Σε μία από τις πρώτες του συνεντεύξεις για «ΤΑ ΝΕΑ» της 13ης Μαΐου το 1974, ο Αγγελος Δεληβορριάς μιλούσε για τη νέα μορφή μουσείου που προέτασσαν οι κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Σύμφωνα με τον άρτι, τότε, διορισθέντα διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, θα έπρεπε σταδιακά να γίνει «ένας τόπος αισθητικής απολαύσεως και κέντρο μελέτης για τους ειδικούς, αλλά ταυτόχρονα «σχολείο» της ιστορίας του πολιτισμού για το ευρύτερο κοινό».
Οι ιδέες του σήμερα μοιάζουν αυτονόητες, όμως την εποχή που τις εξέφραζε δεν αποτελούσαν κοινό τόπο. Είχαν μεν εφαρμογή στον λεγόμενο «δυτικό κόσμο», αλλά ήταν «καιρός να αρχίσουν να εισάγονται πρακτικά και στην Ελλάδα» όπως υπογράμμιζε ο Τύπος της εποχής. Ε, λοιπόν, ο Αγγελος Δεληβορριάς αφιέρωσε όλη τη ζωή του σε αυτόν τον σκοπό. Για να «ελαφρύνει ο μουσειακός χώρος από το βάρος της απρόσιτης αυθεντίας, να κερδίσει μια ατμόσφαιρα εξοικείωσης, που να κάνει ευχάριστη την παραμονή και των μικρών παιδιών ακόμα» όπως έλεγε όταν ήταν μόλις 36 ετών και είχε διαδεχθεί τον διακεκριμένο επιστήμονα Μανώλη Χατζηδάκη έπειτα από πρόταση του Μαρίνου Καλλιγά, ο οποίος ήταν τότε μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη.

Αυθεντία ως το τέλος

Κατά γενική ομολογία, αυθεντία ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, στα 81 του χρόνια, όταν απεβίωσε την προηγούμενη Τρίτη από πνευμονολογικά προβλήματα ύστερα από σύντομη νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ιδιωτικού θεραπευτηρίου. Αυθεντία ως διευθυντής, ως μάνατζερ και ως δεινός fundraiser, ο οποίος πήρε κάποτε στα χέρια του ένα μουσείο «με χαρακτηριστικά μιας ιδιωτικής συλλογής, το οποίο είχε αρχίσει σιγά-σιγά να παλιώνει», όπως έλεγε η Αιμιλία Γερουλάνου στη συνέντευξη Τύπου για την ανακοίνωση της αποχώρησης του Δεληβορριά από το Μπενάκη το 2014, και το μετέτρεψε σε «έναν πολυδιάστατο, έγκριτο οργανισμό, αναμφισβήτητα τον πιο δυναμικό μουσειακό οργανισμό στην Ελλάδα, ο οποίος έχει τοποθετηθεί πλέον ψηλά και στη διεθνή κλίμακα του πολιτισμού».Και όσο για το «μυστικό» της επιτυχίας του, αυτό ήταν γνωστό σε όλους. Η δική του πληθωρική «αυθεντία» δεν υπήρξε ποτέ απρόσιτη.
Ανήσυχο μυαλό, ενθουσιώδης, αεικίνητη όσο και εκρηκτική προσωπικότητα, «όταν με ρωτούν πώς είμαι, συχνά απαντώ: Κυκλοφορώ με τον ζουρλομανδύα στο χέρι και είμαι έτοιμος να τον φορέσω στον εαυτό μου» έλεγε με το αμίμητο χιούμορ του. Υπήρξε ανοιχτός, πάντα φιλοπερίεργος για τον συνομιλητή του και την προσωπική του ιστορία, κομψός σόουμαν του πνεύματος που αναζητούσε την ουσιαστική επαφή και επικοινωνία και βεβαίως είχε όλα τα εργαλεία και την κατάρτιση για να βρει διόδους επικοινωνίας με όποιον και αν μιλούσε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στα μηνύματα που κατέκλυσαν το Facebook μετά την είδηση του θανάτου του η συγκίνηση, η λύπη έως και η συντριβή ήταν πηγαίες εκφράσεις ανθρώπων που γοητεύτηκαν από το έργο και την προσωπικότητά του. «Ηταν τέτοια η ακτινοβολία και η χάρη του, ώστε ακόμα και όταν τσακωνόσουν μαζί του ήταν αδύνατον να του κρατήσεις έστω και μια μέρα κακία» λένε άνθρωποι που είχαν κοντινή σχέση μαζί του. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Αγγελος Δεληβορριάς υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της χώρας και ότι ο θάνατός του αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό.

