Αυθεντικές συλλογές από αντικείμενα πόθου των παιδικών χρόνων μάς περιμένουν στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» τις ημέρες των εορτών για μια νοσταλγική περιπλάνηση στον χρόνο


«Ηταν μια φορά ένα μολυβένιο στρατιωτάκι σε ένα δωμάτιο παιδικό με πάρα πολλά παιχνίδια. Το ένα του πόδι είχε κοπεί πάνω από το γόνατο, όσο όμως κι αν σας φανεί παράξενο, είχε μια πολύ τρυφερή καρδούλα. Ωσπου ένα βράδυ αγάπησε μια μπαλαρινούλα, που ήταν κι αυτή φτιαγμένη από μολύβι…».


Από την εποχή που το πρώτο μολυβένιο ελληνικό στρατιωτάκι ξεκόλλησε από τις σελίδες του παραμυθιού και μπήκε στο καλούπι έχουν περάσει πια εβδομήντα σχεδόν χρόνια. Στο μεσοδιάστημα τα στρατιωτάκια έγιναν πλαστικά και τα παιδιά άφησαν τα παιχνίδια τα «πανηγυριώτικα» που έβγαιναν σκαλισμένα από τα χέρια του τεχνίτη για να διαλέξουν από τις βιτρίνες εκείνα τα «άλλα», τα ξενικά και τα βιομηχανοποιημένα. Γι’ αυτές τις μνήμες που γυρίζουν ακόμη στο μυαλό των παλαιοτέρων σαν τις σβούρες τις ξύλινες των παιδικών χρόνων αλλά και για τους νεοτέρους που δεν πρόλαβαν να παίξουν με ξύλινα ζάρια, το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο παρουσιάζει στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα Μερκούρη» μια «Νοσταλγική περιπλάνηση στο ελληνικό παιχνίδι».


Ο τσίγκος και οι λιθογραφίες



Στη δεκαετία του ’30 ο Θωμάς Ακουαρόνι, γνωστός τυπογράφος της Θεσσαλονίκης, φέρνει καλούπια από το εξωτερικό και αρχίζει να κατασκευάζει στρατιωτάκια με πρώτη ύλη το μολύβι, που το πωλούσε τότε με την οκά. Την ίδια εποχή, όπως μας πληροφορεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», ο καλλιτέχνης Λευτέρης Ρωμαιόπουλος φτιάχνει στο εργαστήρι του «κοτιγιόν» με σχέδια πάνω σε πεπιεσμένο χαρτί και ο Ιωάννης Κεχαγιάς πουλά κούκλες και γεμιστά ζωάκια. «Είναι τα χρόνια του τσίγκινου παιχνιδιού με τη λαμαρίνα τη λιθογραφημένη που ξεκίνησε από τα φαναρτζίδικα και αποτελεί μια βασική ενότητα της έκθεσης» σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΛΙΑ Μάνος Χαριτάτος. «Πρόκειται δηλαδή για ιδιοκατασκευές που μπορούσε να βρει κανείς και στα πανηγύρια ή στα στέκια της οδού Αιόλου».


Οι διανοούμενοι βεβαίως της εποχής αγοράζουν παιχνίδια από την Παπαστράτειο Δημόσια Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής ενισχύοντας έτσι τα παιδιά της «λαϊκής τάξης» που αναζητούν στις εφαρμοσμένες τέχνες μια επαγγελματική διέξοδο. Τα παιχνίδια αυτά είναι δουλεμένα σε ξύλο και απεικονίζουν συνήθως «τύπους από τη γύρω μας ζωή», όπως ο «στραγαλατζής», ο «λουστράκος», το «τσοπανόπουλο» και ο «γαλατάς». Οι προνομιούχες τάξεις προτιμούν παιχνίδια ευρωπαϊκά από τα ακριβά καταστήματα τα οποία, αν και, όπως παρατηρεί ο Σπύρος Βασιλείου το 1937 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», φαίνονται «καλαίσθητα, φανταιζίστικα, αληθινές χαρές των ματιών», δεν παύουν να «είναι ξενικά για τα δικά μας παιδιά». Οσο για τους φτωχότερους, που εν τούτοις επιμένουν ευρωπαϊκά, υπάρχει μια οικονομικότερη λύση από «τενεκέ λιθογραφημένο», «με βάναυσο χρώμα και αντιαισθητικό σχέδιο», που ακούει στο όνομα της φίρμας «Καλό για την Ανατολή».


