Στην καρδιά της Αθήνας ένα εγκαταλειμμένο κτίριο τελεί υπό κατάληψη. Δέκα χρόνια τώρα, 45 νέοι εικαστικοί καλλιτέχνες, φοιτητές και απόφοιτοι της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στεγάζουν εκεί την τέχνη τους. Οσα χρόνια όμως, και αν περάσουν, ο φόβος να «σπάσει» η κατάληψη παραμονεύει. Ωστόσο οι καλλιτέχνες τολμούν και ανοίγουν τις πόρτες σε κοινή θέα


Η «εικαστική» κατάληψη όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, κλείνει φέτος δέκα χρόνια. Φοιτητές και απόφοιτοι της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών δίνουν χρώμα και ζωντάνια, όλα αυτά τα χρόνια, στο εγκαταλειμμένο κτίριο της οδού Πολυτεχνείου, στον αριθμό 9. Μια κατάληψη με διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες, όχι όμως στον κάθε τυχόντα αλλά στην τέχνη κατ’ αποκλειστικότητα. Επετειακό λοιπόν χαρακτήρα θα έχουν μια σειρά από ομαδικές εκθέσεις που θα πραγματοποιήσουν οι συστεγαζόμενοι στο ισόγειο του κτιρίου για τον μήνα Μάρτιο.


Κατάληψη: σε σκηνικό Ταρκόφσκι


Ηταν 17 Νοεμβρίου του ’88 όταν μια ομάδα από 15 αγανακτισμένους φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών αποφασίζει να μπει στο κτίριο. Ο λόγος δεν είναι ιδεολογικός αλλά πρακτικός. Οι φοιτητές δεν έχουν πού να στεγάσουν την τέχνη τους. Τα εργαστήρια ανύπαρκτα και η ανάγκη για δημιουργία μεγάλη. Η επιλογή του κτιρίου δεν είναι τυχαία. Ο Αντώνης Τρίτσης ήταν αυτός που πρώτος τους υποσχέθηκε την εγκατάστασή τους στο κτίριο. Η επισκευή του τετραώροφου πρώην Αττικού Φροντιστηρίου κοστίζει πολλά εκατομμύρια και είναι ο λόγος που οι υποσχέσεις δεν υλοποιούνται. Ο Μιχάλης Δουκουμετζάκης, απόφοιτος της Καλών Τεχνών, θυμάται την πρώτη μέρα της κατάληψης: «Ανοίγοντας την πόρτα για να μπούμε μέσα, βρεθήκαμε σε σκηνικό του Ταρκόφσκι. Καθρέπτες κάλυπταν τους τοίχους του ισογείου… Τότε δεν ήταν της μόδας οι καταλήψεις. Μαζευτήκαμε 15 άτομα της σχολής, αλλάξαμε κλειδαριά στην πόρτα και εγκατασταθήκαμε. Το κωμικό της υπόθεσης ήταν ότι οι δημοσιογράφοι που είχαν έρθει για να καλύψουν το γεγονός ήταν αριθμητικά (25) πιο πολλοί από εμάς».


«Καταληψίας» με συστάσεις


Σαράντα πέντε εικαστικοί καλλιτέχνες κάτω από την ίδια στέγη και όμως μπορούν και συνυπάρχουν. Σαράντα πέντε διαφορετικές απόψεις γίνονται πηγή έμπνευσης για τον καθένα τους ξεχωριστά. Ενας πολυχώρος, όπως συνηθίζονται να αποκαλούνται, αφού, πέρα από εργαστήρια φοιτητών, φιλοξενεί στο ισόγειο θέατρο και πολλές φορές τα γυρίσματα ταινιών. Ενα στέκι δημιουργικών καλλιτεχνών. Δημιουργικότητα, απαραίτητο προσόν για αυτούς που συμμετέχουν στην κατάληψη. Για να γίνει κάποιος «καταληψίας», θα πρέπει να έχει συστάσεις από συμφοιτητές του. Οταν τεθεί λοιπόν τέτοιο θέμα, οι συστεγαζόμενοι του κτιρίου στην οδό Πολυτεχνείου καλούν γενική συνέλευση και εκεί παίρνεται η τελική απόφαση. Κάθε χρόνο το δυναμικό της κατάληψης ανανεώνεται κατά επτά άτομα. Για να αδειάσει όμως ένα δωμάτιο, αυτό σημαίνει ότι ο «καταληψίας» καλλιτέχνης έχει πάψει να είναι δραστήριος ή ότι μετακόμισε σε άλλο χώρο, έξω από την κατάληψη.


