«Οταν διορίστηκα είναι αδύνατον να σας περιγράψω σε τι κατάσταση τα βρήκαֹμέσα στα νερά, το ένα πάνω στο άλλο. Τα πήρα στα χέρια μου σαν άρρωστα παιδιά και χάιδεψα τα όνειρα τόσων καλλιτεχνών». Η αλήθεια είναι ότι ο Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957) ανέλαβε τη θέση του διευθυντή της Δημοτικής Πινακοθήκης σε μια πολύ δύσκολη ιστορική συγκυρία για την Ελλάδα, στα τέλη του 1940. Στα δεκαεπτά χρόνια που παρέμεινε σε αυτή τη θέση κατάφερε πολλά και υπέρ το δέον αξιοσημείωτα. Με το «καλημέρα σας» απέτρεψε την κλοπή των έργων που δεν είχαν αφεθεί στα υπόγεια να σαπίσουν. Με το «αντίο σας» είχε αφήσει παρακαταθήκη γύρω στα 400 έργα από περισσότερους από εκατό καλλιτέχνες.
Περισσότερα από εκατό από τα έργα που αποτέλεσαν τον ιδρυτικό πυρήνα της συλλογής και αγοράστηκαν η δωρίστηκαν στο διάστημα της θητείας του από ισάριθμους περίπου καλλιτέχνες, παρουσιάζονται στην έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης «Η συλλογή της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων μέσα από τα μάτια του Σπύρου Παπαλουκά». Μαζί και τα σχετικά έγγραφα αγοράς, ή οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου που επικύρωναν την απόκτησή τους. Πρόκειται για μια διοργάνωση του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων σε επιμέλεια του καλλιτεχνικού διευθυντή της, όπως και των Μουσείων και Συλλογών του Δήμου Αθηναίων, Ντένη Ζαχαρόπουλου, με τη συνδρομή της ιστορικού Τέχνης Μαίρης Μιχαηλίδου και της εφόρου της Πινακοθήκης Κάλλης Πετρόχειλου. Είναι ένας φόρος τιμής στην αισθητική αλλά και στο ανοιχτό μυαλό ενός από τους σημαντικότερους έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, που συμπίπτει (σχεδόν) με την επέτειο των εξήντα χρόνων από τον θάνατό του.

