«Στα μηχανάκια της AGB αρέσουν τα σκουπίδια»





Ο άνθρωπος που συζεί με την επιτυχία. Είναι ίσως από τους ελάχιστους που διασώζουν την ελληνική τηλεόραση από τον διασυρμό. Είναι ένας από αυτούς που μπαίνοντας στον χώρο της τηλεόρασης δεν ξεπούλησε την ποιότητα για χάρη της θεαματικότητας. Αυτόν τον καιρό στην ΕΤ1 απολαμβάνει και πάλι την επιτυχία με το «Η αγάπη άργησε μια μέρα»


«Εγώ κάνω τηλεόραση για το λαό και όχι για τα μηχανάκια της AGB!». Αυτό δηλώνει κατηγορηματικά ο Κώστας Κουτσομύτης, ο σκηνοθέτης των μεγάλων τηλεοπτικών επιτυχιών που εν τούτοις σπανίως αναφέρονται στις τηλεοπτικές μετρήσεις!


«Να φανταστείτε», λέει, «πως όταν παίζονταν τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», που είχαν κάνει πάταγο, η AGB δεν τα ανέφερε καν στα πιο δημοφιλή σίριαλ».


Αυτή την εποχή, πάντως, τη σειρά που υπογράφει και που παίζεται στην ΕΤ1, το «Η αγάπη άργησε μια μέρα», την βλέπουν όλοι!


Και μάλιστα, χάρη στη δορυφορική τηλεόραση, τη βλέπουν με ενθουσιασμό και οι Ελληνες απανταχού του πλανήτη! Εκτός αυτού, έχει πουληθεί και πουλιέται συνέχεια στο εξωτερικό. Τελευταία, ενδιαφέρθηκαν και οι Αμερικανοί, ενώ μοντάρεται και σαν κινηματογραφική ταινία που θα βγει στις αίθουσες τον προσεχή Οκτώβριο.


Η ΕΤ1 έκανε μια διεθνή επιτυχία που τα 700 μηχανάκια της AGB δεν αρκούν για να την μετρήσουν. «Ακούστε, όλοι το βλέπουν», υπογραμμίζει ο κ. Κουτσομύτης. «Το έχω διερευνήσει. Μακάρι να με δουν και τα μηχανάκια της AGB, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Ξέρω πολύ καλά να κάνω ένα έργο και για τα μηχανάκια, αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Τα 700 μηχανάκια τα έβαλαν εκεί που ήθελαν. Και να ψάξετε, δεν θα βρείτε κάποιον που θα σας πει ότι έχει μηχανάκι σπίτι του. Το δείγμα δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Αυτοί οι 700 δεν μπορεί να είναι κριτήριο του τι παρακολουθεί όλη η Ελλάδα και οι Ελληνες εκτός Ελλάδος. Την κρατική τηλεόραση τη χτυπούν».


Τα μηχανάκια έχουν μάθει να βλέπουν συγκεκριμένα προγράμματα; «Τα μηχανάκια έχουν συνηθίσει να βλέπουν σκουπίδια! Οι τηλεοπτικές μετρήσεις δεν μπορεί να είναι μονοπώλιο μιας εταιρείας που δεν ελέγχεται. Δεν μπορεί η AGB να κατευθύνει τον πολιτισμό. Είναι πολιτικό το θέμα. Πρέπει να γίνει μια ανεξάρτητη εταιρεία επιχορηγούμενη από το κράτος ή από το υπουργείο Πολιτισμού για να μπορεί να είναι αξιόπιστη και να μάθουμε κι εμείς τι στ’ αλήθεια βλέπει και θέλει ο ελληνικός λαός. Αφού αυτό δεν έχει γίνει, εγώ δεν ασχολούμαι μ’ αυτά τα θέματα. Με ενδιαφέρει τι γίνεται στο δρόμο. Και σας πληροφορώ ότι γίνεται πανζουρλισμός. Ουδέποτε είχα λάβει τόσες επιστολές και ουδέποτε είχα ακούσει τόσα κολακευτικά σχόλια όσα για το «Η αγάπη άργησε μια μέρα». Ούτε στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» δεν υπήρχε αυτή η ανταπόκριση».


