Τρεις νέοι συμπατριώτες μας επιβάλλονται στον δύσκολο κόσμο της βρετανικής μόδας


Ενας στυλίστας, μια σχεδιάστρια μόδας και ένας φωτογράφος αποφασίζουν να αφήσουν την ασφάλεια της αναγνώρισης που έχει πετύχει ο καθένας στον χώρο του και να υποβάλουν το ταλέντο τους στη δοκιμασία του Λονδίνου. Τα κατάφεραν; Αν η απάντηση κρύβεται στο ότι κατάφεραν να δημοσιοποιήσουν τη δουλειά τους σε έγκυρα περιοδικά μόδας και να τραβήξουν την προσοχή ανθρώπων όπως η περιζήτητη Isabella Blow, τότε ασφαλώς η απάντηση είναι θετική.


Ο Tassos Sofroniou, η Sofia Kokosalakis και ο Bill Georgoussis έχουν ένα τουλάχιστον κοινό σημείο: αποφάσισαν το ίδιο καλοκαίρι ­ πριν από δύο καλοκαίρια ­ να μετακομίσουν στο Λονδίνο. Εκεί ο καθένας ξεκίνησε την προσωπική του περιπέτεια και πήρε από πρώτο χέρι μια γεύση του τι εστί ανταγωνισμός στον χώρο της μόδας. Αλλωστε είναι κοινή πεποίθηση και των τριών ότι στην Ελλάδα λίγο πολύ «παίζεις σε εύκολο γήπεδο».


Ενάμισης χρόνος στο Λονδίνο ήταν αρκετός για να αναθεωρήσουν απόψεις, να εκτιμήσουν τις δυνάμεις τους αλλά και να εντείνουν την προσπάθειά τους. Ετσι μπορούν όμως να είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι γιατί δεν είναι και συχνό φαινόμενο να βλέπεις ελληνικές υπογραφές σε διεθνή περιοδικά μόδας!


Tassos Sofroniou, ο στυλίστας



Τον περασμένο Οκτώβριο στο Παρίσι ένας αδύνατος πιτσιρικάς με όνομα που κανένας δεν καταφέρνει να προφέρει σωστά και μια πόκετ κάμερα στο χέρι ζει το όνειρό του. Δίπλα του μια κυρία που μοιάζει με παραδείσιο πουλί και έχει επιβλητική φωνή και βαθύ βλέμμα. Μπροστά του κινούνται με τη γνωστή άνεση τα μοντέλα της πασαρέλας με ρούχα Ζιβανσί, Μιγκλέρ, Γκοτιέ, Σεν Λοράν, Μπαλμέν, Βαλεντίνο…


Οταν ο Τάσος Σωφρονίου είδε για πρώτη φορά την Ιζαμπέλα Μπλόου, διευθύντρια μόδας στους «Σάντεϊ Τάιμς», ήταν πρωί. Η εκκεντρική κυρία εμφανίστηκε μπροστά του φορώντας ένα πλεκτό φόρεμα του Τζούλιαν Μακ Ντόναλντ, κοντό τζάκετ από δέρμα μαύρου ουραγγοτάγκου, φούξια καλσόν, ροζ δετά πέδιλα και ένα φούξια καπέλο με στρας και φτερά του αγαπημένου της Φίλιπ Τρέισι. Αυτή την κυρία κυνηγούσαν με τα μικρόφωνα οι δημοσιογράφοι στις επιδείξεις μόδας του Παρισιού το περασμένο φθινόπωρο. Δίπλα της καθόταν τώρα ο Tassos Sofroniou, στυλίστας.


«Αν αξίζω κάτι, αυτό θα το ανακαλύψω κολυμπώντας στα βαθιά νερά» ήταν η σκέψη που σφηνώθηκε στο μυαλό του πριν από δύο καλοκαίρια. Ολα πήγαιναν θαυμάσια στην ελληνική καριέρα του που είχε χτιστεί στέρεα στα περιοδικά του Τερζόπουλου. Μετά από τη θητεία του ως βοηθού του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου ­ «για μένα ο μοναδικός άνθρωπος αυτή τη στιγμή που ξέρει από μόδα στην Ελλάδα» ­ και έχοντας ήδη την πολύτιμη εμπειρία δουλεύοντας στη διαφημιστική ΚΙΝΟ, θα μπορούσε να επαναπαυτεί στα χρήματα και στη δόξα. «Στο πάρτι που έκανα στο Αμφιθέατρο για τα γενέθλιά μου ήρθαν 2.000 άνθρωποι. Το φαντάζεσαι;».


