Επειδή τις άγιες ετούτες ημέρες τα πεπτικά όργανα κυριαρχούν λίγο πολύ επί του νου, μια περιπλάνηση στις κορυφαίες στιγμές της γαστρονομίας μάλλον επιβάλλεται. Την αυτή άποψη δείχνουν να έχουν όλοι οι μεγάλοι άνδρες ­ ή μήπως όλα τα γερά πιρούνια; ­ της τερψιλαρύγγιας ιστορίας


Ο τζόγος και το σνακ του


Ο βέρος βρετανός Τζον Μόντεγκιου, τέταρτος κόμης του Σάντουιτς, ήταν εξ απαλών ονύχων δεινός χαρτοπαίκτης. Μια μοιραία νύχτα του 1762 και ενώ είχε συμπληρώσει ένα 24ωρο πάνω από την πράσινη τσόχα είδε το στομάχι του να κατεβαίνει σε πορεία διαμαρτυρίας. Δυστυχώς το ευγενές σπορ στο οποίο επιδίδεται μετά μανίας δεν του επιτρέπει να εγκαταλείψει τη θέση του. Παίρνει λοιπόν την απόφαση να παραγγείλει από το Beef Steak Club του Covent Garden λίγο μοσχάρι και κάμποσες φέτες ψωμιού. Χωρίς να εγκαταλείψει στιγμή τους δόλιους συμπαίκτες του, «πάντρεψε» με τον όχι και τόσο προσφιλή τότε τρόπο τα εν λόγω υλικά και έδωσε το όνομά του στο πιο ανώδυνο «σνακ» της υφηλίου (σ.σ.: την παρτίδα μα και βέβαια την κέρδισε).


Ενα δανικό παγωτό από το Μπρονξ


Οποια γεύση και αν προτιμάτε (η γκάμα είναι ανεξάντλητη και όσον αφορά τις θερμίδες εξαιρετικά… βραδυφλεγής· από Chocolate Midinight Cookies και Nut Brittle ως Cone Explosion και Belgian Chocolate) η ιστορία των Haagen Dazs παραμένει ενδιαφέρουσα. Ολα ξεκίνησαν εν έτει 1959, όταν ο 47χρονος τότε Πολωνός (παρ’ ότι γέννημα θρέμμα του Μπρονξ της Νέας Υόρκης) Reuben Mattus αποφασίζει να δώσει σάρκα και οστά στις α λα Χένσελ και Γκρέτελ φαντασιώσεις της εφηβείας του, «ανακαινίζοντας» την παγωτοβιομηχανία της οικογένειάς του. Ηδη από τα 17 του χρόνια ο Reuben γυρίζει τα εστιατόρια και τα υπαίθρια «καραμελάδικα» της γειτονιάς, πουλώντας σε μικροποσότητες το παγωτό που παρασκεύαζε σύσσωμο το πολωνέζικο σόι του. Οταν με το πέρασμα του χρόνου τα εμπορικά παγωτά «έριξαν» τις τιμές, εκείνος είχε τη φαεινή ιδέα να περιχύσει το προϊόν του με περισσότερη κρέμα γάλακτος από όσο απαιτούσαν οι κρατικές προδιαγραφές. Εν συνεχεία λανσάρει και ένα κατά τι δανέζικο όνομα, δεόντως παγοθραυστικό, καθιερώνει χαρτονένιες συσκευασίες διακοσμημένες με χάρτες της Σκανδιναβίας και η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή τοις πάσι.


Οι σούπες της ποπ αρτ


Ούτε ο ίδιος ο Αντι Γούρχολ δεν γνώριζε ποιος ήταν ο άνθρωπος που ενεπνεύσθη τις σούπες Κάμπελ. Του αρκούσε πάντως ότι όταν ο ίδιος φιλοτεχνούσε τους ομώνυμους πίνακες, ο «εφευρέτης» δεν βρισκόταν εν ζωή για να του ζητήσει ποσοστά από το copyright. Οπως και να έχει, πίσω από την περιώνυμη αυτοκρατορία σούπας είναι ο νεαρός (το 1897) χημικός Τζον Τ. Ντόρανς, ανιψιός του προέδρου της εταιρείας και απόφοιτος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης. Προτού αναλάβει καθήκοντα στην κονσερβοποιία του θείου Τζόζεφ Κάμπελ, έχει φροντίσει να αποκτήσει τα απαραίτητα προσόντα (εντρυφώντας στα μυστικά της σούπας) με μια επιτόπια έρευνα σε διάσημα παριζιάνικα ρεστοράν. Ο μισθός του εκτοξεύεται από 7,5 δολάρια την εβδομάδα σε αστρονομικά μερίδια της εταιρείας. Και όλα αυτά χάρη στις τέσσερις ποικιλίες συμπυκνωμένης σούπας: κονσομέ, κοτόσουπα, τοματόσουπα με μοσχάρι και σούπα από ουρά μοσχαριού. Ο εφιάλτης κάθε χάρτινης η άλλης Μαφάλντας.