… Μας περίμενε στην πόρτα ο Μιχάλης, φοιτητής στην Καλών Τεχνών. «Δεν υπάρχει κουδούνι» μάς εξήγησε «και η πόρτα δεν μένει ανοιχτή, αφού όλοι έχουμε κλειδιά». Κλείσαμε πίσω μας την τεράστια ξύλινη πόρτα και αφού σπρώξαμε με τα πόδια μας τα διαφημιστικά φυλλάδια που βρίσκονταν στην είσοδο, ανεβήκαμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε στο φουαγέ. Τρία ψηλοτάβανα δωμάτια στη σειρά. Οπως μας εξήγησε ο «ξεναγός», είχαμε μπει από την πίσω πόρτα. Η κύρια είσοδος είναι επί της 3ης Σεπτεμβρίου. Κατεβήκαμε στο υπόγειο. Διανύσαμε μιαν απόσταση περίπου 10 μέτρα, βυθισμένοι στο σκοτάδι. Ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα. Ηταν ο Θανάσης Σωτηρίου, όπως μου συστήθηκε αργότερα. Ημασταν στο εργαστήριό του. Παρατηρούσα τις κατασκευές που υπήρχαν γύρω μου, εντυπωσιασμένη. Εκείνος ανενόχλητος συνέχιζε με το ηλεκτρικό τρυπάνι να δουλεύει μπροστά σε ένα κεφάλι μινώταυρου πλαισιωμένο από πλακέτες ηλεκτρονικών υπολογιστών. «Ειναι ο λαβύρινθος που ζούμε. Αυτό το πνίξιμο που αισθανόμαστε» είπε ξαφνικά.


Ο χώρος του Πανίκου



Ανεβήκαμε ξανά στο ισόγειο. Κοιτώντας στο βάθος, την προσοχή μου τράβηξε ένα φωτεινό δωμάτιο. Ηταν και αυτό ένα άδειο και ψηλοτάβανο ξύλινο πάτωμα. «Αυτός ο χώρος έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς σκηνοθέτες για γυρίσματα αλλά είναι και ο χώρος όπου θα εκθέσουμε τις δουλειές μας» είπε ο Μιχάλης, ο «ξεναγός» μας, χωρίς καν να τον ρωτήσω. Ενα ορθογώνιο παράθυρο έλουζε το δωμάτιο με φως. Εβλεπε στον ακάλυπτο. Δυο σκουριασμένες σκάλες και μερικά σκουπίδια ήταν η θέα. Προχωρήσαμε στο βάθος. Αν έστηνες αφτί μπορούσες να ακούσεις μουσική. Με οδηγό την ακοή χτυπήσαμε την πόρτα. Ηταν ο χώρος του «Πανίκου» ή Παναγιώτη Σιδερά, ενός κύπριου καλλιτέχνη. Η ηλεκτρική σόμπα στη μιαν άκρη του δωματίου ήταν αδύνατον να καλύψει την υγρασία. «Κοιτά γύρω σου τον «Αμαχο πληθυσμό»» είπε δείχνοντας τα γλυπτά του, μια μεικτή τεχνική με ξύλα, γύψο, χρώμα και χαρτοπολτό. «Ανθρωποι που δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Ολοι το νιώθουμε αυτό. Σε κανέναν δεν πηγάζει από μέσα του η δύναμη. Ολοι βρίσκουμε στηρίγματα. Με τον ίδιον τρόπο λοιπόν λειτουργεί και η κατάληψή μας. Συνυπάρχουμε με άλλους ανθρώπους, ανταλλάσσουμε ιδέες, είναι τα στηρίγματά μας».


Ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο. Φυσικά από τις σκάλες. Το ασανσέρ, ένα παλιό με σιδερένια πόρτα, είναι εδώ και χρόνια εκτός λειτουργίας. Πρώτος όροφος. Δεξιά και αριστερά διάδρομοι και πόρτες κλειστές. Οι περισσότερες από αυτές, κλειδωμένες με λουκέτα. Ο Μιχάλης μού εξηγεί ότι δεν έρχονται όλοι καθημερινά. Μια πόρτα είναι ανοιχτή. Κοιτάω με ερευνητικό ύφος αν υπάρχει κάποιος μέσα. Μια κοπέλα κάθεται μπροστά σε ένα καβαλέτο. Ζωγραφίζει με τα δάκτυλα. Πιο δίπλα ένας άντρας με κοντά σγουρά μαλλιά τη ζωγραφίζει. Είναι η Φιλιππίνα Λιβιτσάνου και ο Μοχάμετ Μπάρις. Γνωρίστηκαν στο Παρίσι όταν η Φιλιππίνα είχε πάει για μεταπτυχιακές σπουδές. Εκείνος είναι φιλόλογος αλλά και ερασιτέχνης ζωγράφος. Μόνιμο θέμα του η γυναίκα του εν δράσει.


Στον δεύτερο όροφο σε ένα πολύ φωτεινό δωμάτιο βρήκαμε τον Δημήτρη Τσιαντζή. Ηταν περιτριγυρισμένος από θάλασσα και ελληνικό ουρανό. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένοι πίνακές του. Σε έναν από αυτούς μοιάζει να λείπει κάτι. Προτού προλάβω να ρωτήσω, ο Δημήτρης μού λέει: «Αφήνω πολλά από αυτά που κάνω στη μέση. Θέλω να δουλεύω τον καμβά όταν είναι ακόμη υγρός». Ο Δημήτρης διδάσκει σε σχολείο αλλά παρ’ όλ’ αυτά υποστηρίζει: «Η ζωγραφική δεν διδάσκεται. Χρειάζεται ταλέντο. Αν δεν τα βιώσεις, δεν μπορείς να απομονωθείς στο εργαστήρι σου και να δουλέψεις. Το καλό με την κατάληψη είναι ότι ανοίγεις την πόρτα σου και βλέπεις και άλλους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο που κάνεις και εσύ. Λειτουργεί τονωτικά».


Στην απέναντι πόρτα ακριβώς είναι το ατελιέ της Ειρήνης Αντωνή. Είναι όρθια μπροστά στον πίνακά της και προσθέτει τις τελευταίες πινελιές. Οι πίνακες γύρω της με χρώματα έντονα. «Από τη στιγμή που μπήκα στην κατάληψη από αντίδραση ζωγραφίζω με έντονα χρώματα. Το εσωτερικό του κτιρίου είναι από μόνο του πολύ καταθλιπτικό. Για να αισθανθώ λοιπόν καλύτερα, άρχισα να δουλεύω με χρώματα» μας εξηγεί. «Οταν δουλεύω στον χώρο της κατάληψης, δεν αισθάνομαι καλλιτέχνης του περιθωρίου. Κάνοντας μια βόλτα στο κτίριο βλέπω ότι δεν είμαι μόνη».


Ο Μιχάλης, αν και δείχνει κουρασμένος, δεν σταματά να με ακολουθεί και να μου λύνει τις απορίες που προκύπτουν στην περιπλάνησή μου στο κτίριο. Ανεβαίνουμε στον τρίτο όροφο. Στις μαρμάρινες σκάλες σχεδιασμένο ένα περίγραμμα ανθρώπου. Σαν και αυτά που φτιάχνουν στις ταινίες όταν κάποιος δολοφονείται. «Οχι, δεν πέθανε εδώ κανείς. Ενας από τους νέους συστεγαζόμενους το έφτιαξε σε στιγμή σύγχυσης» εξηγεί ο «ξεναγός». Ενα σύνθημα στον τοίχο ακριβώς από πάνω. Το έχουν σβήσει και δεν διακρίνεται. Ο Μιχάλης μού λέει πως δεν θυμάται τι έγραφε αλλά δεν με πείθει. Φθάνουμε στο δωμάτιο του Μιχάλη Δουκουμετζάκη. Με ιδιαίτερο καμάρι μού λέει από τα πρώτα κιόλας λεπτά της συζήτησης ότι υπήρξε μαθητής του Μυταρά και του Λάπα. Μου εξηγεί: «Αγαπώ την ώρα της δημιουργίας αλλά όχι το αποτέλεσμα». Ο χώρος γύρω είναι επιμελώς ακατάστατος. Στον τοίχο ένας τεράστιος πίνακας με μια γάτα και μια γυναίκα. Ακριβώς απέναντι μια γυναίκα από γύψο με ένα κίτρινο πουλόβερ στους ώμους. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, ο Μιχάλης (όχι ο «ξεναγός») μάς ακολουθεί. Η παρέα μεγάλωσε.