Για τον Τάσο Σωφρονίου, όμως, που στα ένδεκα χρόνια του απαίτησε από τη μητέρα του να μη σιδερώνει τα ρούχα του γιατί είχε δει μια επίδειξη μόδας στην τηλεόραση όπου τα μοντέλα φορούσαν τα πάντα τσαλακωμένα, το αναμενόμενο, το αυτονόητο και το προφανές είναι λέξεις λίγο πολύ «άγνωστες». Ετσι, λοιπόν, αντί να κάτσει στα αβγά του δρέποντας νόστιμους καρπούς, ξεκίνησε για εκεί όπου τίποτε δεν είναι εύκολο: το Λονδίνο. Οχι τυχαία. Αλλωστε London swings again και αν ήταν να τα καταφέρει «κάπου», εκεί έπρεπε να είναι.


«Ερχομαι εδώ χωρίς να γνωρίζω κανέναν. Ολο αυτό το πράγμα που βγάζει η πόλη είναι μεταμφιεσμένο σε κύματα υψηλής ενέργειας. Ξέρω βέβαια τα περιοδικά αλλά, γλυκιά μου, ποτέ δεν συνειδητοποιείς ακριβώς τι γίνεται από απόσταση. Διαβάζω «Dazed and Confused», «Ι-D», ξεκινάει ο μαραθώνιος με τα πρακτορεία. Εχω το μπουκ στο χέρι ­ είναι άλλωστε το μοναδικό μου διαβατήριο. Τους δείχνω τη δουλειά μου στα ελληνικά περιοδικά. Είναι ένα καλό τεστ γιατί δεν με απορρίπτουν. Δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον. Ομολογώ πόσο θα ήθελα να δουλέψω ως βοηθός της Isabella. Ξέρω τη δουλειά της και τη θαυμάζω όπως λίγους. Ωσπου μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο».


Η φωνή της αισθησιακή, ρομαντική, ασυνήθιστη. Στην άλλη άκρη ο πιτσιρικάς με τα όνειρα να τρέφουν το στομάχι, ο πιτσιρικάς που άφησε στην Ελλάδα μισθούς ενός εκατομμυρίου και δούλεψε δύο μήνες σε φαστ φουντ για δύο λίρες την ώρα, χοροπηδούσε από τη χαρά του. Πρώτη δουλειά: με τη Σόφι Νταλ για το «GQ». Μετά, η επίδειξη μόδας της Laine πέρυσι τον Φεβρουάριο κατά τη διάρκεια της λονδρέζικης Fashion Week. Δική του ιδέα, να «ανοίξουν» και να «κλείσουν» την επίδειξη τα επτά πασίγνωστα μοντέλα, η Τζόντι, η Ναόμι, η Κρίστελ, η Ελενα, η Ονορ κλπ. Την άλλη ημέρα όλοι ρωτούσαν: «Ποια είναι αυτή από το Δουβλίνο;».


Αν θεωρηθεί ότι το τηλέφωνο που χτυπάει συνέχεια αποτελεί δείκτη επιτυχίας, τότε ο Τάσος Σωφρονίου βρίσκεται στα σκαλοπάτια της. Αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να δουλεύει ως βοηθός της Blow και από ό,τι φαίνεται δεν βιάζεται ακόμη καθόλου να πετάξει μόνος του. «Είναι εξαιρετική στη συνεργασία της. Σε συστήνει στους ανθρώπους που βρίσκονται στην κορυφή και δεν λέει «ο βοηθός μου» αλλά «ο συνεργάτης μου»».


Εκανε styling για το «Style», το «ES», το περιοδικό των «FT», την επίδειξη της Chloe που σχεδίασε η Στέλλα Μακ Κάρτνεϊ, βρέθηκε δύο φορές στο Παρίσι για τα σόου ­ «την ύψιστη τιμή που μπορεί να γίνει σε όποιον ασχολείται με τη μόδα» ­, πήγε σε πάρτι, είδε δώδεκα επιδείξεις μέσα σε μία ημέρα. Φυσικά υπάρχει και η άλλη πλευρά. «Ολη αυτή η προσπάθεια είναι ψυχοφθόρα» λέει ο Τάσος Σωφρονίου. «Στην αρχή δεν είχα λεφτά ούτε για το νοίκι μου. Ο ανταγωνισμός στο Λονδίνο απλώς δεν μπορεί να περιγραφεί. Αυτό όμως κάνει τη διαφορά με την Ελλάδα. Αν είσαι ταλαντούχος, δεν νοιάζονται να μάθουν τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου, ποιας φυλής είσαι, σε ποιο σχολείο πήγες. Ψάχνουν να βρουν τα ταλέντα και τα κρατάνε, γι’ αυτό προχωράνε μπροστά. Και το σημαντικότερο: αλληλοϋποστηρίζονται».


Αυτές τις ημέρες θα έρθει στην Αθήνα να δει τη μητέρα του που λατρεύει και θεωρεί μούσα του. «Για πάντα; Μπα όχι… Δεν θα με πείραζε καθόλου να ζήσω για πάντα στο Λονδίνο» λέει χαμογελώντας με αυτοπεποίθηση.