Αντικειμενικός αγοραστής


«Οταν αγόραζε πίνακες για την Πινακοθήκη, ο Παπαλουκάς έδινε προτεραιότητα στο Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο το οποίο είχε ιδρυθεί με πολύ μεγάλες ελπίδες στην Απελευθέρωση. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ούτως ή άλλως, όμως ως αγοραστής ήταν αντικειμενικός και επέλεγε και έργα καλλιτεχνών από ομάδες που δεν είναι των ανακτόρων» εξηγεί στο «Βήμα» ο Ντένης Ζαχαρόπουλος.
Από την Αντίσταση στην Απελευθέρωση και τον εμφύλιο πόλεμο έως και την εκδημοκρατικοποίηση που εμφανίζεται δειλά στη δεκαετία του ’50, ο Παπαλουκάς «δεν πτοήθηκε ποτέ από τις πεποιθήσεις ενός καλλιτέχνη όταν αποφάσιζε ποια έργα θα συμπεριλάβει στη συλλογή της Πινακοθήκης γιατί πίστευε στην ελευθερία της άποψης. Ο ίδιος ήταν δημοκρατικός συντηρητικός, με τα σημερινά κριτήρια θα ήταν δεξιός με την κλασική έννοια. Παρ’ όλα αυτά έκρυβε αριστερούς στο σπίτι του διότι τους εκτιμούσε. Αγόρασε Βάσο Κατράκη αλλά και Δημήτρη Μεγαλίδη ο οποίος είχε ανέβει στο βουνό. Υποστήριξε καλλιτέχνες που έκαναν Αντίσταση, όπως ήταν ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, ο Αλέκος Κορογιαννάκης, ο Τάσσος, ή ο Γιάννης Γαΐτης». Ο Παπαλουκάς με τους βομβαρδισμούς του ’44, τους οποίους ο ίδιος αποκαλούσε «ελληνοβρετανικούς», είχε προσπαθήσει να σώσει τα έργα της συλλογής που βρίσκονταν σε δημόσια κτίρια.
Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Παπαλουκάς δεν φοβόταν ούτε τις νέες τάσεις, ούτε καν εκείνες που βρίσκονταν πολύ μακριά από το προσωπικό του εικαστικό ιδίωμα, αλλά και από την αποδοχή και την αναγνώριση της κοινωνίας ή ακόμη και της Εθνικής Πινακοθήκης. «Μέσα από τη συλλογή υπερασπίστηκε τον Εγγονόπουλο, τον Μπουζιάνη, τον Παρθένη, τον Βιτσώρη, αλλά και τον Γαΐτη αγοράζοντας μάλιστα το πρώτο του έργο όταν εκείνος ήταν μόλις 21 ετών. Ζούσε ακόμη με τον μύθο του μοντερνισμού ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι αυτοδίδακτος, ότι δεν ήταν απαραίτητο να έχει τελειώσει Σχολή Καλών Τεχνών και επέλεγε έργα που είχαν μια δύναμη». Ενα άλλο κριτήριο επιλογής του Παπαλουκά, όπως φαίνεται από την πλειονότητα των έργων που προτιμούσε, ήταν η αδυναμία του για τις τοπιογραφίες. «Ακόμη και από ζωγράφους που είχαν γίνει γνωστοί ζωγραφίζοντας ηθογραφικά θέματα εκείνος έβρισκε και επέλεγε τα παραγνωρισμένα τοπία τους. Για παράδειγμα, από τη δουλειά του Απόστολου Γεραλή, ο οποίος είχε πουλήσει το «Κρυφό Σχολειό» του σε παραλλαγές σε όλη την αστική τάξη, εκείνος ξεχώρισε έναν συγκλονιστικό πίνακα που εικονίζει ένα δάσος με δέντρα. Το ίδιο και με τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, ο οποίος είχε γεμίσει τα αστικά σαλόνια με πορτρέτα κοριτσιών. Η Πινακοθήκη αγόρασε ένα τοπίο της Αττικής στο οποίο έχει εξαφανιστεί τελείως η ηθογραφία. Η ανθρώπινη εργασία ήταν σημαντική για τον Παπαλουκά, αλλά το ίδιο ήταν και η σχόλη». Αλλες ενότητες, παρούσες στη συλλογή, είναι τα αστικά τοπία αλλά και τα εσωτερικά των σπιτιών, όπως και οι νεκρές φύσεις. Εκτός από τις αγορές, η συλλογή επί Παπαλουκά είχε δεχθεί και πολλές δωρεές, ενώ παράλληλα, όπως «συμβαίνει πάντα στο Δημόσιο σε όλες τις χώρες του κόσμου, υπήρχαν και έργα που αγοράστηκαν έπειτα από πιέσεις του δημοτικού συμβουλίου ή του δημάρχου». Οπως, για παράδειγμα, τα τρία έργα της Ιριδας, κόρης του πρωθυπουργού της κατοχικής κυβέρνησης, ο οποίος τα είχε δωρίσει στην Πινακοθήκη. Το ένα από αυτά, ένας πίνακας με την ίδια ντυμένη Αμαλία, παρουσιάζεται στην έκθεση μαζί με τη φωτογραφία του προσώπου της που θυμίζει βεβαίως έντονα την προτομή της που είχε σμιλέψει ο επίσημος γλύπτης του Γ’ Ράιχ και προσωπικός της φίλος, Αρνο Μπρέκερ (το συγκεκριμένο γλυπτό μάλιστα είχε φτάσει στα χέρια του ίδιου του Χίτλερ).
Οπως σημειώνει ο Ζαχαρόπουλος: «Η έκθεση που παρουσιάζουμε, ίσως να μην είναι εντυπωσιακή γιατί δεν περιορίζεται σε «αριστουργήματα» και ανοίγεται οριζόντια στην καλλιτεχνική ζωή μέσα από τη συγκριτική παρουσίαση της παραγωγής μιας εποχής και μιας κοινωνίας, με όλη τους τη συνθετότητα, όπως φαίνεται μέσα από τη συλλογή της Πινακοθήκης και των επιλογών που τη συγκροτούν. Προτείνει όμως μια ιδιαίτερα σημαντική προσέγγιση γιατί συνιστά την αφετηρία μιας ευρύτερης μελέτης της σχέσης τέχνης και εποχής και επιτρέπει να δει κανείς μια δύσβατη και σκοτεινή ακόμη περίοδο της Ιστορίας μας μέσα από τις ιδιαιτερότητες και τα ερωτηματικά της, καθώς και μέσα από τον συστηματικό τρόπο ενός σημαντικού καλλιτέχνη και ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με αυτές, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο ήθος και στη συνείδηση του πολίτη και του δημόσιου λειτουργού, περνώντας ανάμεσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας και της Κοινωνίας».

Ο σύνθετος ρόλος των καλλιτεχνών

Αλλωστε, ένας επιπλέον στόχος της έκθεσης είναι να φέρει στο προσκήνιο τον σύνθετο ρόλο των καλλιτεχνών ως πνευματικών ανθρώπων και πολιτών, όπως περίπου τον είχε οραματιστεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν ίδρυε την Πινακοθήκη μαζί με τον Εμμανουήλ Μπενάκη το 1914, επηρεασμένος από τη φιλία του με τον Ζορζ Κλεμανσό. Ο Παπαλουκάς είχε ξεκινήσει να εργάζεται ως σύμβουλος σε θέματα πολεοδομίας, χωροταξίας και εθιμοτυπίας στο Δημαρχείο από το 1939 προτού γίνει διευθυντής της Πινακοθήκης το 1940. «Συμμετείχε πολύ ενεργά στη χωροταξία και τις ονομασίες των δρόμων της συνοικίας Κυπριάδου. Εκεί έμενε άλλωστε και ο ίδιος, όπως και ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Αξελός. Σε αυτόν χρωστάμε τις ονομασίες, οδός Γύζη, Χαλεπά, Καυταντζόγλου, πλατεία Παπαδιαμάντη, σε αυτή την καλλιτεχνική γειτονιά. Δεν θα υπήρχε άνθρωπος στον Δήμο να σκεφτεί να κάνει δρόμους αφιερωμένους σε πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες».


Πού και πότε

«Τέχνη και Εποχή. Η συλλογή της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων μέσα από τα μάτια του Σπύρου Παπαλουκά», στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, κτίριο Μεταξουργείου: Λεωνίδου & Μυλλέρου, πλατεία Αυδή, Αθήνα, από 29/1 έως 22/4


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