Ο κύριος Κενουκισούσι



Το 1702 η ιαπωνική κουζίνα αποφασίζει να πάρει επισήμως την εκδίκησή της από άπαντες τους εξευρωπαϊσμένους λάρυγγες. Είναι η χρονιά που εγκαινιάζεται στο Εντο το πρώτο μαγαζί σούσι. Πρωτοστάτης της προσπάθειας κάποιος μυστηριώδης σχιστομάτης κύριος ονόματι Σάσα Κενουκισούσι με μπόλικες γαστριμαργικές ανησυχίες. Μία εξ αυτών θα τον οδηγήσει στην περιβόητη ανακάλυψη. Χρησιμοποιώντας ένα τσιμπιδάκι (το οποίο έχει πολλές ομοιότητες με εκείνο που χρησιμοποιούν οι γκέισες για την αφαίρεση των φρυδιών τους), αφαιρεί διεξοδικά τα κόκαλα των ψαριού και το σερβίρει ωμό τυλιγμένο σε φύλλα μπαμπού. Η συνταγή αποδεικνύεται εξωφρενικά δημοφιλής, το μαγαζί του Κενουκισούσι δεν προλαβαίνει να αφαιρεί σπονδυλικές στήλες ιχθύων και το πελατολόγιό του είναι πλέον διεθνές.


Η σος – καμουφλάζ


Πόσα αλήθεια οφείλει η ανθρωπότης στον Λουδοβίκο ντε Μπεσαμέλ! Για τους αδαείς, πρόκειται για τον γάλλο δημοσιονόμο που έφερε πραγματική επανάσταση στην παριζιάνικη «haute» cuisine. Ξεκίνησε την τερψιλαρύγγια καριέρα του υπηρετώντας τον Λουδοβίκο 14ο ως Μέγας Αυλάρχης του παλατιού. Ουδέποτε όμως εγκατέλειψε το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Απόδειξη ότι δεν δίστασε να επενδύσει τα διόλου ευκαταφρόνητα κεφάλαιά του στις αλιευτικές επιχειρήσεις της Νέας Γης. Κάποια στιγμή όμως διαπίστωσε προς μεγάλη του απογοήτευση ότι ο παστός μπακαλιάρος που μετέφερε μετά τόσων κόπων και μόχθων από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν ήταν ακριβώς της αρεσκείας των Γάλλων ­ κυρίως λόγω αρώματος. Αρχισε λοιπόν τις αλχημείες στην κουζίνα του και επινόησε μια γευστικότατη λευκόχροη σος ­ το απόλυτο καμουφλάζ για τον ως τότε απεχθή βακαλάο.


Το πρώτο πιρούνι


Αν τυγχάνετε γερό πιρούνι, ασφαλώς θα σας ενδιέφερε να μάθετε ότι το πρώτο τέτοιο είδος έκανε την εμφάνισή του το 1071, στην προίκα μιας ελληνίδας πριγκίπισσας που νυμφεύθηκε τον δόγη της Βενετίας. Το προικοσύμφωνο προαπαιτούσε την παρουσία δύο πιρουνιών με δύο «δόντια». Οι ευκατάστατοι βενετοί δεν θα παραλείψουν να υιοθετήσουν την ολόφρεσκη μόδα, η οποία διαδίδεται εν τω μεταξύ σε Ανατολή και Δύση. Το 1667 ο Λουδοβίκος 14ος την εναποθέτει στο savoir vivre της αυλής του, αν και ο ίδιος ο βασιλιάς Ηλιος προτιμά τις παραδοσιακές μεθόδους, τουτέστιν τα δάχτυλά του.


Η απόλυτη κουτάλα


Οσο για την πρώτη κουτάλα, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στον δούκα του Μοντοσιέ, κηδεμόνα του διαδόχου της Γαλλίας. Εν έτει 1695 εισηγείται να σερβίρεται η σούπα με μια ευμεγέθη κουτάλα. Και φυσικά έρχεται αντιμέτωπος με τη χλεύη των πάντων. Διότι ως τότε οι γάλλοι «Λούκουλλοι» βουτούσαν ο καθένας τα (συνήθως ξύλινα) κουτάλια τους σε μια κοινή γαβάθα, η οποία περιφερόταν γύρω γύρω στο τραπέζι. Ειδικά μάλιστα στο σερβίρισμα του κρέατος οι συνδαιτυμόνες του το έπιαναν με τα χέρια και έκοβαν ­ με την οδοντοστοιχία τους εννοείται ­ μερίδες. Δεν θα αργήσουν όμως όλοι ανεξαιρέτως να ασπαστούν την πατέντα του ευφάνταστου δούκα.


