Η ζωή της ήταν κομμένη και ραμμένη για να γίνει κάποτε κινηματογραφική βιογραφία. Στα δέκα μόλις χρόνια της, το 1940, η Μονίκ Αντρέ Σερφ, η οποία αργότερα θα γινόταν διάσημη στη Γαλλία με το ψευδώνυμο Μπαρμπαρά, ζούσε με τον τρόμο της σύλληψης από τους ναζιστές στη Γαλλία της γερμανικής κατοχής. Παιδί ρωσοεβραίων μεταναστών στη Γαλλία, η Μονίκ, που γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1930 στο Παρίσι, ήταν αναγκασμένη να κρύβεται διαρκώς στην υπό κατοχή πρωτεύουσα της Γαλλίας προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή της.
Την ίδια περίπου περίοδο, η Μπαρμπαρά έπεσε πολλάκις θύμα βιασμού του πατέρα της. Αυτός εξάλλου ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους, όταν έφυγε τελικά από το σπίτι της, η πέτρα που άφησε πίσω της ήταν κατάμαυρη. Δεν επέστρεψε ποτέ πίσω. Το ομολόγησε η ίδια στις σημειώσεις της, οι οποίες βρέθηκαν μετά τον θάνατό της στις 24 Νοεμβρίου 1997.
Οι σημειώσεις αυτές εκδόθηκαν υπό τον τίτλο «Il était un piano noir» («Ηταν ένα μαύρο πιάνο»), κάτι σαν ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία τής τραγουδίστριας που, παρότι δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή εκτός Γαλλίας, υπήρξε μια τρομερά δημοφιλής καλλιτέχνις στην πατρίδα της. Παρέσυρε εκατομμύρια θαυμαστές της με τη μελαγχολία του ύφους και των στίχων των τραγουδιών της. Παράδειγμα το σινγκλ της «L’Aigle noir» που κατόρθωσε να πουλήσει 1.000.000 αντίτυπα σε μόλις 12 ώρες!