Πρέπει να σε «κεντάει»

Ο Αγγελος Δεληβορριάς πίστευε ότι ο επισκέπτης πρέπει να κεντρίζεται από τις συλλογές των μουσείων και τις εκθέσεις και να επιστρέφει ξανά και ξανά σε αυτά. Οι θησαυροί του Μουσείου απέκτησαν ειρμό και φάνηκαν οι επιμέρους ενότητές τους, η σύγχρονη τέχνη βρήκε σπίτι στο κτίριο της οδού Πειραιώς το 2003 και η ισλαμική στον Κεραμεικό το 2004. «Υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία επαίρομαι» έλεγε στο «Βήμα» και σε συνέντευξή του στον Μάρκο Καρασαρίνη. «Για τα Αρχεία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, μιας σπουδαίας προσφοράς στην αρχιτεκτονική, για τους θησαυρούς των ιστορικών αρχείων που έχουν προστεθεί, τώρα πλέον, στην Κηφισιά, στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, για την ιδέα της πολυκεντρικής οργάνωσης του μουσειακού οργανισμού –ας μην ξεχνάμε ότι η Αθήνα είναι πλέον μια πόλη 5 εκατομμυρίων, ίσως και παραπάνω -, για το εργαστήρι του Γιάννη Παππά, ενός σπουδαίου γλύπτη, που προσφέρεται ως μουσειακός χώρος. Λυπάμαι για το γεγονός ότι για τους γνωστούς λόγους της κρίσης, που μαστίζει και το Μουσείο, δεν προσετέθη το εργαστήρι του Μέμου Μακρή, ενός άλλου σπουδαίου έλληνα γλύπτη. Εχω την αίσθηση ότι δεν έχουμε ξοφλήσει τα χρέη μας σε αυτούς που μας επιτρέπουν να μην ντρεπόμεθα ως νεοέλληνες».
Οταν αποχώρησε από τη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη –την κατείχε επί 41 συναπτά έτη, από τους μακροβιότερους διεθνώς –δεν ήταν πολλά αυτά που θα μπορούσε να κάνει επιπλέον για το Μπενάκη, αν και το, ας το πούμε, παράπονό του ήταν ότι δεν δημιούργησε έναν χώρο που θα στέγαζε και άλλους πολιτισμούς, όπως τους προκολομβιανούς ή της Αφρικής. Βέβαια αυτή ακριβώς η διεύρυνση των δραστηριοτήτων του Μουσείου και των παραρτημάτων του, βάσει του μεγαλόπνοου οράματός του για ένα εξωστρεφές και αποκεντρωμένο Μπενάκη, οδήγησε, σύμφωνα με τους επικριτές του, στα μεγάλα προβλήματα. Σε μια γιγάντωση που δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη. Βέβαια, όταν εκείνος έκανε τους υπολογισμούς του, το κράτος συνέδραμε με χορηγία στη λειτουργία του Μουσείου, όπως προβλέπεται βάσει του ιδρυτικού του νόμου, και ήταν σε θέση να καλύπτει τις μισθολογικές ανάγκες των υπαλλήλων. Ομως από το 2010 και μετά, ύστερα από τη σαρωτική έλευση της οικονομικής κρίσης, η χρηματοδότηση αυτή περικόπηκε σε μεγάλο βαθμό. Ο ίδιος το έφερε βαρέως που αναγκάστηκε να βιώσει τη συρρίκνωση του προϋπολογισμού, των μισθών και του προσωπικού του Μουσείου το οποίο ήταν κυριολεκτικά σπίτι του.
Το άλλο σπίτι, εκείνο στο οποίο γεννήθηκε το 1937, βρισκόταν στην οδό Αναπήρων Πολέμου και ήταν γεμάτο βιβλία. Γονείς του ήταν ο πολιτικός μηχανικός Σπύρος και η Γλαύκη Δεληβορριά, ένα πολύ καλλιεργημένο ζευγάρι που έκανε άλλο ένα αγόρι εκτός από τον Αγγελο, τον Ανδρέα (υπάρχει και ένας τρίτος αδερφός από τον δεύτερο γάμο του πατέρα τους). Οσοι τους γνώρισαν είχαν να λένε για αυτή την πανέμορφη οικογένεια όπου κάθε μέλος της ήταν σαν ένας μικρός θεός. Εκτός από τη φρενήρη ενασχόλησή του με το Μπενάκη, ο Αγγελος Δεληβορριάς ήταν ιδιαίτερα δοσμένος και στην οικογένεια που δημιούργησε ο ίδιος με τη σύζυγό του Μαρία, τη σύντροφό του επί σχεδόν μισό αιώνα, με την οποία παντρεύτηκε από σφοδρό και μεγάλο έρωτα και απέκτησε μαζί της τον Αλέξη και τη Μαρίνα-Γλαύκη. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα τρία εγγόνια του, ήταν άλλωστε πολύ τρυφερός με τα παιδιά.