Ο Καραγκιόζης και η χαρτοκοπτική


Στη δεκαετία του ’40 ο Στέφανος Στανίνος κατασκευάζει, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», το πρώτο ξύλινο σαλονάκι και ο Δημήτρης Κόπανου τα πρώτα σφυριχτράκια ρεβιθιού που χαλούν κόσμο στα πανηγύρια. Ο δεύτερος θα λανσάρει μάλιστα και μια καινούργια πατέντα κουδουνίστρας από φύλλα λαμαρίνας που αργότερα θα τα διακοσμήσει με φιγούρες. Από την άλλη, ο Καραγκιόζης είναι τόσο δημοφιλής αυτή την εποχή που γίνεται… χαρτοκοπτική. «Τα παιδιά» μας πληροφορεί ο Μάνος Χαριτάτος «αγοράζουν μανιωδώς τις χαρτοκοπτικές των εκδόσεων «Αστέρος» και φτιάχνουν τον δικό τους θίασο σκιών. Υπάρχουν βεβαίως και οι ξυλοκοπτικές καθώς και κάποιες σειρές λαϊκών περιοδικών που εμφανίζουν τον Καραγκιόζη από ολυμπιονίκη και παλιατζή ως κομμουνιστή!». Τα παιδικά δωμάτια γεμίζουν με το επιτραπέζιο παιχνίδι της «Χήνας» και το μεταλλικό «Μεκανό» ενώ στις βιτρίνες, όπως διαβάζουμε λίγο πριν από τον πόλεμο στο περιοδικό «Αθήναι», δίπλα στους κύβους με τις εικόνες «ο αρειμάνιος τσολιάς κάνει κόρτε στην ολόξανθη Γερμανίδα «Γκρέτχεν»».


Τα πρώτα εργοστάσια


Στη δεκαετία του ’50 παρουσιάζονται τα μεταλλοπλαστικά παιχνίδια και οι κατασκευαστές αντιγράφουν συστηματικά τα επιτυχημένα μοντέλα του εξωτερικού. «Η ζήτηση» τονίζει ο πρόεδρος του ΕΛΙΑ «αυξάνεται και έτσι οι ρόδες του λεωφορείου και του τραμ γίνονται πλαστικές προκειμένου να μειωθεί το κόστος». Η επιγραφή στην οικοτεχνία του Ακουαρόνι στη Θεσσαλονίκη γράφει τώρα «Εργοστάσιο Παιδικών Αθυρμάτων» ­ γνωστό στους παλαιοτέρους ως ΕΠΑ ­ και τα παιχνίδια πωλούνται σε εντυπωσιακές χάρτινες συσκευασίες με τη φίρμα του Βασιλειάδη, της ELVIP (Ελληνική Βιομηχανία Παιχνιδιών) και του Α.Α. (Ανανία Ανανιάδη).


Τα παιδιά, εκτός από Καραγκιόζη, διαβάζουν τώρα και τα κατορθώματα του Γιώργου Θαλάσση και του Σπίθα στον «Μικρό Ηρωα» που βγαίνει στα περίπτερα χωρίς διαφήμιση και διαδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα. Δίπλα του αναρτώνται οι φιγούρες του «Τζον Γκρηκ», του «Γκαούρ – Ταρζάν» και του «Υπεράνθρωπου». Τα λαϊκά περιοδικά γίνονται ανάρπαστα μέσα από το πενάκι του «Μπάυρον» που υπογράφει περισσότερα από 1.000 εξώφυλλα περιοδικών την περίοδο 1951-1968. «Στην έκθεση παρουσιάζονται για πρώτη φορά μακέτες και σχέδια του Βύρωνα Απτόσογλου, ο οποίος, αν και δεν υιοθέτησε τις τεχνικές των αμερικανών και των δυτικοευρωπαίων συναδέλφων του, κατάφερε να δώσει την αίσθηση της κινηματογραφικής κίνησης μέσα από τις σκηνές του».


Το πλαστικό και τα ηλεκτροκίνητα παιχνίδια


Με το πέρασμα του χρόνου το πλαστικό γεμίζει όλο και περισσότερο το δωμάτιο των παιδιών. Οι κάτοικοι της «τενεκεδούπολης» λιγοστεύουν ώσπου η δικτατορία τους σβήνει οριστικά από τον χάρτη: ο τσίγκος κρίνεται επικίνδυνος για τα παιδιά και απαγορεύεται διά νόμου. Από την άλλη, αναγνωρίζεται η «παιδαγωγική αξία του παιχνιδιού». Τα επιτραπέζια παιχνίδια πληθαίνουν και μαζί τους τα «ξενικά» πρότυπα. Τα παιχνίδια στα σφαιριστήρια γίνονται ηλεκτροκίνητα συνάδοντας προς τον νέο αστικό τρόπο ζωής και τα ζάρια στο «Φιδάκι» παύουν να είναι ξύλινα. Τα παιδιά πηγαίνουν στο λούνα παρκ, γεμίζουν άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα από τις τσίχλες και τις σοκοφρέτες, τρελαίνονται για το «Στερεοσκόπιον Βιου – Μάστερ» και βλέπουν Καραγκιόζη από την τηλεόραση.


Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ελληνικής παιχνιδούπολης γεννιούνται στο εξωτερικό και φυσικά η καρδιά τους είναι πια πλαστική.


«Μη σας φαίνεται παράξενο που ο στρατιώτης με την μπαλαρινούλα άρχισαν την κουβέντα. Κάθε βράδυ, όταν κοιμούνται οι άνθρωποι, όλα τα παιχνίδια μιλούν μεταξύ τους αλλά πολύ σιγά και με μια δική τους γλώσσα…».


Η έκθεση «Νοσταλγική περιπλάνηση στο ελληνικό παιχνίδι» διαρκεί ως τις 18 Ιανουαρίου και πραγματοποιείται με τη συνεργασία του Δήμου Αθηναίων και της Panafon.