Η Εύα Μανιδάκη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του θεάτρου. Αρχιτέκτων και σκηνογράφος, ξεχωρίζει με την αισθητική και την ποιότητα που έχουν οι δουλειές της. Και είναι αυτή η ίδια αισθητική και ποιότητα που τη χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο. Διακριτική στον τρόπο με τον οποίο κινείται, ευφάνταστη και ουσιαστική στον τρόπο με τον οποίο δημιουργεί, εκφράζεται με λιτότητα, μια λιτότητα που τη συνδέει με την Ιαπωνία, την οποία τόσο αγαπά.
Αυτή την εποχή υπογράφει τα σκηνικά στην όπερα «Ζ» του Μηνά Μπορμπουδάκη στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ που σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου σε λιμπρέτο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, αλλά και στο «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Χόρβατ που ανεβάζει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Bios. Προηγήθηκαν το ιαπωνικής παράδοσης έργο «Υο-κι-χι» του Μιχαήλ Μαρμαρινού και ο «Γλάρος» του Τσέχοφ από τον Χουβαρδά, με το εντυπωσιακό και λιτό σκηνικό –μια τεράστια πλαστική διάφανη κουρτίνα. Με τον τελευταίο θα συνεργαστεί και στην όπερα «Υπόθεση Μακρόπουλος», τον Μάιο. Για το καλοκαίρι έχει τις «Χοηφόρες» στη Μικρή Επίδαυρο, με την Αργυρώ Χιώτη.
Η αγάπη της για την Ιαπωνία, την οποία έχει επισκεφθεί επτά φορές, ξεκίνησε από την εποχή που ήταν φοιτήτρια στο Παρίσι: «Είχε έρθει τότε ο Ταντάο Αντο, ένας σπουδαίος ιάπωνας αρχιτέκτονας, και μου είχε κάνει εντύπωση και ο ίδιος αλλά και το γεγονός ότι έκανε όλα του τα έργα με μολύβι. Σιγά-σιγά άρχισα να διαβάζω παραπάνω και να καταλαβαίνω ότι κάτι αρχίζει να συμβαίνει μέσα μου. Ημουν 22-23 χρόνων και αποφάσισα, με τα πρώτα χρήματα που μάζεψα, να κάνω ένα ταξίδι στην Ιαπωνία. Και μαγεύτηκα. Αμέσως».
Σήμερα, ξέρει ότι η επίδραση της Ιαπωνίας βρίσκεται παντού στη δουλειά της, «στα πάντα. Δεν ξέρω αν προϋπήρχε ή αν το ιαπωνικό μπήκε σε ό,τι κάνω, στα χρώματα, στα υλικά, στις πιο βαθιές σχέσεις, μετά το ταξίδι. Ακόμα και όταν διαβάζω ένα θεατρικό κείμενο, κοιτάζω πολύ τους συνδέσμους, εκεί που το εσωτερικό συναντάει το εξωτερικό, η εσωτερική δράση την εξωτερική. Και τι εννοώ; Οτι αυτός ο σύνδεσμος στο μεδούλι του έχει ιαπωνική ρίζα. Γιατί το βλέπουμε με έναν πολύ ανεπαίσθητο και λεπτό τρόπο στην έννοια που έχει το κατώφλι στην ιαπωνική αρχιτεκτονική. Οχι μόνο στους ναούς ή στην παραδοσιακή τους αρχιτεκτονική αλλά και αλλού, όπως στα εστιατόρια. Για να μπεις, υπάρχει μια στενωπός, όπου το πορτάκι είναι κοντό και πρέπει το σώμα να κάνει αυτή την ανεπαίσθητη κίνηση για να μπει μέσα, για να αισθανθεί και το ίδιο το σώμα ότι περνάει από έξω μέσα. Πάντα υπάρχει μια πολύ λεπτή επεξεργασία στο κατώφλι. Επίσης υπάρχει μια λιτότητα στην ιαπωνική κουλτούρα, και αυτό είναι κάτι που αγαπώ».
Χωρίς να δουλεύει αποκλειστικά με κάποιους σκηνοθέτες, η Εύα Μανιδάκη έχει σταθερές θεατρικές σχέσεις: Ηταν ο Λευτέρης Βογιατζής, είναι ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Είναι η Κατερίνα Ευαγγελάτου.
«Μπαίνω σε μια δουλειά ξεκινώντας από τους ανθρώπους. Μετά έρχονται τα έργα και πάντα μέσα από τη ματιά των συγκεκριμένων ανθρώπων» λέει. «Σημασία έχει ο κοινός τόπος, το κοινό λεξιλόγιο που μοιράζεσαι μαζί τους, αλλιώς δεν μπορείς να προχωρήσεις».
Η ίδια αισθάνεται «εντελώς μέσα» σε κάθε σκηνικό που κάνει. «Αυτή η δουλειά μού δίνει τρομερή χαρά. Δεν θα μπορούσα να την κάνω αν δεν έπαιρνα αυτή τη χαρά, που είναι σαν κολύμπι, γιατί έχει τη ρευστότητα του νερού –άλλοτε δύσκολο, άλλοτε δροσερό, αλλά για μένα εξαιρετικά ζωοποιό». Και ίσως λόγω αυτής της ρευστότητας να «βάφτισε» και FLUX το αρχιτεκτονικό γραφείο που έχει ιδρύσει από το 2007 με τον Θανάση Δεμίρη. Μια που fluxus στα λατινικά σημαίνει ροή, κίνηση, αλλαγή, «έννοιες που αντιπροσωπεύουν τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε κάθε πρότζεκτ».