Sofia Kokosalakis, η σχεδιάστρια



Στα είκοσι πέντε χρόνια της κατάφερε κάτι που σπάνια, σπανιότατα, συμβαίνει στον χώρο της ελληνικής μόδας: να δει τη δουλειά της δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του περιοδικού μόδας των «Σάντεϊ Τάιμς». Και αυτές τις ημέρες αναπνέει την ένταση της προετοιμασίας της πρώτης ολοκληρωμένης επίδειξης μόδας της ζωής της στο πλαίσιο της αποφοίτησης από την πιο διάσημη σχολή στον χώρο, το St. Martin’s, το σχολείο που μεταξύ άλλων «έβγαλε» τον Αλεξάντερ Μακ Κουίν, τον άνθρωπο που έδωσε το φιλί της ζωής στον οίκο Ζιβανσί και έφερε ξανά στο προσκήνιο τη βρετανική αισθητική.


Η Σοφία είναι σχεδιάστρια μόδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα και από ό,τι θυμάται πάντα σχεδίαζε ρούχα. Βρέθηκε να σπουδάζει αγγλική φιλολογία αλλά ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει αυτό που πραγματικά την ενδιέφερε. «Εκανα ρούχα δικά μου αλλά δεν ήξερα να ράβω. Δεν σχεδίαζα δηλαδή για τον εαυτό μου, απλώς μου έβγαινε. Παράλληλα έβλεπα γύρω μου τη δουλειά όσων ασχολούνται στην Ελλάδα και ομολογώ πως δεν ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό. Πήγα και σε μια ιδιωτική σχολή, υποτίθεται την καλύτερη που υπάρχει στην ελληνική αγορά. Ασε, απογοήτευση».


Τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στη σχολή η Σοφία Κοκοσαλάκη αποδεικνύεται μια όχι και τόσο δημοφιλής παρουσία. «Ημουν κυρίως μόνη μου, οι παρέες και τα ενδιαφέροντά μου ήταν διαφορετικά» λέει. Συνεχίζει να σχεδιάζει, την ενδιαφέρει πολύ όχι μόνο η μορφή, το σχήμα, η φόρμα, αλλά δουλεύει και στην επιφάνεια του υφάσματος. Γίνεται βοηθός της Λένας Νάιτ, μπαίνει στα περιοδικά, γνωρίζεται με τον Αγγελο Φρέντζο και δημιουργούν ως ντουέτο τους Visionaires, τα ρούχα της πωλούνται στο Clothes της Λένας Παπαχριστοφίλου και κάνει πλέον δικά της εντιτόριαλ στη «Γυναίκα».


Οι Visionaires μπαίνουν στο Sotris. «Ποιος όμως θα αγόραζε τέτοια ρούχα στην Ελλάδα; Η δουλειά μας ήταν πολύ αβάν γκαρντ για να σταθεί σε αυτή την αγορά. Χωρίς υπερβολή θεωρώ ότι κάναμε πολύ μοντέρνα ρούχα». Η Σοφία, που αγαπάει τον Margiela, τους Commes des Garcons, τη Sibila και τον Yammamoto, κάνει αίτηση στο St. Martin’s. «Είμαστε διακοπές με τον Bill και τον Τάσο στη Μύκονο και λέμε: Δεν πάμε Λονδίνο;». Παράλληλα μαθαίνει ότι έγινε δεκτή.


Το Λονδίνο είναι το κέντρο της μόδας και το σχολείο της στο μικροσκόπιο όλων των οίκων που αναζητούν εκεί το επόμενο μεγάλο όνομα. Ο ανταγωνισμός; «Α, αυτό μάλλον δεν περιγράφεται!». Ενα περιβάλλον άκρως ανταγωνιστικό ­ «αν είναι δυνατόν να απομονωθούν οι χώροι όπου δουλεύει ο καθένας για να μη δει ο διπλανός του τι ετοιμάζει» ­ όπου άνθρωποι όπως η Ντόνα Κάραν συζητούν συχνά με τους καθηγητές για τα νέα ταλέντα. Και από την άλλη πλευρά η Λουίζ Γουίλσον, διευθύντρια της σχολής, η οποία προσπαθεί να «σπρώξει» τους ένδεκα μεταπτυχιακούς και στις άλλες αίθουσες της σχολής «γιατί πιστεύει ότι είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζουν και ιστορία της τέχνης παράλληλα με την ιστορία της μόδας».


Για την επίδειξη του Φεβρουαρίου η Σοφία Κοκοσαλάκη έχει ήδη στη διάθεσή της σπόνσορα. Οι γούνες που θα χρησιμοποιήσει είναι Fendi, τα παπούτσια του Cristian Labautin, το μετάξι της Κάραν. «Βέβαια όχι τα υφάσματα της πρώτης γραμμής, από την αποθήκη μην περιμένεις, αλλά και αυτό είναι σπουδαίο. Και εγώ μερικές φορές το σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Τι νομίζεις;».


