Στα 43 του χρόνια σήμερα ο Μηνάς Μπορμπουδάκης μετρά κιόλας δυόμισι δεκαετίες στη Γερμανία όπου ζει και εργάζεται έχοντας στο ενεργητικό του σημαντικές διεθνείς συνεργασίες ως συνθέτης. Η τελευταία φορά που παρουσιάστηκε έργο του στην Ελλάδα ήταν το 2015. Σαφώς τον ενδιαφέρει η μεγαλύτερη επαφή με το ελληνικό κοινό, αλλά αναγνωρίζει ότι οι πολιτιστικοί οργανισμοί στη χώρα μας είναι μετρημένοι και ως εκ τούτου τα πράγματα δύσκολα. Στο πλαίσιο αυτό, το «Ζ», η νέα του όπερα σε λιμπρέτο Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, η οποία θα κάνει πρεμιέρα στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, είναι για αυτόν ένα δώρο, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει.
Πρόκειται τω όντι για πολυαναμενόμενη παραγωγή, αφού, πέραν του ότι αποτελεί την πρώτη παραγγελία της Εναλλακτικής για τη δημιουργία νέας όπερας, επιχειρεί να εντάξει μια από τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας μας –τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη –στο λυρικό ρεπερτόριο αναθερμαίνοντας τη σχέση του κοινού με το είδος αλλά και του ίδιου του είδους με ζητήματα που παραμένουν ακόμη ανοιχτά στη συνείδηση της κοινωνίας.

«Η ιστορία ξεκίνησε με πρόσκληση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Λυρικής Γιώργου Κουμεντάκη την εποχή που ακόμη ήταν υπεύθυνος της Εναλλακτικής Σκηνής»
εξηγεί ο Μηνάς Μπορμπουδάκης από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, λίγες ημέρες προτού έρθει στην Αθήνα για τις πρόβες. «Κάναμε μια λίστα με έργα που μας ενδιέφεραν και τους δύο, και ανάμεσά τους βρισκόταν και το «Ζ». Ηξερα την ταινία του Κώστα Γαβρά, διάβασα το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού και με τράβηξε κατευθείαν. Ο Κουμεντάκης το είχε διαβλέψει από πριν και συμφωνήσαμε αμέσως».

