Ηταν ένα πραγματικά καυτό ντοκουμέντο· ένα λαβράκι στην κυριολεξία. Τίτλος του, «Η ιστορία της λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ για το Βιετνάμ, 1945-1966» (History of US Decision – making in Vietnam, 1945-66). Μια άκρως απόρρητη, 7.000 σελίδων, αναφορά που συνετάχθη ύστερα από εντολή του τότε υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα και κάλυπτε πλήρως όλα τα σκοτεινά κυβερνητικά μυστικά γύρω από τη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με το Βιετνάμ.
Ο πρώτος που κατάφερε να βρει πρόσβαση στην αναφορά ήταν ο δημοσιογράφος των «New York Times» Νιλ Σιχάν. Αυτό συνέβη τον Μάρτιο του 1971, την εποχή που ο πόλεμος στο Βιεντάμ μαινόταν. Οπως όλοι πλέον γνωρίζουμε, η Αμερική είχε μπροστά της τέσσερα ακόμα χρόνια μέχρι να απεμπλακεί πλήρως από έναν πόλεμο που τελικά κόστισε τη ζωή σε 58.220 αμερικανούς στρατιώτες (πολλοί από τους οποίους είχαν στρατολογηθεί). Το γενικότερο σύνολο των θυμάτων; Χάθηκαν περισσότερες από 1.000.000 ζωές.

Απάτη δεκαετιών!

Η θύελλα που επρόκειτο να προκαλέσει η αναφορά, η οποία σύντομα απέκτησε το υποκοριστικό «Τα Αρχεία του Πενταγώνου» («Τhe Pentagon Papers»), συνεχίζεται ως τις μέρες μας, γεγονός που αποδεικνύεται από την ενασχόληση του Χόλιγουντ με το ζήτημα. Εχοντας στο δυναμικό του τη Μέριλ Στριπ και τον Τομ Χανκς, δύο από τους μεγαλύτερους σταρ του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, με την τελευταία ταινία του «The Post: Απαγορευμένα μυστικά», επιστρέφει στο 1971 και στη σκοτεινή αποκάλυψη των «Αρχείων»: μια τεράστιας εμβέλειας απάτη για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η οποία κάλυπτε τέσσερις (!) διαφορετικές κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα «Αρχεία του Πενταγώνου» αποδείκνυαν ότι η απάτη ξεκινούσε από την κυβέρνηση Χάρι Τρούμαν και, αφού έκανε στάσεις στις κυβερνήσεις Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Τζον Κένεντι, κατέληγε στην προεδρία Λίντον Τζόνσον. Οταν ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο του Βιετνάμ ήταν πλέον στην ατζέντα της καθημερινότητας.
Αυτό που βασικά τα «Αρχεία του Πενταγώνου» αποκάλυπταν ήταν ότι καθένας εκ των ανωτέρω προέδρων παραπλάνησε τον αμερικανικό λαό σε ό,τι είχε σχέση με τις επιχειρήσεις ανάμεσα σε Αμερική και Βιετνάμ. Και το χειρότερο; Την ώρα που οι κυβερνήσεις αυτές υποτίθεται ότι στόχευαν στην ειρήνη, τα όσα λάμβαναν μέρος στο παρασκήνιο ήταν εντελώς διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, τόσο ο στρατός των ΗΠΑ όσο και η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεσπάσει ο πόλεμος που τελικά ξέσπασε. Τα «Αρχεία του Πενταγώνου» προμήθευαν ντοκουμέντα που απεδείκνυαν δολοφονίες, καταστρατήγηση της Συνθήκης της Γενεύης και απροκάλυπτα ψεύδη στο πρόσωπο του αμερικανικού Κογκρέσου.

Ενας «άλλος» πόλεμος

Μετά τους «New York Times» και το ρεπορτάζ του Σιχάν στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας στις 13 Ιουνίου 1971, η είδηση έδωσε την ευκαιρία σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης να δημιουργήσουν τις δικές τους ιστορίες, διεξάγοντας τις δικές τους έρευνες. Ομως η αποκάλυψη των «New York Times» έφερε στο προσκήνιο ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα· εκείνο της λογοκρισίας. Αυτό έγινε όταν το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, με εντολή της κυβέρνησης Νίξον, αποφάσισε την απαγόρευση περαιτέρω δημοσιευμάτων από τους «Times» με την αιτιολογία ότι διακυβευόταν η εθνική ασφάλεια. Ενα από τα Μέσα που πήρε τη σκυτάλη ήταν η «Washington Post», στην περίπτωση της οποίας εστιάζει η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Συνεπώς η ιστορία των «Αρχείων του Πενταγώνου» είναι στην ουσία πολλές ιστορίες που αποκτούν νόημα μέσα από έναν συγκεκριμένο άξονα, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ο ακήρυκτος πόλεμος που ξέσπασε ανάμεσα στον Τύπο και την πολιτική εξουσία. Από μόνο του αυτό το στοιχείο κάνει την ταινία τρομερά επίκαιρη, λαμβανομένου υπ’ όψιν του μίσους που τρέφει προς τα ΜΜΕ ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