Φυσικά αυτό είναι μια ευχαρίστηση για τον δημιουργό, όπως θα ομολογήσει. Είναι όμως και ένα μήνυμα ότι όταν η κρατική τηλεόραση θέλει μπορεί. «Είναι γεγονός», λέει ο κ. Κουτσομύτης, «πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η κρατική τηλεόραση είχε χάσει την αξιοπιστία της. Δεν έχει αλλάξει τελείως η κατάσταση. Πολλές φορές επεμβαίνουν ακόμη τα περιβόητα πολιτικά κέντρα. Εγώ πιστεύω πως η δημόσια τηλεόραση πρέπει να γίνει πολύ καλή, ελεύθερη, πρωτοποριακή, να κοιτάξει τον πολιτισμό, την παιδεία και την καλή διασκέδαση του ελληνικού λαού. Είναι η μόνη τηλεόραση που την πληρώνουμε όλοι. Είμαστε όλοι συνδρομητές της. Είναι η δική μας τηλεόραση. Συνεπώς πρέπει να την αγαπήσουμε και αυτή να γίνει αξιόπιστη και να μην παίξει στο παιχνίδι των διαφημίσεων. Απλώς πρέπει να γίνει υγιής. Να μην ελέγχεται από τα συνδικάτα και να κάνει σωστή πολιτισμική πολιτική. Πιστεύω ότι και ο Π. Παναγιώτου και ο Κ. Αλαβάνος είναι δύο αξιόλογοι άνθρωποι, που κατάλαβαν, όπως και οι εργαζόμενοι, ότι πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές. Δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν συμφέροντα, συγκρούσεις αλλά έχει γίνει ένα σοβαρότατο βήμα. Το βλέπω. Ακόμη και στη ΝΕΤ. Εγώ δεν συμφωνούσα με την άποψη ότι η ΝΕΤ έπρεπε να γίνει ένα ενημερωτικό κανάλι μόνο, τύπου CNN. Το είδαν και αυτοί και άρχισαν να κάνουν και ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Και για τα δύο κανάλια δεν ντρέπεσαι. Εχουν πολύ αξιόλογα πράγματα. Πιστεύω ότι η κρατική τηλεόραση πρέπει να φέρει κοντά της πολύ καλούς δημιουργούς. Υπάρχουν. Αν θα έχουμε καλή δημόσια τηλεόραση, θα έχουμε και καλή ιδιωτική. Θα αναγκαστεί να ακολουθήσει. Δυστυχώς, η ιδιωτική τηλεόραση είναι αναγκασμένη να παίζει το παιχνίδι του κέρδους. Σου λέει, αν δεν έχω διαφήμιση θα κλείσω».


Βέβαια όλα αυτά που συζητάμε μοιάζουν ασήμαντα, όπως θα παρατηρήσει ο κ. Κουτσομύτης, μπροστά στην επερχόμενη έκρηξη των ΜΜΕ. «Ηδη», εξηγεί, «στην Αμερική και στην Ιαπωνία μπαίνει η δορυφορική ψηφιακή τηλεόραση που με μία ίνα στο σπίτι σου θα μπορείς να έχεις 200 εναλλακτικά κανάλια στα οποία θα είσαι συνδρομητής. Θα έχεις τη δυνατότητα, επί παραδείγματι, αν σου αρέσει η όπερα να παρακολουθείς μόνον όπερα. Οπότε εφόσον θα πληρώνεις θα έχεις αξιώσεις. Αν σήμερα ο ελληνικός λαός βλέπει σκουπίδια είναι γιατί προσφέρονται δωρεάν. Εγώ δεν πιστεύω ότι ο ελληνικός λαός είναι τόσο καθυστερημένος πνευματικά όσο θέλουν να τον εμφανίζουν. Πλάκα κάνει, όταν δεν έχει εναλλακτική λύση. Ελπίζω κάποιοι να μη φτάσουν στο σημείο να κάνουν και εγκλήματα με κρυμμένες κάμερες για να εξασφαλίσουν θεαματικότητα!».


Ποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι ο ελληνικός λαός είναι καθυστερημένος; «Οι πολιτικοί και ο Τύπος που πλασάρει πράγματα που πιστεύει ότι θα του δώσουν φύλλα. Την ωραιότερη λέξη, «κουλτούρα», που σημαίνει πολιτισμός, την έκαναν υβριστική, γελοία. Σου λένε «κουλτουριάρης» και σε βρίζουν. Σε καμία γλώσσα του κόσμου δεν γίνεται αυτό. Κάποτε παλέψαμε για να γίνει η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση. Δυστυχώς, έγιναν μπούμερανγκ. Η πολιτική εξουσία δεν έφτιαξε ένα νόμο που θα προστάτευε και τον καταναλωτή και τον ιδιοκτήτητη του σταθμού. Ολοι ήταν παράνομοι. Ο καθένας άνοιγε σταθμούς. Αποτέλεσμα, σήμερα να υπάρχει ένα χάος. Οταν πήγα στον Antenna και έκανα τον «Κίτρινο φάκελο», όλοι με κοίταζαν εκεί μέσα σαν παράξενο ον. Πήγα ενσυνείδητα. Να ανοίξω μία τρύπα. Να χτυπήσω τα μεταδιδόμενα κονσερβοποιημένα μηνύματα. Εγώ τους πήγα τον Καραγάτση, την κουλτούρα. Στην αρχή ταρακούνησε τα νερά, αλλά έπιασε στον κόσμο».


Και πώς ένας δημιουργός πείθεται να δουλέψει για την κρατική τηλεόραση; «Με φώναξαν ο Παναγιώτου και ο Αλαβάνος (Σ.Σ. Ο πρόεδρος της ΕΡΤ και ο διευθυντής της ΕΤ 1, αντιστοίχως). Τους είπα ευχαρίστως αν τα βρούμε στις διαδικασίες. Τα βρήκαμε. Πήγε και ο Κοκκινόπουλος. Προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε την κρατική τηλεόραση. Μη νομίζετε ότι ήμουν καλοπληρωμένος και δούλευα ιδανικά στον Antenna. Δεν θέλω όμως να μιλώ για πράγματα που δέχθηκα και έκανα. Βεβαίως δεν είχα ποτέ καμία επέμβαση πάνω στο πνευματικό έργο, ούτε στο καστ. Είχαμε πολύ καλή συνεργασία, αλλά οι προϋπολογισμοί ήταν πολύ χαμηλοί. Τσίμα τσίμα. Εφυγα χωρίς μία δραχμή, όταν έκανα τέσσερα μυθιστορήματα στον Antenna. Ηταν ακριβές δουλειές. Στην αρχή ήμουν ευχαριστημένος. Αλλά μετά ο σταθμός πέρασε μια οικονομική κρίση και ξαφνικά είδα ότι άρχισε να αλλάζει τελείως πολιτική. Εκανε ριάλιτι σόου και τέτοια. Εγώ, τι να κάνω; Σταμάτησα τη συνεργασία. Πήγα στην κρατική τηλεόραση και είναι μια θέση που την πιστεύω. Πρέπει να πάρουν όλους τους καλούς δημιουργούς. Νέους και παλαιότερους. Η δύναμη της τηλεόρασης είναι τρομερή. Μπορεί να είναι πολύ θετική για τον ελληνικό λαό αλλά και πολύ κακή. Το θέμα είναι σε ποια χέρια βρίσκεται. Εχουμε ευθύνη όλοι. Οι διευθύνοντες, οι δημιουργοί. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε καλά χέρια. Αλλά και πάλι το έργο τους θα δείξει. Ελπίζω να μην τους μπλοκάρουν. Από την κρατική τηλεόραση έχουν περάσει πολύ αξιόλογοι διευθυντές με άριστες προθέσεις. Δεν τους άφησαν όμως. Πέραν του ενός χρόνου δεν έμεινε κανείς. Πώς θα γίνει πρόγραμμα με αυτές τις συνθήκες; Η πολιτεία χρειάζεται να δείξει μεγάλη τόλμη και εξυπνάδα. Αναρωτιέμαι, δεν θέλουν; Σε 6 μήνες θα μπορούσαν να γίνουν θαύματα, όπως έγινε στη RAI, στο BBC».


Θα αναλάμβανε έναν διοικητικό ρόλο; «Μακριά από εμένα το ποτήριον τούτο! Εγώ θέλω να δημιουργώ. Δεν μπορώ να γίνω ούτε υπάλληλος, ούτε γραφιάς. Οταν μου ζητούν τη γνώμη μου, τους βοηθώ και τους στέλνω και ανθρώπους. Να τολμήσουν. Η ελληνική τηλεόραση δεν απευθύνεται μόνο στην Αθήνα. Η περιφέρεια ζει με την τηλεόραση. Οι ευθύνες τους είναι λοιπόν μεγάλες. Και μπορώ να σας πω ότι στην επαρχία πολιτισμικά ο κόσμος είναι πολύ πιο ανοικτός. Εμεινα έκπληκτος. Νέοι άνθρωποι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το θέατρο, το καλό πράγμα. Ακουσα συζητήσεις επί θεμάτων που δεν συζητιούνται στην Αθήνα. Εδώ οι παρέες μιλούν για την Πάνια, τα κουτσομπολιά. Εκεί στα καφενεία μιλούν για ένα καλό βιβλίο, για ποίηση, για μουσική. Γι’ αυτό βοηθώ την κρατική τηλεόραση που τη βλέπουν ακόμη και στο πιο μικρό χωριό. Ο,τι μπορούμε κάνουμε από την πλευρά μας. Μου αρέσει να ρισκάρω».