Το πάθος της αρχαιολογίας

Ανάμεσα σε όλες τις υποχρεώσεις του, αυτός ο φανατικά ελληνομανής αλλά και αβίαστα κοσμοπολίτης ξέκλεβε πάντα χρόνο για το επιστημονικό του έργο γιατί, όπως έλεγε, ανήκε σε μια γενιά που θεωρούσε χρέος της να δουλεύει πολύ. Δεν είναι ευρέως γνωστό, όμως όσο καιρό ήταν στο Μπενάκη και επέκτεινε τις δραστηριότητές του και τις κτιριακές υποδομές του συνέχιζε την αρχαιολογία στη Λακωνία, συγκεκριμένα στην ανασκαφή του ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Αγγελος Δεληβορριάς είχε σπουδάσει Αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης αλλά και στο Φράιμπουργκ, όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές, και ακολούθως σε Τίμπινγκεν, Παρίσι και Σορβόννη, ότι στην αρχή της καριέρας του είχε διατελέσει επιμελητής αρχαιοτήτων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (την περίοδο 1965-1969), ότι είχε υπάρξει επιστημονικός βοηθός σε ανασκαφές άλλων αρχαιολόγων στο ιερό της Νύμφης στην Ακρόπολη, στη Βραυρώνα και στην Ακαδημία Πλάτωνος, ενώ είχε εντρυφήσει και στο έργο του γλύπτη Σκόπα. Μετά την αποχώρησή του από τη διεύθυνση του Μουσείου, ύστερα από περισσότερες από 130 εκθέσεις στην Ελλάδα και 39 στο εξωτερικό (τις οποίες είχε οργανώσει ή συμμετάσχει σε αυτές), διατήρησε μια θέση στη διοικητική επιτροπή του Μουσείου και αφοσιώθηκε απρόσκοπτα στο επιστημονικό του έργο. Ηδη από το 1992 είχε αναγορευθεί καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα διευθυντής Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στο ίδιο τμήμα, ήταν επίτιμος διδάκτωρ πανεπιστημίων, ενώ μετά την αποχώρησή του από το Μπενάκη εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Το πάθος για τη γενιά του ’30

Το πιο προσωπικό του παράρτημα στο Μπενάκη, «το μουσείο τού τι αγαπάει ο Αγγελος Δεληβορριάς» όπως λέγεται συχνά, ήταν δίχως άλλο η Πινακοθήκη Γκίκα στην οδό Κριεζώτου 3. Ενα μουσείο για τη γενιά του ‘30 «με τη δική μου, υποκειμενική ματιά» όπως έλεγε ο ίδιος. Εγκαινιάστηκε το 2012 στην πολυκατοικία όπου έζησε και εργάστηκε ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας – το είχε δωρίσει μάλιστα ο ίδιος στο Μπενάκη, μολονότι είχε φλερτάρει και με την ιδέα της παραχώρησής του στην Εθνική Πινακοθήκη – και ήταν και το τελευταίο πρότζεκτ το οποίο ο Δεληβορριάς έστησε από την αρχή μέχρι το τέλος.

Σε αυτό ενορχήστρωσε μια μόνιμη έκθεση που περιελάμβανε ό,τι καλύτερο παρήγαγε η Ελλάδα από το τέλος της δεκαετίας του ‘20 ως τις παραμονές της δικτατορίας του 1967. Από τον Σωτήρη Σπαθάρη και τον Φώτη Κόντογλου ως τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τη Βούλα Παπαϊωάννου ή τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Σπύρο Παπαλουκά, το έργο των οποίων πίστευε ότι όφειλαν να το μάθουν και οι νεότεροι. Ο ίδιος προτιμούσε να αποκαλεί τη συγκεκριμένη γενιά «γενιά του Μεσοπολέμου» – εξάλλου και το κόνσεπτ της γενιάς του ‘30, τουλάχιστον όσον αφορά τη ζωγραφική, έχει αμφισβητηθεί. Ηταν άνθρωποι που «πέρασαν τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Καταστροφή, πέρασαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον Εμφύλιο, πολλοί επιβίωσαν και τραυματίστηκαν και από τη χούντα. Και παρ’ όλα αυτά δεν το έβαλαν κάτω. Είχαν ένα σθένος και είχαν και απόλυτη συνείδηση της ιστορικότητας, του ρόλου τους μέσα σε αυτή την ιστορικότητα». Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τον ίδιο. Αυτό που του οφείλουμε είναι να συνεχίζουμε να αναγνωρίζουμε τη συμβολή του και, το κυριότερο, να μην τον ξεχάσουμε ποτέ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