Τα πρόσωπα-κλειδιά

Η Λιζ Χάνα, μία εκ των δύο σεναριογράφων που υπογράφουν το σενάριο της ταινίας «The Post: Απαγορευμένα μυστικά», έδωσε βάση στους Κάθριν –Κέι –Γκρέαμ και Μπεν Μπράντλι, που από πλευράς δημοσιογράφων ήταν οι πραγματικοί ηγέτες σε αυτόν τον πόλεμο. Το πρόσωπο της εκδότριας («Κέι») Γκρέαμ, που υποδύεται η Στριπ, είναι φυσικά το πιο ενδιαφέρον, διότι η Γκρέαμ υπήρξε η πρώτη γυναίκα επικεφαλής ενός τόσο μεγάλου εκδοτικού οργανισμού όπως η «Washington Post» και αυτή είναι η πρώτη ταινία που ασχολείται σοβαρά με την περίπτωσή της. Η Γκρέαμ επέλεξε να ρισκάρει τόσο το μέλλον της εφημερίδας της όσο και το δικό της ως καριερίστα με το να εξακολουθεί να δημοσιεύει τα «Αρχεία του Πενταγώνου». Η Χάνα δούλεψε πολύ πάνω στα απομνημονεύματα της Γκρέαμ «Personal History» («Προσωπική Ιστορία»), αλλά, αν κάτι ήθελε να αποφύγει, αυτό ήταν ένα σενάριο για μια ακαδημαϊκή biopic ταινία.
Πολύτιμο βοήθημα της Χάνα για να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο ήταν τα απομνημονεύματα του Μπεν Μπράντλι, θρυλικού διευθυντή της «Washington Post», υπό τη διεύθυνση του οποίου, λίγα χρόνια αργότερα, θα ξεσκεπαζόταν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Αυτός είναι ο ήρωας που υποδύεται ο Τομ Χανκς στο «The Post». Μάλιστα, σύμφωνα με τον σεναριογράφο Τζος Σίνγκερ που συνυπογράφει το σενάριο, έχοντας συμβάλει στην τελική μορφή του, στην υπόθεση των «Αρχείων του Πενταγώνου» βρίσκονται οι ρίζες τού πολύ πιο γνωστού, αποκαλυπτικού ρεπορτάζ για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον από την προεδρία των ΗΠΑ. «Η υπόθεση των «Αρχείων του Πενταγώνου» άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας της εφημερίδας», είπε χαρακτηριστικά ο Σίνγκερ. «Ολα τα ενδεχόμενα ήταν πλέον ανοιχτά».
Θυμίζουμε ότι, όπως φάνηκε και στην κλασική ταινία του Αλαν Τζ. Πάκουλα «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976), ο Μπεν Μπράντλι (που εκεί υποδύεται ο ηθοποιός Τζέισον Ρόμπαρντς, σε έναν ρόλο για τον οποίο πήρε το Οσκαρ) είναι ο άνθρωπος που καθοδήγησε ουσιαστικά τους δημοσιογράφους Καρλ Μπέρνστιν και Μπομπ Γούντγουορντ για το ξεσκέπασμα του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Σε εκείνη την ταινία, όμως, η Κέι Γκρέαμ εμφανίζεται σε ένα πολύ σύντομο, ξεχασμένο πέρασμα. Η εστίαση στο πρόσωπό της είναι που κάνει την ταινία του Σπίλμπεργκ να διαφοροποιείται και πολύ πιθανόν να οδηγήσει τη Μέριλ Στριπ και πάλι στα Οσκαρ (είναι ήδη υποψήφια για τη Χρυσή Σφαίρα στα βραβεία που απονέμονται απόψε στο Λος Αντζελες). «Αποφάσισα να πω την ιστορία των Γκρέαμ και Μπράντλι», είπε αργότερα η Χάνα, «μέσα στο πλαίσιο της ωρίμασης της Γκρέαμ, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή κλήθηκε να ορίσει το μέλλον της «Washington Post». Υπήρχε τόσο δραματική ένταση σε αυτό το σημείο, που στην ουσία η αφήγηση βγήκε σχεδόν μόνη της».