H δράση και οι ιδέες

Ο συνθέτης λέει πως οι προκλήσεις του εγχειρήματος είναι πολλές. Κατ’ αρχάς, τεχνικού χαρακτήρα, το πώς δηλαδή ένα έργο με τόσο πολλούς χαρακτήρες θα μπορούσε να προσαρμοστεί σε εφικτό αριθμό τραγουδιστών. Στη συνέχεια, τέθηκαν θέματα περιεχομένου: από ποια πλευρά θα αντιμετώπιζε η δημιουργική ομάδα το βιβλίο. Ο Μηνάς Μπορμπουδάκης αποκαλύπτει ότι τελικά επελέγη η ανθρώπινη, η συναισθηματική οπτική: πώς σκέπτεται ο ίδιος ο «Ζ», η σύζυγός του, οι φίλοι του… Κορυφαία, ασφαλώς, έρχεται η μουσική πρόκληση: «Ο ήχος είναι «ασπρόμαυρος»… Επειδή η δολοφονία του Λαμπράκη υπήρξε θρυαλλίδα εξελίξεων, στον νου μου ήρθαν όλα όσα ακολούθησαν: η δικτατορία, το Πολυτεχνείο, ακόμα και εικόνες από την ασπρόμαυρη τηλεόραση… Ολα αυτά προσπάθησα να τα μετουσιώσω σε ήχο».
Ο συνθέτης λέει πως υπάρχουν δύο επίπεδα στην όπερα: αυτό της δράσης και ένα δεύτερο, των ιδεών. Ο αντίστοιχος διαχωρισμός είναι διακριτός και στη μουσική: στο πρώτο επίπεδο η μουσική είναι «νευρώδης», όπως λέει, «κινείται προς τα μπροστά», ενώ στο δεύτερο στατική, ο ήχος είναι «σπηλαιώδης», με ηλεκτρονικά. Είναι αργή και πλούσια σε ηχοχρώματα. «Από ‘κεί και πέρα υπάρχουν αρκετά σημεία που δίνω βάρος στην πρόζα την οποία σχολιάζω μουσικά με το φωνητικό σύνολο. Αυτά τα μέρη είναι σχετικά τονικά, χωρίς να γίνεται όμως τονική και η μουσική. Αυτό που με ενδιέφερε είναι το πώς θα πάω από συγκροτημένο ήχο σε θόρυβο και πώς θα γυρίσω. Ετσι δημιουργήθηκε αυτός ο «ματ» ήχος που φτάνει στα άκρα για να βρει την ταυτότητά του. Η μουσική έχει συναισθηματισμό αλλά και κωμικά στοιχεία, στο σημείο, ας πούμε, που οι εξουσιαστές αυτοχλευάζονται».
Ο συνθέτης λέει πως είδε αρκετές φορές την ταινία του Κώστα Γαβρά αλλά δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι τον επηρέασε άμεσα. «Δεν θέλαμε να δώσουμε μια «αποστειρωμένη» ατμόσφαιρα, εστιασμένη αυστηρά στο πολιτικό κομμάτι. Επαναλαμβάνω πως θέλαμε να τονίσουμε την ανθρώπινη διάσταση. Ενα από τα πρώτα σκίτσα που έκανα για την όπερα ήταν η τονική κίνηση του δικύκλου, και απ’ αυτό το διάστημα έφτιαξα όλο το μουσικό οικοδόμημα… Το έργο είναι βασισμένο σε αυτό το γκάζι».

«Δεν είμαι λάτρης του πολιτικού μυθιστορήματος, ως λογοτεχνικού είδους. Κάθε άλλο. Ακόμα δε λιγότερο του πολιτικού θεάτρου»
σημειώνει από την πλευρά του ο λιμπρετίστας Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης. «Ετσι λοιπόν» συνεχίζει «όταν δέχθηκα την πολύ δελεαστική πρόταση από τον Γιώργο Κουμεντάκη και τον Αλέξανδρο Ευκλείδη για τη συγγραφή του λιμπρέτου μιας καινούργιας όπερας, βασισμένης στο «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, ενός από τα εμβληματικότερα δείγματα πολιτικής γραφής στην ελληνική λογοτεχνία, ήξερα καλά ότι το υλικό θα μου έφερνε αντιστάσεις. Ή, τέλος πάντων, ότι οι δικές μου αντιστάσεις απέναντι στο υλικό θα ήταν εμποδιστικές και θα έπρεπε να καμφθούν». Θεωρεί πως αυτή η δυσκολία, το ζήτημα δηλαδή της προσωπικής προτίμησης, ήταν η μεγαλύτερη. «Μεγαλύτερη και από την απειρία μου στο τόσο απαιτητικό είδος που ονομάζεται λυρικό κείμενο. Η απειρία, στο κάτω -κάτω, ως άγνοια κινδύνου, μας προφυλάσσει πάντα από τον, δικαιολογημένο, πανικό εμπρός σε ένα δύσκολο εγχείρημα. Και επειδή η δημιουργία –πάσης φύσεως –χωρίς έρωτα προς το αντικείμενο είναι αδύνατον να υπάρξει, αποφάσισα να κοιτάξω ξανά την πρώτη ύλη μου με λίγο περισσότερη συμπάθεια αυτή τη φορά».

