Τα ξημερώματα της 16ης Φεβρουαρίου του 1968 ο Αριστείδης Παγκρατίδης οδηγήθηκε κοντά στην κοινότητα Εξοχή στο δάσος Σέιχ Σου της Θεσσαλονίκης και εκτελέστηκε. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, αντιμετώπισε με ψυχραιμία το εκτελεστικό απόσπασμα και λίγο προτού δοθεί το παράγγελμα «πυρ» αναφώνησε: «Μανούλα μου, είμαι αθώος». Η οικογένειά του δεν παραβρέθηκε στην εκτέλεση, καθώς δεν είχαν ειδοποιηθεί. Είχε καταδικαστεί τετράκις εις θάνατον από το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης στις 22 Φεβρουαρίου του 1966 για τρεις ληστείες μετά φόνου και μία απόπειρα βιασμού. Μετά την ανάγνωση της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης στον τόπο της εκτέλεσης είπε ότι κάποια ημέρα «θα βρεθεί ο πραγματικός δολοφόνος».
Η εκτέλεσή του ήταν η τελευταία πράξη σε ένα δράμα που είχε ξεκινήσει εννέα χρόνια πριν, το πρώτο τετράμηνο του 1959. Ομως ήταν τελικά ο Παγκρατίδης ένοχος για τα εγκλήματα που τον κατηγορούσαν ή η περίπτωσή του ήταν μια τραγική δικαστική πλάνη κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης;

Και εγένετο «δράκος του Σέιχ Σου»

Την εποχή εκείνη τρεις εγκληματικές ενέργειες είχαν βυθίσει τη Θεσσαλονίκη στον φόβο και στον πανικό. Στις 19 Φεβρουαρίου ένα ζευγάρι, ο Αθανάσιος Παναγιώτου και η Ελεωνόρα Βλάχου, τραυματίζονται βαρύτατα με πέτρες και ληστεύονται από αγνώστους. Κατάφεραν να επιζήσουν, καθώς εξαιτίας της παγωνιάς σταμάτησε η αιμορραγία από τα τραύματά τους. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου, δολοφονούνται με πέτρες και ληστεύονται ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραΐσης και η Ευδοκία Παλιογιάννη. Ο/οι δράστες βιάζουν τη γυναίκα, ενώ ο Ραΐσης ήταν ίλαρχος του ιππικού και πήγε στο ραντεβού με την Παλιογιάννη με στρατιωτικό τζιπ, φορώντας τη στολή του και οπλοφορώντας. Στις 3 Απριλίου, άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο, του οποίου η αυλή συνορεύει με το Σέιχ Σου, και δολοφονεί με πέτρα και ληστεύει τη μοδίστρα του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου, σε ένα μικρό χωριστό σπιτάκι όπου διέμενε.
Τα μέσα ενημέρωσης βαφτίζουν τον/τους δράστες «δράκος του Σέιχ Σου», ενώ οι κάτοικοι της πόλης φοβούνται ακόμη και να βγουν από τα σπίτια τους με τη σκέψη ότι ο «δράκος» μπορεί να ξαναχτυπήσει. Οι αστυνομικές δυνάμεις στην πόλη βρίσκονται σε συνεχή επιφυλακή, αλλά ο «δράκος» παρέμενε ασύλληπτος, ξαναχτυπούσε και άφηνε πίσω του καινούργια θύματα. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να επικηρυχθεί ο «δράκος» από το τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης με το ποσό των 100.000 δρχ., που εκείνη την εποχή αντιπροσώπευε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν. Ομως ούτε η επικήρυξη είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο «δράκος» παρέμενε ελεύθερος.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1963 συλλαμβάνεται ο Παγκρατίδης ενώ πηδούσε από τη μάντρα του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», όπου είχε επιτεθεί εναντίον μιας ανήλικης τροφίμου. Ηταν 23 ετών. Τον συνέλαβε ένας οδηγός της ΟΑΣΘ, ο Λάζαρος Μαρίνος, που έτυχε να βρίσκεται στο σημείο εκείνο. Για την επίθεση αυτή και στην προανάκριση και στην τακτική ανάκριση παραδέχθηκε πλήρως την ενοχή του.

