Η συνάντησή μας με τον Κωνσταντίνο Τσεκλένη έγινε σε γνωστό wine bar στο κέντρο της Αθήνας. Προφανώς, το κατάλληλο μέρος για να συζητήσουμε το νέο του εγχείρημα με τίτλο «In vino veritas» (Eν οίνω αλήθεια). Πρόκειται για μια σειρά έξι ωριαίων επεισοδίων τηλεοπτικής φιλοσοφίας η οποία –όπως εξηγεί ο ίδιος –έχει γυριστεί αμιγώς με κινηματογραφικά πρότυπα και καταγράφει τη διαδρομή του ελληνικού αμπελώνα από την αρχαιότητα ως σήμερα φωτίζοντας πτυχές εν πολλοίς άγνωστες στον μέσο καταναλωτή κρασιού. Μια διεθνής παραγωγή που θα παιχθεί σε περισσότερες από 20 χώρες ανά τον κόσμο ενώ στην Ελλάδα θα μεταδοθεί την επόμενη σεζόν από το κανάλι History της Cosmote TV, η οποία είναι συμπαραγωγός.

Πώς γεννήθηκε, όμως, η ιδέα αυτή; «Προσωπικά έχω ασχοληθεί πολύ και με το κρασί και με τη γαστρονομία» εξηγεί ο σκηνοθέτης και παραγωγός της σειράς, ο οποίος είναι γιος του πολυπράγμονος σχεδιαστή Γιάννη Τσεκλένη. «Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μου» συνεχίζει «έκανα και ταινίες τουριστικού ενδιαφέροντος για την Aegean Airlines προκειμένου να παιχθούν στα αεροπλάνα. Αντιλήφθηκα λοιπόν ότι το κρασί είχε πολύ ενδιαφέρον για τους ξένους. Αλλωστε κι εγώ ο ίδιος όταν επισκέπτομαι ένα μέρος στο εξωτερικό με ενδιαφέρουν τα αξιοθέατα, ο πολιτισμός, οι τοπικές κουλτούρες, η γαστρονομία και το κρασί. Θεωρώ ότι αυτά είναι και τα πρότυπα ενός μέσου ταξιδιώτη υψηλού επιπέδου ο οποίος επισκέπτεται τη χώρα μας. Μέσω της δουλειάς μου έχω αποτυπώσει την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι το τελευταίο αμπελοτόπι, τον τελευταίο χωματόδρομο, εκκλησιά ή μουσείο, και θέλησα να φτιάξω ένα road movie με άξονα την ιστορία του κρασιού. Αυτό στο σύνολό του δημιούργησε την ιδέα».

Το φως του κρασιού

Ομολογεί ότι αρχικά είχε επιλέξει τον τίτλο «wine light», το «φως του κρασιού». Οπως λέει «κανείς δεν μπόρεσε να αποδώσει απ’ άκρη σ’ άκρη αυτό που συμβαίνει στο ελληνικό αμπέλι μέσα από το φως. Η διαφάνεια της ρόγας στον αμπελώνα, η διαφάνεια του ίδιου του κρασιού, η πάχνη στα αμπέλια, τα χιόνια… όλο αυτό είναι μια φωτογραφία. Αυτή ήταν η ουσία της καταγραφής. Παράλληλα, ήθελα να αποφύγω τη δήθεν κουλτούρα. Πράγματα του τύπου «δεν έχουμε τι να βάλουμε και λέμε ατελείωτες ιστορίες για τον Διόνυσο». Τα έχουμε κι αυτά, αλλά με μέτρο, γιατί το ελληνικό κρασί αυτή τη στιγμή εξελίσσεται διαρκώς προκειμένου να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ελληνας πέρασε πολύ γρήγορα από τη γενιά τη δική μου, που οι παππούδες μας έβαζαν λίγη ρετσίνα στο ποτήρι, στην άλλη σελίδα του ελληνικού κρασιού, την ποιοτική. Αυτή η γρήγορη μετάβαση είχε ως αποτέλεσμα να μην τη βιώσουμε στην κουλτούρα μας».
Εξηγεί ότι το εγχείρημα ήταν μεγάλη πρόκληση για τον ίδιο καθώς δεν ήθελε να έχει συνεργείο. Τα γυρίσματα διήρκεσαν εννέα μήνες και σε αυτό το διάστημα διήνυσε 17.000 χιλιόμετρα σε ολόκληρη την επικράτεια «με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, χωματόδρομους, ό,τι μπορείς να φανταστείς προκειμένου να καλύψουμε όχι μόνο τα ιστορικά αμπελοτόπια αλλά και όσα στο μέλλον μπορεί να έχουν πολύ καλές προοπτικές». Ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης ομολογεί πως, για να μπορέσει να επιτύχει την εικόνα, έπρεπε να εργαστεί παράλληλα ως ηχολήπτης, ως μοντέρ και ως οδηγός. «Το να βγάλεις αυτή τη δουλειά απαιτεί ένα είδος «διαλογισμού», αγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας» λέει και συνεχίζει: «Φαντάζεσαι ότι, όταν ο τρύγος εξελίσσεται από τον Ιούλιο για τις λευκές ποικιλίες μέχρι αργά τον Οκτώβριο για τις κόκκινες, έπρεπε να ήμουν σε 42 τρύγους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας με απίστευτες, τρελές διαδρομές, προκειμένου να πετύχω το φως. Σε πολλές περιοχές, μάλιστα, χρειάστηκε να πάμε ξανά και ξανά». Παράλληλα δούλευε και τα κείμενα και στο σημείο αυτό εκφράζει τις ευχαριστίες του σε μια σειρά ανθρώπους οι οποίοι συνέβαλαν στο εγχείρημα: στην ακαδημαϊκό Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα, τη «μεγάλη κυρία του ελληνικού αμπελιού», όπως τη χαρακτηρίζει, στον καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής Μανόλη Σταυρακάκη, στους βυζαντινολόγους Ηλία Αναγνωστάκη και Νίκη Τσιρώνη, στους αρχαιολόγους Χρήστο Ντούμα και Δήμητρα Μαλαμίδου αλλά και στον master of wine Κωνσταντίνο Λαζαράκη.