Και τα επόμενα βήματα του σκηνοθέτη; «Εργο ζωής θεωρώ τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου που μελετώ 10 χρόνια. Θα είναι μια πολύ μεγάλη παραγωγή. Θα κτίσω ολόκληρη την παραλία της Σμύρνης, μάλλον στη Μυτιλήνη. Αλλά κάθε φορά που ξεκινώ πέφτω στην έξαρση των ελληνοτουρκικών. Κάποτε είχα βρει και συμπαραγωγό Τούρκο. Το βιβλίο έχει μεταφρασθεί και στα τουρκικά και αρέσει πολύ. Θα το κάνω όμως. Επίσης θα κάνω μια ταινία στην οποία θα δω τις πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων 50 ετών μέσα από μια τραγική ανθρώπινη φιγούρα: τον Ζαχαριάδη. Οταν διάβασα ότι αυτοκτόνησε μέσα στην πατρίδα που αυτός αποθέωσε, στη Σοβιετική Ενωση, συγκλονίστηκα. Πήγα εκεί, βρήκα τους γιους του, μιλήσαμε. Η Ιστορία πολλές φορές γράφεται λάθος. Ο Ζαχαριάδης είναι σαν τον Αίαντα. Δύσκολες ταινίες. Πρέπει να βρούμε χρηματοδότες στο εξωτερικό και εκεί ψάχνω. Εδώ έχω απογοητευθεί. Βλέπετε και τα πολιτικά μας πλασάρονται με τόσο φανατισμό…».


Για την ΕΤ1 θα κάνει σε διεθνή συμπαραγωγή το έργο του Καραγάτση «Μεγάλη χίμαιρα» με τη Βαλέρια Γκολίνο και την Ειρήνη Παπά και ήδη ξεκινά για το Mega τον «Μεγάλο θυμό» της Ντόρας Γιαννακοπούλου.


Οι συνεργάτες του Κουτσομύτη είναι σχεδόν μόνιμα οι ίδιοι. Αυτό τι σημαίνει; «Αν εννοείτε τον Βασίλη Δημητρίου που γράφει τη μουσική στις παραγωγές μου, ήταν φίλος μου και προτού συνεργαστούμε. Αλλά από εκεί και πέρα για μένα είναι από τους λίγους συνθέτες που γνωρίζουν τόσο καλά την κινηματογραφική μουσική. Την εικόνα. Αγαπάει τον κινηματογράφο και τον παρακολουθεί. Εχουμε δεθεί πολύ, καταλαβαινόμαστε. Είναι ερωτικός, αγαπησιάρης που λέμε. Πάνω στη δουλειά μπορεί να τσακωνόμαστε, αλλά είμαστε φίλοι και πάμε καλά. Πριν δούλευα με τον Γκούφα, τώρα με τον Μάριο Ποντίκα στα σενάρια και χρησιμοποιώ καλούς ηθοποιούς, παλαιότερους και νεότερους. Πιστεύω πως στην Ελλάδα έχουμε πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς. Ο ηθοποιός είναι συνδημιουργός, δεν είναι διεκπεραιωτής, εκτελεστής, γι’ αυτό και ακούω πάντα τις υποδείξεις τους. Ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να είναι δικτάτωρ. Πολλές φορές και εγώ φωνάζω, αλλά μπορεί να αλλάξω ένα έργο από τη σωστή υπόδειξη ενός ηθοποιού. Γι’ αυτό θέλω έξυπνους και μορφωμένους συνεργάτες κοντά μου, με επαγγελματικό ήθος. Να περνώ καλά μαζί τους. Το ταλέντο φτιάχνεται σιγά σιγά. Συνεργάζομαι στενά με την Καραμπέτη. Πιστεύω ότι είναι μια πολύ μεγάλη ηθοποιός. Το ίδιο και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Αλλά οι άλλοι ηθοποιοί αλλάζουν, δεν έχω πάντα τους ίδιους. Κριτήριο είναι να ταιριάζουν με τον ρόλο. Επί παραδείγματι, πρώτη φορά θα συνεργαστώ με τον Δάνη Κατρανίδη στον «Μεγάλο θυμό». Του πάει ο ρόλος. Μακάρι να μπορούσα να έχω ένα μόνιμο θίασο με τους καλύτερους ηθοποιούς που πιστεύω εγώ και να συνεργάζομαι συνέχεια μαζί τους. Βγάζω και καινούργιους όμως. Ψάχνω».