Bill Georgoussis, ο φωτογράφος



Αυτές τις ημέρες ετοιμάζει ένα φωτογραφικό για το «GQ» με τον Κρίστοφερ Λι να παρουσιάζει μόδα. Εκανε ένα ταξίδι δύο ημερών για τη φωτογράφηση της καινούργιας αφίσας της Αννας Βίσση (αυτής που ήδη κυκλοφορεί στους δρόμους) και πριν από λίγες εβδομάδες δημοσιεύτηκε μαυρόασπρη δουλειά του στο «How to spend it», στο περιοδικό των «Financial Times».


Ο Bill Georgoussis ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και φωτογραφεί από είκοσι χρόνων. Σήμερα είναι 32. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αυστραλία, συγκεκριμένα στη Μελβούρνη, όπου γεννήθηκε, και στη συνέχεια ταξίδεψε και έζησε στη Νέα Ζηλανδία, στη Μαδρίτη, στο Μιλάνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και σε πολλές ακόμη κυρίως ευρωπαϊκές πόλες. Η Αθήνα όμως ήταν η βάση του, σε αυτήν ξαναγυρνούσε και από αυτήν αποφάσισε να φύγει για το Λονδίνο.


«Φωτογραφώ από 12 ετών, για την ακρίβεια από τότε είχα μανία με τη φωτογραφία. Εκανα ΒΑ στη φωτογραφία και ξεκίνησα να κάνω εικόνες στον δρόμο. Από εκεί πέρασα στον χώρο της μόδας σχεδόν φυσικά». Δουλεύει ως εξωτερικός συνεργάτης στα περιοδικά του Τερζόπουλου, και παράλληλα κάνει αφίσες για καλλιτέχνες όπως η Βίσση. Το πρακτορείο του είναι ως σήμερα η Agence. Παρά την αναγνώριση, τα εξώφυλλα και τις καλές αμοιβές, ο νεαρός φωτογράφος αποφασίζει επίσης να μην επαναπαυτεί στις δάφνες του αλλά να τολμήσει μια καινούργια καριέρα και μάλιστα στο Λονδίνο.


«Είχα αποφασίσει μόνος μου να μετακομίσω στο Λονδίνο γιατί είχα ήδη μια συνεργασία με ένα πρακτορείο. Για μένα ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα στην αρχή σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά αλλά σε γενικές γραμμές ακόμη κι αυτό που θεωρείται «εύκολο» είναι τρομερά δύσκολο. Σε μια εποχή όπου οι μεγάλοι άγγλοι φωτογράφοι φεύγουν για Αμερική, στην Αγγλία έρχονται από όλες τις χώρες. Σκεφθείτε ότι γίνονται 15 εντιτόριαλ τον μήνα στα σοβαρά έντυπα ενώ υπάρχουν περίπου 1.000 φωτογράφοι που προσπαθούν με ό,τι μέσα διαθέτει ο καθένας να βρουν χώρο για να δείξουν τη δουλειά τους!».


Ο Bill Georgoussis είναι ο φωτογράφος του εξωφύλλου της Sofias Kokosalakis στους «Sunday Times». Εχει επίσης δημοσιεύσει δουλειά του στο «Blah, Blah, Blah», ενώ το όνειρό του είναι να μπει στο «Face», στο αμερικανικό «Bazzar» και στο «Ray-Gun», ένα καινούργιο καλιφορνέζικο περιοδικό. Για το τελευταίο ξεκινάει ήδη μια δουλειά που θα γίνει τον Ιανουάριο.


«Δεν είναι καθόλου εύκολο να μπεις σε αυτά τα έντυπα. Και όσο για τους Ελληνες… Θυμάμαι τον art director της γαλλικής «Vogue» που με ρώτησε τι εθνικότητας είμαι. Είχαν χρειασθεί δύο εβδομάδες επίμονων τηλεφωνημάτων ώσπου να τον καταφέρω να ρίξει μια ματιά στο μπουκ μου. Οταν του είπα «Ελληνας», παραδέχθηκε ότι ήμουν ο πρώτος και μοναδικός Ελληνας που γνώρισε ποτέ στον χώρο. Δεν είναι τυχαίο όμως αυτό. Εμείς στην Ελλάδα κάπου έχουμε κολλήσει στα στερεότυπα και αυτά προβάλλουμε. Φαίνεται αυτό σε όλες τις φωτογραφήσεις μόδας, ακόμη και από τα μοντέλα. Η ομορφιά όμως έχει αλλάξει. Και ελάχιστοι δείχνουν να το αντιλαμβάνονται αυτό».