«Πειραγμένη» βιογραφία


«Νομίζω ότι ο λόγος που πολύς κόσμος αγαπά τα biopics, τις κινηματογραφικές βιογραφίες διασήμων, είναι ότι πιστεύει στη μετενσάρκωση»
μου ανέφερε πέρυσι στο Φεστιβάλ των Καννών ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ματιέ Αμαλρίκ, ο άνθρωπος που εν τέλει κλήθηκε να μεταφέρει με έναν πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο τη ζωή της Μπαρμπαρά στη μεγάλη οθόνη. «Ομως αν κάτι απεχθάνομαι στις κινηματογραφικές βιογραφίες είναι ότι πολύ συχνά σου δίνουν την αίσθηση της εκμετάλλευσης του προσώπου με το οποίο ασχολούνται. Αυτού του τύπου οι βιογραφίες είναι σαν να σου λένε: «ας ανοίξουμε τον τάφο για να βγάλουμε λεφτά. Για να δούμε λοιπόν, έχουμε 2017, ποιος πέθανε πριν από δέκα χρόνια; Α, ο τάδε. Ας κάνουμε μια ταινία γι’ αυτόν!». Και όλες οι ταινίες καταλήγουν να είναι πάνω-κάτω οι ίδιες. Και ο κόσμος το ξέρει και νομίζω ότι το έχει βαρεθεί».
Με τη συγκατάθεση των υπευθύνων διαχείρισης της κληρονομιάς τής Μπαρμπαρά, ο Αμαλρίκ στην ταινία «Barbara», που θα αρχίσει να προβάλλεται στην Ελλάδα την Κυριακή του Πάσχα, προσέγγισε το πρόσωπο που τον ενδιέφερε με έναν εντελώς καινοτόμο τρόπο: αφήνοντας στην άκρη όλες τις «κουτσομπολίστικες αηδίες» που συνοδεύουν τα προσωπικά της τραγουδίστριας, παρέμεινε στην ίδια την καλλιτέχνιδα, εστιάζοντας στην επαφή της με το τραγούδι. «Ηθελα να ξεφύγω από όλες αυτές τις παγίδες των biopics και να δημιουργήσω μια τεράστια παιδική χαρά όπου η Ζαν Μπαλιμπάρ θα μπορούσε να εκφραστεί με τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι διαφορετικούς τρόπους» είπε ο σκηνοθέτης για τη σύλληψή του και την ηθοποιό (και πρώην σύντροφό του, μητέρα των δύο παιδιών τους) που θα τον βοηθούσε να την υλοποιήσει σε ταινία. «Γιατί η Ζαν είναι τεράστια ηθοποιός και δεν μπορείς να τη φυλακίσεις στα κλισέ μιας βιογραφίας· αυτό ακριβώς εξάλλου είναι το πρόβλημα με τις βιογραφίες. Ο ηθοποιός πρέπει να μιμηθεί και έτσι παγιδεύεται».
Συνεπώς, προσφέροντας αυτή τη σπάνια ευκαιρία στη Ζαν Μπαλιμπάρ να πλάσει μια εντελώς δική της ηρωίδα, μια δική της Μπαρμπαρά, ο Αμαλρίκ ανέμειξε ντοκουμέντα και φαντασία για τη δημιουργία μιας βιογραφίας που περισσότερο από καθετί θέλει να προσφέρει στον θεατή μια αίσθηση από αυτό που η Μπαρμπαρά μια φορά και έναν καιρό σήμαινε σε τόσο πολύ κόσμο. Σημασία για τον Αμαλρίκ είχε επίσης «ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος παρακολουθεί σινεμά πλέον. Εχει αλλάξει. Ο κόσμος παρακολουθεί τρεις ταινίες ταυτόχρονα πια. Πρέπει να το χρησιμοποιήσεις αυτό ως εργαλείο. Γι’ αυτό και στην ταινία μου υπάρχουν τρεις οθόνες». Γι’ αυτό και η ταινία του σου δίνει διαρκώς την εντύπωση ενός παιχνιδιού, σαν να σε προκαλεί να βρεις τα σημεία όπου εμφανίζεται η πραγματική Μπαρμπαρά και εκείνα στα οποία βλέπουμε την ηθοποιό που την υποδύεται.
Στην ψυχή της τραγουδίστριας
Η Ζαν Μπαλιμπάρ δούλεψε περισσότερα από δύο χρόνια στη μουσική διότι δεν είχε καμία σχέση με αυτήν. Εν τω μεταξύ η ίδια η Μπαρμπαρά, ενώ γνώριζε να παίζει πιάνο, δεν ήταν εξοικειωμένη με το τραγούδι. «Δούλευε πάνω στους ήχους περισσότερο και η Ζαν ήθελε να μπει σε αυτή τη διαδικασία, ήθελε να νιώσει τον αρμονικό κόσμο της Μπαρμπαρά» είπε ο Αμαλρίκ.
Το παράξενο είναι ότι στη Ζαν Μπαλιμπάρ είχε προταθεί στο παρελθόν να υποδυθεί την Μπαρμπαρά τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο. Εκείνη, ωστόσο, πάντοτε αρνούνταν. «Οι προτάσεις που μου έκαναν δεν ήταν ισάξιες της αγάπης μου προς την Μπαρμπαρά» είπε στις Κάννες η ηθοποιός, που αν και δεν πήγε ποτέ σε συναυλία της Μπαρμπαρά, το πρώτο 45αρι βινύλιό της ήταν της τελευταίας. «Θυμάμαι τους τίτλους: «Πες μου, πότε θα επιστρέψεις;», «Η εποχή των λιλά», Ναντ»… Ενας ηθοποιός χτίζεται και με τους καλλιτέχνες που του άρεσαν να ακούει και να βλέπει, αυτούς που έχουν αφήσει το στίγμα τους. Είχα μια σύνδεση μαζί της».
Μέχρι που μια ημέρα ο Πιερ Λεόν, με τον οποίο η Μπαλιμπάρ είχε ήδη συνεργαστεί, της μίλησε για το δικό του πρότζεκτ. «Το να ερμηνεύσω την Μπαρμπαρά έγινε μαζί του εφικτό» είπε η ηθοποιός, παρότι το σενάριό του δεν βρήκε χρηματοδότηση. Ομως η ιδέα ήταν καλή και πήρε τον δρόμο της με τον Αμαλρίκ πίσω από τον φακό του σκηνοθέτη.
Περιέργως, Αμαλρίκ και Μπαλιμπάρ δεν είχαν την ίδια σχέση με τον χαρακτήρα της Μπαρμπαρά. Ο μεν αναρωτιόταν αρκετά πώς να αποκαταστήσει αυτόν τον «ιερό» χαρακτήρα της, η δε ενδιαφερόταν περισσότερο για τη «φιγούρα της Γαλλικής Δημοκρατίας που εκπροσωπούσε. «Πώς μέσα από τη ζωή της, τις επιλογές της, τις ευθύνες που παίρνει, μια μικρή Εβραία από την Ουκρανία καταφέρνει να ενσωματώσει την ιστορία της Γαλλίας από το 1930 έως το 1997; Αυτές οι διαφορές που είχαμε μας διασκέδαζαν. Δεν αποτέλεσε όμως αυτό πρόβλημα, αντιθέτως πιστεύουμε πως έτσι εμπλουτίστηκε η ταινία».

Πού και πότε

Η ταινία «Barbara» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Κυριακή του Πάσχα, 8 Απριλίου, σε διανομή Weird Wave, την οποία ευχαριστούμε για τις συνενετεύξεις των Μ. Αμαλρίκ και Ζ. Μπαλιμπάρ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