Η πρόκληση της δυσκολίας

Επιασε να διαβάζει το μυθιστόρημα. Πολλές φορές. Η παραστατικότητα της γραφής έκανε τα γεγονότα να λάμπουν ανάγλυφα. Οπως και τα πρόσωπα. Σαν να βγαίνουν έξω από το χαρτί. «Γοητεύτηκα. Αμέσως μετά άρχισα να μελετώ στοιχεία για την ταραγμένη εκείνη εποχή. Μια εποχή θλιβερή, άχαρη, ασπρόμαυρη. Κι όμως, μέσα εκεί, όπως βέβαια σε κάθε ιστορική στιγμή, έζησαν άνθρωποι ξεχωριστοί, που εξέπεμπαν φως και χρώμα. Ο Λαμπράκης. Ενα σπουδαίο δείγμα ανθρώπου».
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου υπογράφει τη σκηνοθεσία της λυρικής εκδοχής του «Ζ». Λέει ότι δέχθηκε με χαρά τη σχετική πρόταση, καθώς θαυμάζει τόσο τον Μηνά Μπορμπουδάκη όσο και τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, και επιπροσθέτως της φάνηκε σπουδαία πρόκληση η μεταφορά του «Ζ» στο μουσικό θέατρο. Τη φοβίζει το εγχείρημα; «Πάντα τολμώ εγχειρήματα που με φοβίζουν. Οι δυσκολίες με κεντρίζουν» απαντά.
Η κουβέντα μας έγινε στα μέσα, περίπου, των προβών και η σκηνοθέτρια ομολογεί πως είναι δύσκολο να μιλήσει για κάτι που γεννιέται. «Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η πολιτική δολοφονία του Λαμπράκη. Υπάρχει το παρακράτος, η βία, η διαφθορά και ταυτόχρονα τρομερή ποίηση. Το στοίχημα ήταν το πώς θα μπορούσε να γίνει λιμπρέτο. Τελικά, έχουμε μια εκπληκτική εκδοχή, κινηματογραφική, γρήγορη… Εχουν μείνει βέβαια αρκετά κομμάτια έξω, αλλά έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς ο κόσμος της λογοτεχνίας και του ντοκιμαντέρ θα μπορούσε να γίνει μουσική φαντασία. Τώρα που μιλάμε, κάνουμε ακόμη τις πρόβες με πιάνο, το μουσικό σύνολο δεν έχει μπει ακόμη στο παιχνίδι, νιώθουμε ακόμη μισοί. Πρόκειται για καινούργιο έργο, δεν υπάρχει κάποιο προηγούμενο να ανατρέξουμε».
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου λέει ότι η σκηνοθεσία εστιάζει ιδιαίτερα στους χαρακτήρες, χωρίς εν τούτοις να αφήνει απέξω το πολιτικό κομμάτι, το οποίο φωτίζει από την πλευρά των προσώπων. «Αυτή τη στιγμή είμαστε στη φάση ζύμωσης όλου του υλικού, προσπαθούμε να αναδείξουμε όλα τα στοιχεία που προϋπάρχουν, τη μουσική και το λιμπρέτο. Συχνά ανατρέχουμε στο βιβλίο του Βασιλικού που είναι η πρώτη ύλη. Στην αρχή ήταν το γεγονός, μετά ήρθε το βιβλίο, μετά η ταινία, την οποία την είδα μία φορά πριν από καιρό. Ωστόσο, στο βιβλίο ανατρέχω συχνά για την ατμόσφαιρα αλλά και για ό,τι λείπει από το λιμπρέτο».

Η όπερα με μια ματιά

Στο καταγώγιο του «Κουλού», όπως και σε άλλα μυστικά σημεία της πόλης, λαμβάνουν χώρα οι συναντήσεις της εθνικιστικής παρακρατικής οργάνωσης που, κάτω από τις οδηγίες και ευλογίες του ίδιου του αρχηγού της Αστυνομίας, του Αρχιδεινόσαυρου, έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη. Σε ένα τέτοιο καταγώγιο θα δοθεί η εντολή. Η εντολή θανάτωσης του βουλευτή Ζ. Γιατρός, διακεκριμένος αθλητής και υπέρμαχος της ειρήνης.