Ποιος ανακάλυψε τη μαγιονέζα;


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το curriculum vitae της μαγιονέζας. Η σύλληψή της θα λάβει χώρα το 1757. Ηθικός αυτουργός ο λίαν εκκεντρικός (δεν δίσταζε να καλεί τους φίλους του να δειπνήσουν μαζί του με αδαμιαία περιβολή) δούκας του Ρισελιέ. Μια ωραία πρωία ο εν λόγω bon viveur ανακάτεψε δύο κρόκους αβγών, 200 γραμμάρια ελαιόλαδο, μισό λεμόνι και λίγο αλατοπίπερο, δίνοντας ζωή σε μια άνευ προηγουμένη σάλτσα. Αρχικά πήρε το όνομα Mahonnaise, δανειζόμενη το όνομά της από το οχυρό που είχαν καταλάβει τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου οι Γάλλοι. Υπάρχει βεβαίως και έτερη θεωρία (με λιγότερες Πίτερ Γκρίναγουεϊ αποχρώσεις), που θέλει τη μαγιονέζα να προέρχεται απευθείας από την λέξη moyeu (ο κρόκος του αυγού σε τοπική διάλεκτο) και που τοποθετεί τη γέννησή της στις αρχές του 19ου αιώνα.


Χοτ Ντογκ ράτσας


Το χοτ ντογκ (το περιλάλητο κυνοσάντουιτς) οφείλει την ύπαρξή του στον αγγλικής καταγωγής Χάρι Στίβενς, ο οποίος κέρδιζε τα προς το ζην πουλώντας στα γήπεδα πόλο της Νέας Υόρκης την εξής πατέντα: ψωμάκια εφοδιασμένα με λουκάνικα Φραγκφούρτης, μουστάρδα και ξινολάχανο. Αυτό μεταξύ 1900 και 1905. Ομως το όνομα ήλθε μετά ­ για την ακρίβεια το 1906 ­, χάρη στην υπερρεαλιστική φαντασία ενός 29χρονου δημιουργού κόμικς από το Σικάγο, ονόματι Τόμας Αλοΐζιους. Γιατί δική του ιδέα ήταν να σχεδιάσει ένα σκυλάκι ράτσας ντακς χουντ μέσα σε ένα καρβελάκι ψωμί.


Ο τριπλός πράκτωρ καπουτσίνο


Στον πολωνό διερμηνέα (και τριπλό πράκτορα) με το όνομα Φραντς Γκέοργκ Κολσττσίσκι οφείλουμε να χρωστούμε αιωνία ευγνωμοσύνη. Διότι είναι ο εμπνευστής και του καπουτσίνο και των κρουασάν και (παρ’ ότι δεν έχει ακόμη αποδειχθεί) των ντόνατς με «γέμιση» μαρμελάδα. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή. Το 1683 ο κύριος αυτός ανοίγει στη Βιέννη το πρώτο καφενείο της πόλης. Ως εδώ τίποτε το συνταρακτικό. Μόνο που κάθε φορά που κατόρθωνε να σπάσει τον κλοιό των Τούρκων που πολιορκούσαν τη Βιέννη, είχε την ευτυχία να δοκιμάζει έναν τούρκικο καφέ, τον οποίο εισήγαγε εντός ολίγου στο μενού του καφενείου του. Μετά δε από την τελική αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, κατόρθωσε να προμηθευτεί αρκετά τσουβάλια πεφρυγμένων κόκκων τού περί ου ο λόγος καφέ. Κάτι όμως δεν πήγαινε και τόσο καλά με το τουρκικό ρόφημά του ­ οι Βιεννέζοι διέθεταν βλέπετε υπέρ το δέον ευαίσθητους ουρανίσκους. Ετσι άρχισαν οι πειραματισμοί ­ ο Κολσττσίσκι σκέφτηκε να φιλτράρει το αμμώδες κατακάθι, να προσθέσει λίγο γάλα, να το γλυκάνει με μερικές κουταλιές μέλι. Και όταν λίγο αργότερα τα υλικά αυτά αντικαταστάθηκαν από ζάχαρη και κανέλα, αντίκρισε τον μάταιο τούτο κόσμο ο πρώτος καπουτσίνο.


Ο δαιμόνιος αυτός Πολωνός αποφάσισε να γιορτάσει τη νίκη των Αυστριακών επί των Τούρκων με τα παρθενικά κρουασάν. Διότι είναι αυτός που θα δώσει εντολή στον τοπικό αρτοποιό Πέτερ Βέντλερ να πλάσει τα γευστικότατα ρολά ζύμης που ετοιμαζόταν να φουρνίσει στο σχήμα της ημισελήνου! Ο ίδιος καθιέρωσε και τα ντόνατς ­ αν και η αυθεντική συνταγή ήταν ιδέα ενός πλανόδιου πωλητή, ο οποίος και τα του προμήθευε.


Δυναστεία ζυμαρικών


Πριν από 122 χρόνια ο ιταλός φούρναρης Πιέτρο Μπαρίλα ανοίγει ένα μαγαζάκι λιανικής πωλήσεως με άρτο και ζυμαρικά. Ο υιός του, Ρικάρντο, αναλόγων γαστριμαργικών αναζητήσεων, θα τον βοηθήσει να αποκτήσει μια πρέσα από χυτοσίδηρο. Το 1900 η δυναστεία Μπαρίλα παράγει 300 κιλά ψωμί και σπαγγέτι ημερησίως. Η συνέχεια επί της πιατέλας.


Οι πρώτες ύλες για την άνωθεν ιστορική περιπλάνηση αντλήθηκαν από το ημερολόγιο τσέπης που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Ποταμός για το σωτήριον έτος 1998