Η άποψη της Μέριλ Στριπ

Εξίσου ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι όλη αυτή η ιστορία είχε κινήσει το ενδιαφέρον της Μέριλ Στριπ προτού ακόμα δεσμευτεί με την ταινία «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η 68χρονη ηθοποιός, που πέρυσι έκλεισε 40 χρόνια παρουσίας στον κινηματογράφο, γνώριζε ήδη αρκετά για τον ρόλο της «Washington Post» λόγω της ταινίας του Πάκουλα. Δεν γνώριζε όμως πολλά για την ηρωίδα που τελικά θα υποδυόταν. «Το σενάριο της Λιζ Χάνα φάνηκε να «συλλαμβάνει» το κλίμα της εποχής με μια ιστορία που δεν είχε ειπωθεί στον κινηματογράφο», είπε η Στριπ.
Από τη δική του πλευρά, ο Σπίλμπεργκ ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ταινίας «The Post» ενώ ήταν ήδη δεσμευμένος για την ταινία φαντασίας «Ready Player One», που ανήκει στις πολύ μεγάλες και πολλά υποσχόμενες αμερικανικές παραγωγές του 2018. Ο χρόνος του ήταν πολύ περιορισμένος για τις ανάγκες μιας πολύ απαιτητικής ταινίας με άφθονα οπτικοακουστικά εφέ, όμως δεν μπόρεσε τελικά να αρνηθεί τον πειρασμό του γυρίσματος «μιας βαθιά ιστορικής, ανθρώπινης ιστορίας. Το γράψιμο της Λιζ Χάνα, η σκοπιά αντιμετώπισης του θέματος, η κριτική ματιά της και, κυρίως, ο πανέμορφος τρόπος που έφτιαξε το πορτρέτο της Γκρέαμ με ανάγκασαν να πω «μπορεί να είμαι τρελός, αλλά θα κάνω αυτήν την ταινία τώρα!«».

Ο πληροφοριοδότης

Οσο για τον άνθρωπο του παρασκηνίου, εκείνον που βρισκόταν πίσω από την αποκάλυψη των «Times», ήταν ο Ντάνιελ Ελσμπεργκ (Μάθιου Ρις). Διακεκριμένος στρατιωτικός αναλυτής της RAND Corporation, η οποία συνεργαζόταν με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, και πρώην πεζοναύτης, ο Ελσμπεργκ είχε περάσει δύο χρόνια στο Βιετνάμ προτού συνεργαστεί στη σύνταξη των «Αρχείων του Πενταγώνου». Η απόφασή του να γίνει η βασική πηγή του Τύπου για την αποκάλυψη αυτής της τρομερής αμερικανικής συνωμοσίας πάρθηκε από την ανομοιογένεια που είδε ανάμεσα σε αυτά που ο ίδιος έζησε στο Βιετνάμ, αυτά που συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες της Ουόσιγκτον και όλα όσα ο αμερικανικός λαός δεν γνώριζε για την εξέλιξη και τα προγνωστικά του αιματηρού πολέμου στο Βιετνάμ. Το 1969 ο Ελσμπεργκ και ο συνάδελφός του Αντονι Ρούσο, με τη βοήθεια της φίλης του Ρούσο, Λίντα Ρέσνικ, άρχισαν να κάνουν φωτοτυπίες των «Αρχείων του Πενταγώνου» ούτως ώστε να τις προμηθεύσουν στα media. Για τον Ελσμπεργκ ήταν μια ενέργεια «υψηλής πατριωτικής ευθύνης». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, βέβαια, το αντιμετώπισε διαφορετικά. Για εκείνη ήταν μια πράξη προδοσίας που μετέτρεψε τον Ελσμπεργκ στον «πιο επικίνδυνο άνθρωπο στην Αμερική».

Σωστή δημοσιογραφία

Mια ταινία όπως η «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» φαίνεται να είναι άκρως απαραίτητη ιδίως στις μέρες μας, περίοδο αδιαμφισβήτητης κρίσης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η ταινία προβάλει μια άλλη πλευρά της δημοσιογραφίας· τη σωστή πλευρά. Προβάλλει τον κώδικα δεοντολογίας που πρέπει να τηρείται. Προβάλλει το κουράγιο που χρειάζεται, όχι μόνο για το κυνήγι της «πιασάρικης» είδησης, αλλά και για τη δημοσίευση της σημαντικής είδησης την οποία παράγοντες της εξουσίας δεν θέλουν να δουν δημοσιευμένη. Δεν λέει όχι στον ανταγωνισμό· είναι χαρακτηριστική, εξάλλου, η εισαγωγή της ταινίας με τον Μπράντλι του Χανκς να σκυλιάζει που «οι δικοί του» δεν είχαν την είδηση «των άλλων». Ομως η «Washington Post» ποτέ δεν υποστήριξε ότι η υπόθεση των «Αρχείων του Πενταγώνου» υπήρξε δικό της λαβράκι. Φρόντισε να είναι ξεκάθαρη στο ότι η υπόθεση αυτή άνοιξε από τους «New York Times».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