«Εγώ», λέει, «θέλω να έχω ερωτική σχέση με τους συνεργάτες μου. Ο έρωτας είναι πολιτισμός. Ενα λουλούδι, ένα χαμόγελο, ένα καλό φαγητό, μια καλή παρέα, η φιλία είναι έρωτας. Είναι όμορφο να είσαι με ανθρώπους που εκτιμάς, μιλάς, τσακώνεσαι, προβληματίζεσαι. Με την Ντόρα Γιαννακοπούλου συνεργάστηκα γιατί γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Είναι ένας τρομερά γενναιόδωρος άνθρωπος. Σε μια κρίση, για να μην τρελαθεί, έγραφε ημερολόγιο και ξαφνικά της βγήκε μυθιστόρημα. Η «Πρόβα νυφικού». Μετά ήρθε το δεύτερο. Εγιναν επιτυχίες. Δεν έκανε κακό σε κανέναν. Εκανε επιτυχίες. Αν δεν είχε πουλήσει δεν θα μίλαγε κανείς. Κάποτε την Ιωάννα Μπουκουβάλα – Αναγνώστου την περιφρονούσαν. Τώρα γίνεται ειδική αναγνώριση και έρευνα. Θα δούμε πολλά! Δεν μπορώ τους δήθεν. Το μόνο που δεν θέλω είναι να είμαι δήθεν».


Τι βλέπει σαν θεατής στην ελληνική τηλεόραση; «Μου αρέσει η Μαλβίνα Κάραλη. Κάνει ανατρεπτική τηλεόραση. Μπορεί να μη συμφωνώ με πολλά από αυτά που λέει, αλλά την απολαμβάνω, ειδικά όταν σατιρίζει το κιτσαριό με τη μόδα. Μου αρέσει ο Τσίμας, ο Χατζηνικολάου, ο Πρετεντέρης, ο Ευθυμίου. Μου αρέσουν πάρα πολύ κάποια κομμάτια από τη «Διπλή αλήθεια». Η σειρά «Αθήνα – Θεσσαλονίκη» θα μπορούσε να είναι πολύ καλή. Παίζουν ωραία, η ερωτική ιστορία έχει ενδιαφέρον. Αλλά βάλτωσε το σενάριο. Δεν βλέπω και πολλή τηλεόραση γιατί δουλεύω. Αλλά είμαι φανατικός των ειδήσεων, των συζητήσεων, των ντοκυμαντέρ, των ταινιών…».


Υπάρχει κάτι που θα ήθελε να βλέπει στην ελληνική τηλεόραση αλλά δυστυχώς δεν το βλέπει; «Θα ήθελα να δω αυτόν τον τύπο συνέντευξης – πορτρέτου που κάνει ο Λάλας στο «Βήμα» και με τέτοια πρόσωπα που είναι διεθνώς καταξιωμένα. Είναι κάτι που νομίζω ότι θα είχε μεγάλο τηλεοπτικό ενδιαφέρον. Μερικές από αυτές τις συνεντεύξεις του Λάλα στο εξωτερικό, τις έχουμε εμείς μαγνητοσκοπήσει και ελπίζω κάποτε να τις δούμε και στην ελληνική τηλεόραση».


