μαλ – presona non grata

Ωστόσο εν τέλει το φεστιβάλ διεκόπη και αποδιοπομπαίος τράγος υπήρξε ο Λουί Μαλ, ο οποίος για ένα μεγάλο διάστημα αποτελούσε persona non grata στις Κάννες (παρότι την επόμενη χρονιά η ταινία του «Καλκούτα» προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ). Διότι φυσικά η διακοπή του φεστιβάλ είχε και οικονομικό αντίκτυπο. Πρώτον και βασικότερο, στην κινηματογραφική κοινότητα. Η κινηματογραφική αγορά του Φεστιβάλ Καννών ήταν από τότε (και σήμερα ακόμα περισσότερο) μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου και σίγουρα της Ευρώπης. Η διακοπή όμως είχε επιπτώσεις και στα έσοδα της ίδιας της πόλης της Γαλλικής Ριβιέρας. «Οταν πήγα στο Café Bleu, δίπλα στο Palais, αρνήθηκαν να με σερβίρουν» θα έλεγε αργότερα ο Μαλ.
Ωστόσο ο σκηνοθέτης του «Ασανσέρ για δολοφόνους» και του «Μοιραίου πάθους» αργότερα θα χαρακτήριζε τα γεγονότα του Μάη «σπουδαία στιγμή στην ιστορία της Ευρώπης». Μάλιστα, όταν ο κύκλος του Μάη είχε πια κλείσει, ο Μαλ θα δήλωνε ότι δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα «ο Μάης του ’68 να γίνει θεσμός. Θα ήταν ωραίο κάθε τέσσερα χρόνια να έχουμε έναν Μάη. Σίγουρα θα ήταν μια κάθαρση πολύ καλύτερη από αυτήν των Ολυμπιακών Αγώνων».

Ταινίες για τον Μάη του ’68 που πρέπει να δείτε

¢ «Μια ταινία σαν τις άλλες» / «Un film comme les autres», 1968, μυθοπλασία / ντοκιμαντέρ του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
¢ «Le révélateur», 1968, μυθοπλασία του Φιλίπ Γκαρέλ.
¢ «Coup pour coup», 1972, μυθοπλασία του Μαρέν Καμίτς.
¢ «Η μαμά και η πουτάνα» / «La maman et la putain», 1973 του Ζαν Εστάς.
¢ «Mai 68», 1974, ντοκιμαντέρ των Ζερόμ Καναπά, Γκουντί Λαβέτζ.
¢ «Ο Μιλού τον Μάη» / «Milou en Mai», 1990, μυθοπλασία του Λουί Μαλ.
¢ «Να πεθαίνεις στα 30» / «Mourir à 30 ans», 1982, ντοκιμαντέρ του Ρομάν Γκουπίλ.
¢ «Οι ονειροπόλοι» / «The dreamers», 2003, μυθοπλασία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
¢ «Συνήθεις εραστές» / «Les amants reguiares», 2005, του Φιλίπ Γκαρέλ.
¢ «Μετά τον Μάη» / «Apres Mai», 2012, μυθοπλασία του Ολιβιέ Ασαγιάς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