Μάταια περίμενα στην αυλή της εκκλησίας, εκείνο το πρωί της Ανάστασης, το συνομήλικο και συνονόματό μου Λευτέρη. Είχε περάσει η ώρα και δεν ερχόταν. Απέφυγα να χτυπήσω δίπλα στο σπίτι του για να μην ενοχλήσω την παπαδιά μητέρα του, που ήξερα πόσο μεγάλο βάρος είχε σηκώσει όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το είχα ξεχάσει. Ίσως ο φίλος μου ο Λευτέρης να συνόδευε τον ιερέα πατέρα του στη Θεία Λειτουργία του πρωινού της Ανάστασης. Στη δεύτερη αναστάσιμη Λειτουργία για τον παπα – Κυριάκο, μέσα σε λίγες ώρες.

Το μικρό χωριό που μεγαλώναμε – 17 ήμασταν τότε – ήταν ξεχασμένο από το Θεό. Κρυμμένο στους ορεινούς όγκους του Πάρνωνα πίσω από τη Μονεμβασιά, ο ουρανός ήταν ο μόνος ορίζοντάς του. Μας έπνιγε ο περίκλειστος χώρος. Και ο θαλασσινός ορίζοντας, που πάντοτε μας γοήτευε, ήταν ορατός μόνο αν ανεβαίναμε στην κορυφή ή κατηφορίζαμε προς το Μυρτώο, αφήνοντας πίσω μας μακρυά το τελευταίο του σπίτι.

Ο Λευτέρης δεν φαινόταν. Και καθώς περνούσε η ώρα, τόλμησα να χτυπήσω στη μητέρα του παπαδιά.

– Ο Λευτέρης; τη ρώτησα

– Ααα, φύγανε πρωί για τον ‘ΑγιοΜάμα. Πήγε να βοηθήσει τον πατέρα του να φορτώσει, να ξεφορτώσει. Είναι δύσκολο μέχρι να ανέβει στην Αγία Τριάδα.

Ο ‘Αγιος Μάμας, μικρός οικισμός, ανήκε στην ενορία του παπα – Κυριάκου και, τακτικά, φορτώνοντας τα αναγκαία σκεύη, λειτουργούσε στην Αγία Τριάδα, στο ξέμακρο εξωκλήσι του οικισμού, με το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο. Το μονοπάτι που ένωνε τα Λύρα – έτσι λεγόταν το χωριό που μεγαλώναμε – με τον ‘ΑγιοΜάμα, ήταν δύσβατο. Και το γαϊδούρι, με το οποίο ο παπα – Κυριάκος μετέφερε κάθε φορά τα αναγκαία, έμοιαζε πάντα κουρασμένο και αργό, μακραίνοντας χρόνο και αποστάσεις. Η κόκκινη πετανία που έστρωνε η παπαδιά στο σαμάρι, έδινε στο χαριτωμένο ζώο μια όψη γραφική. Σα να περίμενε να το φωτογραφήσουν οι τουρίστες, που ποτέ δεν έφτασαν σε αυτόν τον δυσπρόσιτο τόπο.

Ήξερα ότι ο φίλος μου Λευτέρης, συνόδευε τον πατέρα του με τα πόδια. Ήξερα ότι δυσφορούσε κάθε φορά που του ζήταγε να ψάλλει στον Εσπερινό ή να μην τον αφήσει μόνο του στη Θεία Λειτουργία. Εκείνο, όμως, το πρωί, με το φως να πλημμυρίζει και τα αγριολούλουδα του άγονου τόπου μας στην ακμή του ανθού τους, τον φανταζόμουν να χαίρεται την αναστάσιμη μέρα, περπατώντας και σφυρίζοντας.

Στον ‘ΑγιοΜάμα, οι άνθρωποι φιλικοί και γενναιόδωροι, γέμιζαν τον παπα – Κυριάκο με μικρά δώρα, τα «τυχερά», που η μητέρα του Λευτέρη, η παπαδιά Χρύσω, μοίραζε με τη σειρά της και με περισσή επιμέλεια στους συγχωριανούς που είχαν ανάγκη.

Ακολουθώντας το αργό βήμα του ζώου, ο Λευτέρης με τον πατέρα του, γύρισαν στο χωριό, καθώς πια έφτανε το μεσημέρι της Ανάστασης. Ο φίλος μου, με χαιρέτησε από μακρυά.

– Αργήσατε, του φώναξα, σε περιμένω στο καφενείο του Μπάρμπα – Αλέκου.

