«Γεια σου!». Εκρηκτικός όπως πάντα, με φωνή στεντόρεια, διαπεραστική, ο Φατίχ Ακίν «βγαίνει» ύστερα από λίγα λεπτά αναμονής μου στο τηλέφωνο. Με χαιρετά στα ελληνικά βέβαια –η αγάπη του για τη χώρα μας είναι μεγάλη, ο Ακίν έχει πολλούς έλληνες φίλους, ανάμεσα στους οποίους και ο αποκλειστικός διανομέας του στην Ελλάδα κ. Ζήνος Παναγιωτίδης. Σε αυτή τη συνομιλία μας, αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου, ο Ακίν βρισκόταν στο γραφείο του στο Βερολίνο. Η προ-οσκαρική περίοδος τρέλας στο Λος Αντζελες είχε πια τελειώσει και ο τουρκικής καταγωγής γερμανός σκηνοθέτης είχε επιστρέψει στην πατρίδα του αρκετά απογοητευμένος –και δεν το έκρυβε: παρά τις προσπάθειες που έγιναν, η τελευταία ταινία του «Μαζί ή τίποτα» δεν τα κατάφερε τελικά να βρει μια θέση στην πεντάδα των υποψηφίων για το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας 2018. Θα ήταν η πρώτη φορά που μια ταινία του διακεκριμένου σκηνοθέτη καλλιτεχνικών αλλά και εμπορικών δημιουργιών, όπως η «Ακρη του ουρανού», το «Soul Kitchen» και βεβαίως η πρώτη του, «Μαζί / Ποτέ», θα έφτανε στα ανώτατα κινηματογραφικά βραβεία.
«Φυσικά και ένιωσα απογοήτευση και μάλιστα πολύ μεγάλη» μου είπε ο Ακίν. «Εχεις διανύσει τόσο μεγάλη απόσταση, έχεις φτάσει τόσο κοντά στο τέλος και τελικά δεν τα καταφέρνεις…». Μικρή παύση. «Μέσα σε δυο-τρεις εβδομάδες κερδίσαμε τη Χρυσή Σφαίρα, κερδίσαμε τους κριτικούς (σ.σ. αναφέρεται στο Critics Choice Award της Ενωσης Broadcast Film Critics) και χάσαμε την υποψηφιότητα στα Οσκαρ. Και πες, εντάξει, στην πρώτη περίπτωση να ήταν ένα ατύχημα. Στη δεύτερη το ίδιο. Αλλά και στην τρίτη; Και το χειρότερο είναι ότι όλος ο κόσμος γύρω μου το θεωρούσε δεδομένο ότι η ταινία θα μπει στα Οσκαρ, με αποτέλεσμα να το πιστέψω κι εγώ. Και ναι, παραδέχομαι ότι απογοητεύθηκα. Τι να κάνω; Ανθρωπος είμαι… Αλλά τώρα πάει, τέλειωσε. Δεν μπορώ ούτε να φωνάξω ούτε να κλάψω ούτε να ουρλιάξω. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι την επόμενη ταινία μου».

Ανατριχιαστικά επίκαιρη ταινία

Αμιγώς πολιτική, ανατριχιαστικά επίκαιρη ταινία και εμπνευσμένη από πραγματικά περιστατικά, το «Μαζί ή τίποτα» μιλά για το φαινόμενο της άνθησης του νεοναζισμού στην Γερμανία έχοντας σε πρώτο πλάνο την Κάτια (Νταϊάν Κρούγκερ –βραβείο ερμηνείας στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών όπου το «Μαζί ή τίποτα» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του), μια νεαρή Γερμανίδα που βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει όταν ο τούρκος σύζυγος και το παιδί της πέφτουν θύματα βομβιστικής επίθεσης από γερμανούς νεοναζιστές. Ενώ όμως ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι αφιερωμένο στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου οι δράστες (ένα νεαρό ζευγάρι νεοναζιστών) δικάζονται, ο Ακίν μέσα από ένα υποδειγματικό σενάριο που έγραψε ο ίδιος αγγίζει και την ελληνική πραγματικότητα. Ρόλο σε ό,τι αφορά το άλλοθι του ζευγαριού των νεοναζιστών παίζει ένας ελληνας ξενοδόχος (πολύ καλός σε ένα «πέρασμα» ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης) που είναι μέλος της Χρυσής Αυγής.