Ομορφιά και ευφυΐα

Πώς επελέγησαν, άραγε, οι περισσότεροι από 40 αμπελώνες που παρουσιάζονται; «Η επιλογή έγινε αξιοκρατικά και θα ήθελα να σημειωθεί ότι δεν πήραμε ούτε μία δραχμή από κανέναν» λέει ο δημιουργός της σειράς. «Επιλέξαμε βάσει της ομορφιάς του τοπίου, της ομορφιάς του ίδιου του αμπελώνα ή βάσει της πολύ καλής δουλειάς που έχουν κάνει κάποιοι οινοποιοί επενδύοντας πρώτα στο αμπέλι τους και όχι στην εμφιαλωτική μηχανή, πράγμα που είναι δείγμα ευφυΐας, παιδείας και γνώσης. Βασιστήκαμε επίσης στον ουρανίσκο μας, στον δικό μου και του Κωνσταντίνου Λαζαράκη, στις βαθμολογίες κάποιων πολύ σοβαρών διαγωνισμών του εξωτερικού, αν κι εκεί ορισμένες φορές υπάρχουν σκοπιμότητες. Η αξιοκρατία έχει άλλες νόρμες».
Εξηγεί: «Το ελληνικό αμπέλι θέλει πολλά χρήματα για να γίνει, η ελληνική γαστρονομία το ίδιο. Δεν είναι εύκολο να κάνεις υψηλή γαστρονομία στην ταβέρνα ενός νησιού. Μπορεί να κάνεις πολύ καλή δουλειά αλλά μέχρις ενός ορισμένου σημείου». Κατά τον ίδιο τρόπο, λέει, είναι άλλο να φτιάξεις κρασί για να το πιουν οι συγγενείς και οι φίλοι σου και άλλο το κρασί που θα μπει σε ένα μπουκάλι και θα επιχειρήσει να κερδίσει τον κόσμο στα πέρατα της Γης. «Εκεί χρειάζεται γνώση, μεγάλη επένδυση σε χρήματα, μηχανήματα, αμπελώνα. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στην Ελλάδα έχουμε μικρούς τρύγους. Με τις εξ αδιαιρέτου συγγένειες που υπάρχουν στη χώρα μας, το κάθε αμπελάκι μπορεί να ανήκει σε πέντε κληρονόμους. Αντε να το πάρει ένας οινοποιός να το καλλιεργήσει. Δεν είμαστε ούτε Αργεντινή, ούτε Νέα Ζηλανδία με τα χιλιόμετρα εκτάσεων. Γι’ αυτό λέμε μέσα από τη σειρά ότι το φθηνό ελληνικό κρασί είναι, ίσως, ακριβό για ορισμένους. Το ακριβό, όμως, ελληνικό κρασί είναι πραγματικά φθηνό. Οταν έχεις ένα κρασί που κοστίζει 10 ευρώ στο ράφι και έχει αποσπάσει βαθμολογία 95% στο Decanter και ένα γαλλικό με την αντίστοιχη βαθμολογία κοστίζει 400 ευρώ αντί 10, τότε καταλαβαίνει κανείς πόσο φθηνό είναι το καλό ελληνικό κρασί. Βέβαια, το κρασί τού ενός και του ενάμιση ευρώ που θα πιεις χύμα στην ταβέρνα της γειτονιάς σου είναι ακριβό. Από την άλλη, πού είναι οι κινήσεις της κυβέρνησης, πού είναι τα σχολεία να πηγαίνουν στον τρύγο το καλοκαίρι ώστε να γνωρίσουν τα παιδιά τη διαδικασία, πού είναι η ίδια η ελληνική κοινωνία να στηρίξει το κρασί; Αυτή τη στιγμή ο ελληνικός αμπελώνας είναι 1.100.000 στρέμματα. Αν κάνεις τους αντίστοιχους υπολογισμούς, θα δεις ότι ο τζίρος δεν υπερβαίνει τα 2 δισ. περίπου. Ενώ το ίδιο το κρασί είναι πιο ψηλά από τα 37 ή τα 40 δισ. της Γαλλίας».