Ο παπα – Κυριάκος, φανερά κουρασμένος μετά τη δεύτερη αναστάσιμη Λειτουργία του, με πρόλαβε.

– Σε λίγο φεύγουμε, μου λέει. Έχουμε ακόμη να πάμε Φούτια&Νόμια.

Τα Φούτια και τα Νόμια, ήταν για μας τους «αποκλεισμένους» προνομιούχοι οικισμοί. Τα Φούτια, λίγα σπίτια σε μια εύφορη πλαγιά, έβλεπαν το Αιγαίο και το κάστρο της Μονεμβασιάς, σα να ήταν η αυλή τους. Τα Νόμια, τα νιώθαμε, σαν γειτονιά της, καθώς ήταν μικρή η απόσταση που χώριζε τους δύο τόπους.

Φτάνοντας στα Φούτια το ζεστό εκείνο μεσημέρι, το μικρό εκκλησίασμα ένιωσε αγαλλίαση, καθώς είδε τον παπα – Κυριάκο να μπαίνει στην εκκλησία. Θα άκουγαν και αυτοί από τα χείλη του ιερέα, για πρώτη φορά μέσα στην ημέρα το «Χριστός Ανέστη».Για αυτούς, η δεύτερη Ανάσταση ήταν και η πρώτη. Και πάντοτε, ο φωτισμένος ιερέας τελούσε την ακολουθία με υπομονή και πραότητα, χωρίς βιασύνη και χωρίς σπουδή. Έπρεπε όλα να ολοκληρωθούν όπως πρέπει. Εορταστικά και αναστάσιμα. Και τίποτα, ούτε ο κόπος της ημέρας, θα μπορούσε να διαταράξει την προσήλωση του παπα – Κυριάκου. Και μετά, στα Νόμια. Για μια ακόμη Ανάσταση. Και αυτοί δεν είχαν ακούσει το «Χριστός Ανέστη».Και περίμεναν με υπομονή εκείνο το απόγευμα πια του Πάσχα τον ιερέα να ψάλλει τους αναστάσιμους ύμνους στο χωριό τους.

Καθώς δίπλωνε η μέρα εκείνη του Πάσχα, οι χωριανοί ξεκούραστοι πια, ντυμένοι με τα καλά τους, με τις λαμπάδες που απόμειναν στο χέρι τους, άρχισαν να μαζεύονται σιγά – σιγά στην αυλή της Παναγίας για την καθιερωμένη δεύτερη Ανάσταση. Είχαν πια για καλά συγκεντρωθεί και η μικρή αγωνία και βιασύνη να τελειώσει γρήγορα η ακολουθία, δεν μπορούσε να κρυφτεί. Τα αναστάσιμα σύμβολα στην αυλή, το αναλόγιο με το Ευαγγέλιο στη θέση του, οι λαμπάδες δεξιά και αριστερά σβηστές, ο ψάλτης, ο μπαρμπα – Ζαχαρίας, σε αναμονή. Όμως, ο ιερέας τους, ο παπα – Κυριάκος, δεν είχε ακόμη φανεί. Αν και τα Φούτια και τα Νόμια ήταν δίπλα, οι συνθήκες της εποχής, έκαναν κάθε μετακίνηση δύσκολη και αργή. Το αγροτικό του Παναγιώτη από τα Κουλέντια τελικά τα κατάφερε και ο ιερέας βρέθηκε, επιτέλους, στην ενορία του μετά από ολοήμερο ταξίδι στον μικρό μας τόπο.

Περίμενα υπομονετικά να τελειώσει η δεύτερη Ανάσταση. Ο παπα – Κυριάκος αν και φανερά κατάκοπος, κατάφερε, όπως πάντα, να κάνει την ατμόσφαιρα του αναστάσιμου εκείνου απογεύματος, αγαπητή και ευλογημένη.

Λίγο αργότερα, βαδίζαμε με το φίλο μου το Λευτέρη, δίπλα – δίπλα στο δρόμο της αγαπημένης μας βόλτας.

– Πέντε αναστάσεις σήμερα. Θα το θυμάμαι αυτό, μου είπε.

Και προχωρήσαμε προς το αγαπημένο μας σημείο, μακρυά από το χωριό, κοντά στον Αγιαντρέα, εκεί που μέσα από τις σχισμές των ορεινών όγκων, άπλωνε μπροστά μας το Μυρτώο πέλαγος.

Υ.Γ.Από το μικρό βιβλίο «δέκα+10 κείμενα για την πολιτική και την ύπαρξη».