Οταν η τέχνη γίνεται ρεαλισμός



Τρεις πόρτες πιο κάτω είναι ο χώρος της Μαρίας Λίτινα. Ζωγραφίζει και δεν δείχνει πρόθυμη να μιλήσει. «Προτιμώ να ζωγραφίζω από το να μιλάω» λέει κοφτά. Καταλαβαίνουμε ότι την ενοχλούμε και φεύγουμε αμέσως. Φτάνουμε στο ρετιρέ (4ος όροφος) αλλά δεν υπάρχει κανείς. Κατεβαίνουμε πάλι στο ισόγειο. Ενα πορτρέτο τραβά την προσοχή μου. Δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι ζωγραφισμένο ή όχι; Η Δέσποινα Ράμπια, η δημιουργός του, μου εξηγεί ότι πρόκειται για φωτογραφικά υλικά δουλεμένα με ζωγραφικό τρόπο. Η συζήτησή μας για το έργο της σταματάει απότομα. Στο δωμάτιό της έχουν μαζευτεί συστεγαζόμενοι. Ο Τάκης, ένας από αυτούς, φανερά ενοχλημένος από την παρουσία μου στο κτίριο ως ξένο «σώμα» προσπαθεί να πείσει και τους υπόλοιπους ότι η δημοσιοποίηση της κατάληψης δεν θα τους βγει σε καλό. Θίγεται το πρόβλημα της καλλιτεχνικής στέγης και όλοι μιλούν για ευκαιρία, μέσω της κατάληψης, σε νέους καλλιτέχνες να παράγουν έργο χωρίς να υπάρχει οικονομικό άγχος.


Το δωμάτιο έχει γεμίσει αποπνικτικά και όλοι με βεβαιώνουν ότι δεν τους είναι αδύνατον να επιβιώσουν από την τέχνη τους, πράγμα που τους αναγκάζει να κάνουν και άλλες, άσχετες με αυτό που σπούδασαν, δουλειές. Η συζήτηση παίρνει φωτιά όταν ο Τάκης θίγει το θέμα της διεκδίκησης του κτιρίου από το Πανεπιστήμιο αλλά και από τους κληρονόμους του προκατόχου. «Αργά ή γρήγορα θα μας πετάξουν έξω, κανείς δεν θα σκεφτεί όμως ότι επί δέκα χρόνια συνυπάρχουν 45 καλλιτέχνες και ότι όλο αυτό μπορεί και αποδίδει. Είναι το καταφύγιό μας» επισημαίνει ο επικεφαλής της συζήτησης. Η Αντιγόνη, η μικρότερη της κατάληψης (21 ετών), διακόπτοντας τους άλλους: «Περίμενα πολύν καιρό τη στιγμή που θα μπω στην κατάληψη και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα λειτουργούσα σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχουν στεγανά αλλά το καθορίζουμε εμείς».


Η συζήτηση συνεχίζεται για πολύ ακόμη αλλά σε πιο ήπιους τόνους. Φθάνει η στιγμή του επιλόγου. Ο «ξεναγός», ο Μιχάλης Λαγκουβάρδος, βγάζει μια φωτογραφία από την τσέπη του παλτού του. Είναι ένα έργο του με χυτά μολυβένια γράμματα και πολύχρωμα αντικείμενα. Μου το αποκωδικοποιεί: «Ψάχναμε μια γλώσσα με χρώματα και αντικείμενα, αντί κείμενα. Μιλήσαμε για το κόκκινο, το μπλε, το κίτρινο, το πράσινο. Φθάσαμε σε αδιέξοδο. Ήμασταν έξι διαφορετικά πρόσωπα και είχαμε διαφορετικές απόψεις. Ο κόμπος έφθασε στο χτένι. Πίπα η συζήτηση. Δεν ξέραμε τι είναι κόκκινο κόκκινο, μπλε μπλε, κίτρινο κίτρινο, πράσινο πράσινο. Κάναμε την καρδιά μας πέτρα. Δώσαμε τα χέρια, αισθανόμασταν σαν μωρά γαντζωμένα σε λέξεις».