Ο Κώστας Κουτσομύτης εργάζεται κοντά στον Λυκαβηττό και μένει στη Ραφήνα, σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε φτιάξει ο πατέρας του. Είναι πάνω στο βουνό, μέσα στα πεύκα, και αυτό τον ηρεμεί. Εχει τα σκυλιά του, γράφει, εργάζεται. «Η γυναίκα μου επαναστατεί», λέει, «την έχει τρελάνει το πράσινο. Ας μείνει με τον γιο της στην Αθήνα. Εμένα μου αρέσει. Τι είναι 25 χιλιόμετρα από την Αθήνα; Και στο θέατρο πάω και παντού. Μπορώ να κλειστώ και μήνες εκεί. Κοντά στη φύση γνωρίζεις τον άνθρωπο. Κάνω βόλτα τους σκύλους μου, κατεβαίνω στο λιμάνι, μιλώ με τους ψαράδες, τους γεωργούς, παίρνω καλό ψωμί από τον φούρναρη. Φέρνουν ωραία λαχανικά από τον Μαραθώνα. Είναι μικροχαρές που τις απολαμβάνω. Και ξέρετε κάτι; Εδώ στην Αθήνα δεν ερχόταν κανείς να με δει. Εκεί έρχονται όλοι. Τους αρέσει. Πίνουμε τα ουζάκια μας, κάνουμε την πλάκα μας. Είμαι ευχαριστημένος».


Σίγουρα θα ήταν και η γιαγιά του, αν ζούσε, γιατί χάρη στον εγγονό της θα περνούσε ευχάριστες ώρες μπροστά στην τηλεόραση.


«Ηταν μια γυναίκα εισαγγελέας», θυμάται ο Κώστας Κουτσομύτης, «όταν πήγα στη Λάρισα και της είπα ότι φεύγω να σπουδάσω σκηνοθεσία στη Βιέννη· με ρώτησε τι είναι αυτό. Της εξήγησα πως πρόκειται για ένα επάγγελμα που έχει σχέση με το θέατρο, τον κινηματογράφο, τους ηθοποιούς και εκείνη μου είπε: «Πω, πω ντροπή, κοκοτάς θα γίνεις;»».


Ο Κώστας Κουτσομύτης είναι φύσει και θέσει αισιόδοξος, αλλά δεν πιστεύει ότι η μεγάλη αλλαγή θα γίνει από την εξουσία, από το κράτος, από τις κυβερνήσεις. «Θα γίνει», λέει, «από εκρήξεις ατομικές, από ομάδες ατομικές. Τι κάνει τον πολιτισμό; Η παιδεία, η ποιότητα ζωής. Δεν βλέπω τίποτα ν’ αλλάζει. Η παιδεία παραπαίει, η ποιότητα ζωής γίνεται χειρότερη. Το τσιμέντο και το κιτσαριό έχει πνίξει τις μεγαλουπόλεις. Το μόνο που υπάρχει είναι οι ατομικές εξάρσεις. Το ότι έγινε το Μέγαρο Μουσικής ήταν ατομική έξαρση. Τέτοια πρέπει να γίνουν, στη Θεσσαλονίκη, σε άλλες πόλεις. Να μπει η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος στην παιδεία. Ο πολίτης θα γίνει καλύτερος όταν διδαχθεί να διαβάζει την εικόνα. Σήμερα περισσότερο βλέπει εικόνα παρά διαβάζει. Από τον συρφετό των εικόνων που δείχνουν στο παιδί, το σχολειό πρέπει να το μάθει να διαλέγει το καλό από το κακό. Πώς θα το κάνει όμως όταν είναι αναλφάβητο της εικόνας; Συνηθίζει σε ό,τι του δίνουν. Βλέπει μια πλαστή κοινωνία της οποίας επιδιώκει να γίνει μέλος. Αποτέλεσμα; Βγαίνουν άνεργοι γιατί δεν ξέρουν ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες. Για ποιο πολιτισμό να μιλήσουμε, όταν ένας νέος θέλει να δουλέψει και δεν του επιτρέπεται; Για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάντια μιας κοινωνίας και μιας πολιτείας. Βεβαίως, θα έχουμε αλκοολισμό, ναρκωτικά, έλλειψη ιδανικών. Και από την άλλη δίνουν δισεκατομμύρια σε ψευτομαϊμούδες σωματεία τάχα μου για τον αθλητισμό και δεν γίνεται τίποτα. Είναι τραγικό. Και πάμε στο χειρότερο. Βλέπετε τις κοινωνικές εκρήξεις στη Γαλλία, στη Γερμανία. Επειδή απέτυχε ο σοσιαλισμός, φτάσαμε να εκθειάζουμε τον γκαγκστερικό καπιταλισμό που δεν σέβεται τίποτα πλέον; Υπήρξα εμιγκρές και έχω μεγάλη ευαισθησία. Αρχίζω να φοβάμαι ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε πολύ πιο εθνικιστές και πολύ πιο σκληροί απέναντι στους ξένους από ό,τι οι Γερμανοί. Τρομάζω…».