«Μια ταινία για τον νεοναζισμό ήταν κάτι που ανέκαθεν ήθελα να κάνω»
είπε ο Ακίν. «Το πρώτο σενάριο που έγραψα ποτέ αφορούσε έναν νεαρό αριστερό του οποίου η κοπέλα σκοτώνεται σε μια διαδήλωση νεοναζιστών και είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω. Ημουν 19 τότε που το έγραψα, αλλά η ταινία δεν έγινε. Αποφάσισα να κάνω το «Μαζί ή τίποτα» γιατί νομίζω ότι ο κόσμος σήμερα είναι έτοιμος για μια τέτοια ταινία. Είναι η κατάλληλη ταινία στην κατάλληλη εποχή».
Στην ταινία η Κάτια αποφασίζει να πάρει εκδίκηση όταν βλέπει την ανικανότητα του συστήματος να αποδώσει δικαιοσύνη ακόμα και όταν ο ένοχος είναι προφανής. Μπορεί όμως η εκδίκηση να είναι επιλογή; «Οχι βέβαια, όχι στη ζωή» απαντά αμέσως ο Ακίν. «Μπορεί όμως να είναι μια καλή εκδοχή στο σινεμά. Ή στη λογοτεχνία. Ετσι πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει. Πάρε παράδειγμα μια ταινία του Ταραντίνο, το «Kill Bill» ας πούμε, ή μια γιαπωνέζικη ταινία ή μια κορεάτικη. Αυτές οι ταινίες κατά κάποιον τρόπο κάνουν μια συμφωνία με το κοινό το οποίο αντιλαμβάνεται εξαρχής ότι όλα είναι ψεύτικα. Η δική μου συμφωνία είναι διαφορετική: πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά και πρέπει να πιστέψεις τα όσα γίνονται. Και, ναι, ο κόσμος το πιστεύει και προκύπτει ξαφνικά το ερώτημα για την εκδίκηση. Νομίζω όμως ότι το κοινό μου είναι αρκετά έξυπνο για να κατηγοριοποιήσει μια ταινία όπως το «Μαζί ή τίποτα» ως αλληγορία. Εκδίκηση σημαίνει μυαλό εκτός ελέγχου».

Καλοκαιρινά μέρη χωρίς καλοκαίρι

Πράγματι, η ταινία μιλά πολύ σοβαρά για το φαινόμενο του φασισμού και μάλιστα με στοιχεία. Οταν ρωτώ τον Ακίν αν κατά τη διάρκεια της έρευνάς του ανακάλυψε κάτι που ως τότε δεν ήξερε για τους νεοναζιστές, η απάντησή του είναι «δεν ήξερα ότι οι νεοναζιστές της Γερμανίας ήταν τόσο στενά συνδεδεμένοι με τους νεοναζιστές της Ελλάδας!». Στην έρευνά του ο Ακίν διάβασε όλους τους φακέλους, όλα τα πρακτικά δικών που αφορούσαν τη NSU, τη νεοναζιστική οργάνωση της Γερμανίας. Και είδε ότι στη δίκη των νεοναζιστών υπήρχαν στο κοινό άνθρωποι που φορούσαν μπλουζάκια με το σήμα της Χρυσής Αυγής. «Με εντυπωσίασε τόσο πολύ αυτό το πράγμα, που άρχισα να το ψάχνω περισσότερο. Και τότε κατάλαβα ότι το δίκτυο που συνδέει τους νεοναζιστές στην Ευρώπη με όλον τον κόσμο είναι πανίσχυρο! Οι νεοναζιστές της Γερμανίας είναι συνδεδεμένοι με τη Χρυσή Αυγή. Ηταν κάτι που δεν ήξερα και ήταν κάτι που ήθελα να βάλω στην ταινία».
Κάπως έτσι, εξάλλου, προέκυψαν τα γυρίσματα του «Μαζί ή τίποτα» στην Ελλάδα όπου η ταινία κλιμακώνεται. «Ηθελα να κάνω μια ταινία για το δημοκρατικό σύστημά μας, για την άκρη ή το τέλος του δημοκρατικού συστήματός μας. Και το πιο ανατολικό όριο αυτής της δυτικής δημοκρατίας είναι η Ελλάδα». Φυσικά, η εικόνα της Ελλάδας που ο Ακίν παρουσιάζει με γυρίσματα σε περιοχές όπως ο Μαραθώνας, το Σούνιο, ο Σχινιάς και η Βαρυμπόμπη κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι. Αντιθέτως, μια βαθιά μελαγχολία διατρέχει την ταινία. «Μου αρέσει η ιδέα της απεικόνισης καλοκαιρινών τοποθεσιών εκτός εποχής τους» είπε ο σκηνοθέτης. «Είναι σαν να κινηματογραφείς μια πόρνη την επομένη το πρωί –και δεν το λέω αυτό για την Ελλάδα, αλλά γενικά. Τα μέρη που δεν είναι στην εποχή τους έχουν κάτι παράξενο. Οπως η Κάτια κατά κάποιον τρόπο. Είναι μια μητέρα, αλλά της πήραν το παιδί. Είναι ένα καλοκαιρινό μέρος χωρίς το καλοκαίρι. Οταν λοιπόν ήρθα στην Ελλάδα και είδα αυτόν τον μουντό καιρό του φθινοπώρου, την παγωμάρα, ένιωσα μέσα μου ότι, ναι, αυτό είναι το μέρος, εδώ θέλω να ολοκληρώσω την ταινία μου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