Κάτι μαγικό συμβαίνει

Αλήθεια, τι γεννά τις ιδέες; «Κάτι μαγικό που συμβαίνει έτσι ξαφνικά. Κι έρχεται με έναν τρόπο που τον αισθάνομαι στο σώμα μου, αισθάνομαι μια χαρά, όπως όταν ήμουν μικρή, έχω ένα πετάρισμα –ακόμη. Δεν ξέρω αν θα μου φύγει ποτέ. Από την άλλη, αυτό το πετάρισμα μου δημιουργεί και μια μεγάλη αγωνία όσο δουλεύω».
Και συνεχίζει: «Η διαδικασία της χαράς, της δημιουργίας, είναι άσχετη με το αποτέλεσμα. Είμαι τρομερά ανασφαλής. Μακάρι να μπορούσα να πάρω λίγο δύναμη από τις δουλειές που κάνω».
Για τον «Γλάρο», για παράδειγμα, άρχισε να σκέφεται το σκηνικό από τον περασμένο Απρίλιο, ενώ δούλευε την «Αλκηστη» στην Επίδαυρο. Μοιράστηκε την ιδέα της με τον Γιάννη Χουβαρδά, και εκείνος τής ζήτησε ένα δείγμα για να το καταλάβει: «Είχε μεγάλη σημασία να το δει ο σκηνοθέτης, για να δει τι θα το κάνει. Από μόνο του το σκηνικό δεν είναι τίποτα. Το θέμα είναι πώς το χρησιμοποίησε εκείνος, πώς το χρησιμοποίησαν οι ηθοποιοί. Και ο Γιάννης το πίστεψε» εξηγεί.
Και αν η αρχιτεκτονική προηγήθηκε επαγγελματικά στη ζωή της, το θέατρο ήταν κάτι που αγαπούσε από παιδί. Ούτε ηθοποιός ήθελε όμως να γίνει ούτε σκηνογράφος είχε ποτέ σκεφτεί.

«Πήγα στη Δραματική Σχολή του «Εμπρός» για δικούς μου λόγους, προσωπικούς. Πήγα για να βρω καταφύγιο. Δούλευα ήδη ως αρχιτέκτων. Εκείνη την περίοδο είχα χάσει δύο πολύ σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου και πήγα στο θέατρο για να πάρω ανάσα. Βρέθηκα με αυτούς τους ανθρώπους
(σ.σ.: Τάσος Μπαντής, Δημήτρης Καταλειφός, Ράνια Οικονομίδου) και ήταν πολύ σπουδαίο. Και πήρα την ανάσα που χρειαζόμουν».
Μετά τα πράγματα πήραν μια φυσική τροπή: «Στο «Εμπρός» βοηθούσα, όσο μπορούσα, σε διάφορες αρχιτεκτονικές δουλειές. Μετά μου ζήτησε η Ράνια να κάνω τα σκηνικά σε μια παράσταση –ύστερα μου πρότεινε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός να του κάνω τα σκηνικά στον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» -, τον γνώριζα, του είχα κάνει το σπίτι. Μπήκα μαλακά, πολύ μαλακά. Δεν ένιωσα σκηνογράφος, Ούτε τώρα μπορώ να πω ότι είμαι σκηνογράφος». Και η ροή συνεχίστηκε.

Σκάβοντας με τον Βογιατζή


«Το πρώτο θεατρικό έργο που κάναμε με τον Λευτέρη
(σ.σ.: Βογιατζή) ήταν το «Θερμοκήπιο». Ηταν ένα πολύ δύσκολο σκηνικό –είχα σκάψει. Ολοι οι άνθρωποι που εμπλέκονται με τον Λευτέρη σκάβουν, σκάβουν και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ηταν τέτοιας ποιότητας άνθρωπος. Σε έβαζε να σκάβεις, κατ’ αρχήν μέσα σου. Θεωρώ ότι χάσαμε ένα πολύ σπουδαίο κεφάλαιο. Δεν ήταν δύσκολος ο Λευτέρης, ήταν απαιτητικός. Και είναι ένας από τους ανθρώπους που κουβαλώ πολύ μέσα μου. Πολύ συχνά βάζω τα ερωτηματικά που μου έβαζε εκείνος. «Κι αυτό τώρα, Εύα, είναι καλό;» με ρωτούσε. Εβαζε τέτοιες τρικλοποδιές, του άρεσε αυτό το παιχνίδι.

Με τον Γιάννη Χουβαρδά δουλεύω πολύ. Και έχει κάτι πολύ κοινό με τον Λευτέρη, από εντελώς άλλον δρόμο. Το κουκούτσι είναι το ίδιο. Και ο Χουβαρδάς είναι ένας άνθρωπος πολύ απαιτητικός από έναν ευρωπαϊκό δρόμο. Ο Λευτέρης ήταν πιο χειρωνάκτης. Στην πραγματικότητα είναι πολύ ίδιοι».
Κλείνοντας τη ρωτάω για την αισθητική: «Ναι, καλλιεργείται, αλλά έχει να κάνει με πολλά. Είναι ένα μείγμα. Ολοι μας είμαστε πολλά πράγματα μαζί: οι έρωτές μας, τα φαγητά μας, τα ταξίδια μας, τα βιβλία μας, ό,τι κουβαλάμε» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