Παραδοχή και αναίρεση

Παιδί από φτωχή οικογένεια από τα Λαγκαδίκια, ο Παγκρατίδης παρακολούθησε μόνο τρεις τάξεις του Δημοτικού και έκανε θελήματα για να βοηθήσει οικονομικά τους δικούς του. Από την ηλικία των 13 ετών άρχισε να πουλάει ερωτική συντροφιά σε μεγαλύτερους άντρες. Ενας από αυτούς θα καταθέσει στη δίκη του: «Γνωρίζω τον Αριστείδη από ηλικίας 14 ετών και από τότε τον σέρνω πότε στο βουνό, πότε στα εβραίικα μνήματα, πότε στο σπίτι μου και του κάνω τη δουλειά για 15 δραχμές».
Μετά από σκληρή ανάκριση, τέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψή του, παραδέχεται ότι είναι ο «δράκος του Σέιχ Σου». Οπως διαβάζουμε στο «Βήμα» της 13ης Δεκεμβρίου του 1963, «διάχυτος είναι η εντύπωση ότι ο Παγκρατίδης ομολόγησε ότι είναι ο δράκος». Και συνεχίζει το δημοσίευμα: «Την άποψιν ότι ο Παγκρατίδης είναι το αυτό πρόσωπον με τον δράκο ενισχύει και το γεγονός ότι ενώ εις κοινήν σύσκεψίν των ο εισαγγελέας κ. Μπούτης και ο διοικητής της Γενικής Ασφαλείας κ. Τζαβάρας είχαν αποφασίσει να τον αποστείλουν σήμερον εις την εισαγγελίαν διά την απόπειραν εναντίον της τροφίμου του ορφανοτροφείου αιφνιδίως άρχισαν να τον υποβάλλουν εις συνεχή ανάκριση και η προσαγωγή του στην Εισαγγελίαν εματαιώθη».
Ομως μετά από λίγες ημέρες προσπάθησε να αναιρέσει την ομολογία του και δήλωσε στους δικηγόρους του ότι πιέστηκε ψυχολογικά και σωματικά να παραδεχθεί ότι είναι ο «δράκος» και ότι στις αναπαραστάσεις που έγιναν οι αστυνομικοί τού υπεδείκνυαν τι έπρεπε να πει. Επίσης ισχυρίστηκε ότι την περίοδο που συνέβησαν τα στυγερά εγκλήματα για τα οποία τον κατηγορούσαν εκείνος βρισκόταν στην Αθήνα όπου εργαζόταν σε Λούνα Παρκ. Ακόμα είπε ότι κατά την επίθεσή του εναντίον της τροφίμου του ορφανοτροφείου βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και χασίς.

Δικαστική πλάνη;

Η δίκη του έγινε το 1966, με το δικαστήριο να απαξιώνει τόσο πολύ την υπεράσπιση, που ένας από τους συνηγόρους του, αφού ήρθε σε αντιδικία με τον πρόεδρο εφέτη, τελικά αποχώρησε από τη δίκη. Σημαντικά στοιχεία ενοχής δεν προσκομίστηκαν ποτέ. Ενας από τους πιο βασικούς μάρτυρες κατηγορίας, ο χωροφύλακας Γ. Κατσικόπουλος, κατέθεσε: «Σε εμένα ομολόγησε ο Παγκρατίδης ότι είναι ο δράκος και εξέθεσε λεπτομερώς όλα τα εγκλήματά του».
Ενώ στο δικαστήριο επικρατούσε νεκρική σιωπή, ο μάρτυς είπε ότι την πέμπτη ημέρα μετά τη σύλληψη του Παγκρατίδη μπήκε στο κελί του και τον βρήκε να κοιμάται. «Οταν ξύπνησε άρχισε να μου αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια το πώς διέπραξε τα εγκλήματά του». Το μόνο πρόβλημα με αυτή τη μαρτυρία είναι ότι στην κατάθεση που είχε δώσει στον ανακριτή είχε δηλώσει ότι όσα γνώριζε τα είχε πληροφορηθεί από τις ανακρίσεις και αναπαραστάσεις που είχε παρακολουθήσει. Μετά τις έντονες αντιδράσεις της υπεράσπισης ο πρόεδρος διάβασε ολόκληρη την κατάθεση του Κατσικόπουλου στην οποία επαναλαμβανόταν στερεότυπα η φράση «όσα καταθέτω τα γνωρίζω από τις ανακρίσεις και αναπαραστάσεις εις τας οποίας παρέστην». Αλλά και μοναδική μάρτυς που είχε δει τον «δράκο» και είχε δεχθεί την επίθεσή του είπε στο δικαστήριο: «Κατά 99% είμαι σίγουρη ότι δεν είναι ο Παγκρατίδης… Δεν μπορώ να τον πάρω στον λαιμό μου».
Και όμως, παρά την πληθώρα στοιχείων που έδειχναν ότι ο Παγκρατίδης δεν ήταν ο «δράκος», το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο κατά το κατηγορητήριο. Ο εισαγγελέας ζήτησε να καταδικαστεί σε «τετράκις ισόβια», αλλά το δικαστήριο, ύστερα από δεκαπεντάλεπτη διάσκεψη, αποφάσισε: «Τετράκις εις θάνατον». Με την εκτέλεσή του το μυστήριο αν τελικά ήταν ο Παγκρατίδης ο περιβόητος «δράκος» δεν λύθηκε ποτέ.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

  • Ο Αριστείδης Παγκρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ δύο χρόνια.
  • Το ξημέρωμα της 16ης Φεβρουαρίου του 1968 οδηγήθηκε στο Σέιχ Σου, όπου εκτελέστηκε στις 7.06 π.μ.
  • Οι τελευταίες φράσεις του με τα μάτια δεμένα ήταν «μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος».
  • Ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης, ο μόνος που είχε απαθανατίσει την εκτέλεση του Παγκρατίδη, είχε αναφέρει σε συνέντευξή του: «Θυμάμαι τον παπά που τον εξομολόγησε λίγο πριν από την εκτέλεση. Επεσε στην αγκαλιά μου και έκλαιγε. Τόσο σίγουρος ήταν για την αθωότητα του Αριστείδη. Κάθε φορά που τον προέτρεπε να εξομολογηθεί εκείνος του απαντούσε κλαίγοντας: “Πούλησα το κορμί μου, έκλεψα, ζητιάνεψα, όμως δεν σκότωσα”».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