Αφιλοκερδής, μαχητικός, ατίθασος. Ενοχλητικός. Την εκτέλεση αναλαμβάνει ο Γρύλος, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του τάγματος θανάτου. Συνεργός του ο Κάβουρας, σεσημασμένος παιδεραστής. Χρόνος και τόπος προκαθορισμένοι: Τετάρτη 22 Μαΐου 1963, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Βενιζέλου, όπου και είναι προγραμματισμένη ομιλία του Ζ στο πλαίσιο εκδήλωσης των φίλων της ειρήνης. «Μα να προσέχεις, να προσέχεις» ακούμε να λέει με αγωνία η Γυναίκα/Ψυχή.

Η αποστολή ολοκληρώνεται με επιτυχία. Ο Γρύλος θα γκαζώσει το τρίκυκλό του καταπάνω στον βουλευτή, ο οποίος έχει μόλις τελειώσει την ομιλία του, και ο Κάβουρας θα του καταφέρει από την καρότσα το μοιραίο χτύπημα. Με κλομπ. Ωστόσο κάποιος πολίτης, μάρτυρας του περιστατικού, θα πηδήξει επάνω στο τρίκυκλο. Θα παλέψει με τους εκτελεστές. Το πράγμα στραβώνει. Ενας διερχόμενος τροχονόμος θα τους συλλάβει και θα τους οδηγήσει όλους στην Αστυνομία. Η δολοφονία στα πρωτοσέλιδα. Ενας επιπλοποιός, που είχε ακούσει τον Γρύλο να ομολογεί την πράξη του, αποφασίζει να πάει και να καταθέσει· θα βρεθεί στο νοσοκομείο. Ενας δημοσιογράφος θέλει να ψάξει την υπόθεση σε βάθος, δεν διστάζει να εισβάλει στα άδυτα του παρακράτους. Και τέλος, ένας ανακριτής. Φθάνει εσπευσμένα για να αναλάβει την υπόθεση. Είναι ξεροκέφαλος, αρνείται να υποκύψει σε πιέσεις, δωροδοκίες, απειλές.

Θα προχωρήσει μέχρι τέρμα, θα βάλει βαθιά το χέρι μέσα στη φιδοφωλιά. Θα αποδώσει δικαιοσύνη. Ε, και λοιπόν; Τι σημασία έχει, αναρωτιέται η Γυναίκα/Ψυχή. Για εκείνην, μόνη δικαίωση θα ήταν η επιστροφή του Ζ στη ζωή. Ή, έστω, η δυνατότητα για ένα τελευταίο, αποχαιρετιστήριο φιλί. Ολα τ’ άλλα δίχως νόημα.

Ωστόσο για πολλούς ανθρώπους ο θάνατος του Ζ θα σημάνει τον ερχομό μιας νέας εποχής. Οι νεκροί δεν μιλούν· όμως λάμπουν αχνά. Και το φως τους, καμιά φορά, χαράζει κατεύθυνση. Χιλιάδες νέοι θα ξεχυθούν την ημέρα της κηδείας στους δρόμους διαλαλώντας το μήνυμα της ειρήνης και παίρνοντας κουράγιο για νέους αγώνες. Αναλογιζόμενοι ότι είναι όμορφη η ζωή όταν κάθε στιγμή είσαι έτοιμος να πεθάνεις.

Πού και πότε

Το «Ζ» του Μηνά Μπορμπουδάκη σε λιμπρέτο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη θα παρουσιαστεί στις 2, 3, 8, 10, 11, 15, 17, 18/3 και 14, 15, 17, 18/4 στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ.
Μουσική διεύθυνση: Μ. Μπορμπουδάκης – Νίκος Βασιλείου.
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Με τους Δημήτρη Παπανικολάου (Ζ), Τζίνα Φωτεινοπούλου (Γυναίκα/Ψυχή), Γιάννη Γιαννίση (Αρχιδεινόσαυρος), Αρκάδιο Ρακόπουλο (Κάβουρας), Χρήστο Κεχρή (Γρύλος) κ.ά. Συμμετέχει το Ergon Ensemble.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