Σαντορίνη έως Νάουσα

Η κουβέντα επιστρέφει στη σειρά καθώς παρακολουθούμε μαζί το πρώτο επεισόδιο που καλύπτει την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία αλλά και τις πρώτες προσπάθειες των μεγάλων οινοποιών, όπως η Αχάια Κλάους, ο Καμπάς, το κτήμα Μερκούρη, ο Μπουτάρης, που φτάνουν ως τον 20ό αιώνα. «Στο δεύτερο επεισόδιο» εξηγεί ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης «παρακολουθούμε δραστηριότητες όπως του Αβέρωφ, που έφερε τις ξενικές ποικιλίες στο Μέτσοβο, του καπετάν Γιάννη Καρρά με τον πρότυπο αμπελώνα στη Χαλκιδική όπου κατάφερε να αναδειχθεί η μαλαγουζιά αλλά και τους Κοσμετάτο, Χατζημιχάλη και Γεροβασιλείου, που είναι οι τρεις σταυροφόροι οι οποίοι κατάφεραν να γυρίσουν σελίδα στο ελληνικό κρασί και να κάνουν ιδιωτικές οινοποιήσεις». Το τρίτο επεισόδιο ασχολείται με την «αιχμή του δόρατος των ελληνικών ποικιλιών: το ασύρτικο, το μοσχοφίλερο, τη μαλαγουζιά, το ξινόμαυρο και το αγιωργίτικο, επομένως μιλάμε για Σαντορίνη, Μαντινεία, Χαλκιδική, Νάουσα και Νεμέα» λέει στη συνέχεια ο δημιουργός. «Ωστόσο» προσθέτει «το ελληνικό κρασί δεν σταματά σε αυτές τις πέντε, αυτή τη στιγμή έχουμε κρασιά με πολύ υψηλές διεθνείς βαθμολογίες σε ποικιλίες απλές, παρεξηγημένες, όπως το σαββατιανό, το οποίο πολλοί σνομπ δεν το πίνουν. Πέρα από αυτό, στο τέταρτο και στο πέμπτο επεισόδιο αναδεικνύουμε κι άλλες ποικιλίες, όπως ο ροδίτης από την Αιγιάλεια, η ρομπόλα της Κεφαλλονιάς, το βιδιανό που πολλοί το θεωρούν το μελλοντικό ασύρτικο του τόπου μας. Παρ’ όλα αυτά, το ότι επικεντρωνόμαστε στις ελληνικές ποικιλίες δεν σημαίνει ότι δεν καταγράφουμε τον ελληνικό αμπελώνα και σε κάποιες προσπάθειες ξένων ποικιλιών. Εχουμε εξαιρετικά pinot noir, εκπληκτικά chardonnay και sauvignon blanc, πολύ καλά Riesling. Εδώ επί της ουσίας παρακολουθούμε τον κύκλο του κρασιού από το κλάδεμα, το φύτεμα, το κορφολόγημα, τον τρύγο, την παλαίωση, το μάρκετινγκ, το branding, τις εξαγωγές, αλλά μέσα από διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, όπου παράλληλα παρουσιάζουμε και τις εν εξελίξει ποικιλίες και τις προσπάθειες των οινοποιών. Το έκτο επεισόδιο, τέλος, είναι ένα πάντρεμα κρασιού και φαγητού με τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη, εμένα και με αρκετούς σεφ που έχουν μαγειρέψει εκπληκτικά πράγματα για κάθε ποικιλία. Εκεί μαθαίνουμε πώς ταιριάζουμε τις ελληνικές ποικιλίες ιδανικά με συγκεκριμένα πιάτα».
Ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης καταλήγει με τη φράση του Ελύτη: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι». Στο πλαίσιο αυτό, η σειρά είναι η πρώτη μιας τριλογίας που σχεδιάζει και θα συνεχιστεί με το ελληνικό λάδι και τη ναυτιλία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