Επινε γιατί δεν υπήρχε Θεός


Θα πείτε, και είναι φυσικό, πώς μας ήρθε και παρουσιάζουμε τη γαλλίδα συγγραφέα τώρα, λίγο καιρό μετά τον θάνατό της.


Μετά την κινηματογραφική επιτυχία του «Εραστή», που το σενάριό της βασίστηκε στο τελευταίο ομότιτλο μυθιστόρημα της συγγραφέως, εφέτος βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έντονο ενδιαφέρον από διάφορους σκηνοθέτες για τη θεατρική Ντυράς. Σε όποια από τις πρωτεύουσες της Ευρώπης και αν βρεθείτε η Ντυράς είναι παρούσα… Παρούσα στο Βερολίνο με δύο θεατρικά της, στο Αμβούργο, στο Λονδίνο, στη Μαδρίτη, στις Βρυξέλλες… Στο Παρίσι κυριαρχεί «Η αρρώστια του θανάτου», μια παράσταση που έχει την υπογραφή της πλάι στη σκηνοθετική υπογραφή του μεγάλου Μπομπ Γουίλσον. «Είναι φωτιά στη σκέψη κάθε ανήσυχου ανθρώπου… Εχει έναν μοναδικό τρόπο να μετατρέπει την καρέκλα του ψυχαναλυτή σε αξεσουάρ θεατρικής πράξης» είπε σε συνέντευξή του στη «Liberation» ο μεγάλος αμερικανός δραματουργός για αυτήν.


Πριν από δύο ημέρες στην οδό Θεμιστοκλέους, στο νούμερο 104, στο Κέντρο Τέχνης και Λόγου, ένα νέο θέατρο γεννήθηκε από τη σκηνοθέτιδα Λουκία Ρικάκη. Στα γεννητούρια επίσημη προσκεκλημένη, αν και απούσα, η γαλλίδα συγγραφέας με το υπέροχο έργο της που έχει τίτλο «Μουσική» και υπότιτλο «Δύο άνθρωποι αγαπήθηκαν και…» τα υπόλοιπα επί σκηνής. Η ιστορία ενός ζεύγους που έσμιξε, χώρισε και τυχαία ένα βράδυ ξανασυναντήθηκε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και το παρελθόν του αρχίζει να συγκρούεται με το παρόν και το μέλλον του. Στον ρόλο της Ανν Μαρί Ρος η Γιώτα Φέστα και του Μισέλ Νολέ ο Πασχάλης Τσαρούχας.


Ολα αυτά λοιπόν υπήρξαν η αφορμή να θυμηθούμε ξανά τη φλογερή και εκκεντρική γαλλίδα συγγραφέα, που εκτός από το λογοτεχνικό μεγάλο ενδιαφέρον είχαν η ζωή της και οι απόψεις της.


Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό ντοκουμέντο για τον τρόπο που σκεφτόταν και αντιδρούσε η συγγραφέας όσο ζούσε από την ιστορική συνέντευξή που είχε παραχωρήσει στις 24 Σεπτεμβρίου του 1984 στον γάλλο δημοσιογράφο Μπερνάρ Πιβό κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής του εκπομπής Apostrophes. Η συνέντευξη αυτή ­ που μέρος της αναδημοσιεύουμε σήμερα στο «Βήμα» ­ δόθηκε λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της «Ο εραστής» και αφού μόλις είχε τελειώσει τη θεραπεία αποτοξίνωσης. Απολαύστε την!





­
Μαργκερίτ Ντιράς, ξέρω ότι είχατε πολλές επιτυχίες. Πέντε εκατομμύρια αντίτυπα σε πέντε εβδομάδες («Εραστής») το είχατε προβλέψει;


«Καθόλου. Ανησυχούσα λίγο μετά την επιτυχία του βιβλίου μου «Η αρρώστια του θανάτου». Φοβόμουνα ότι μπορεί να απογοητεύσω το κοινό μου».


­ Οι κριτικοί το επευφήμησαν.


«Οχι όλοι. Απόρησαν πώς εκδόθηκε με τόσα λάθη».


­ Είχατε εξαφανιστεί για μερικά χρόνια, και ξαφνικά οι κριτικοί σάς ανακαλύπτουν πάλι. Σας χαροποιεί αυτό;


«Ντρέπομαι λίγο. Ημουν στη σιωπή για δέκα χρόνια. Ηταν λίγο σκληρό. Δεν μπορώ να ανοίξω μια εφημερίδα… Οταν πρωτοδημοσιεύεις κάτι είναι μια δύσκολη φάση».


­ Οι αντιδράσεις;


«Οι κριτικοί πάντα μεταχειρίζονται το βιβλίο σου σαν να είσαι εσύ υπόλογος για κάτι. «Ο εραστής» όμως ως βιβλίο κλόνισε περισσότερο την οικογένειά μου και τιμωρήθηκα όταν τελικά είπα κάποια πράγματα».


­ «Ο εραστής» είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο… Είστε στη Σαϊγκόν στα 1920, 15 ετών, πάνω σε ένα πορθμείο, στον ποταμό Μεκόνγκ. Πείτε μας πώς είστε ντυμένη;


«Φοράω ένα αντρικό καπέλο, ροζ, με μακριές μαύρες κορδέλες. Πραγματικά φορούσα αυτό το καπέλο. Στα πόδια μου φοράω υποδήματα χορού».


­ Θα κάνατε εντύπωση πάνω στο πορθμείο τότε. Κάποιος από ένα μαύρο αυτοκίνητο σας πρόσεξε. Τα βλέμματά σας συναντώνται, η ζωή σας θα αλλάξει.


«Ναι. Εκείνη τη στιγμή στο πορθμείο κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά άλλαξε τη ζωή μου… όλα ξεκινούν τότε».


­ Τι σας τράβηξε την προσοχή στη μαύρη «Λεόν Μπολέ»;


«Δεν βλέπω πια τέτοια αυτοκίνητα».


­ Στα μουσεία ίσως…


«Ηταν τεράστιο όταν καθόσουνα μέσα…».


­ Σας κοιτάζει κάποιος από μέσα…


«Ενας πλούσιος Κινέζος».


­ Πλούσιος… πώς το ξέρετε;


«Βλέπω το αυτοκίνητο».


­ Είναι 12 χρόνια μεγαλύτερός σας.


«Είναι 27 χρόνων».


­ Ξέρετε ότι θα γίνει εραστής σας;


«Τότε απλώς αισθάνθηκα ότι δεν μου ήταν απεχθής. Είχα εκπλαγεί από το ύφος του εκατομμυριούχου. Ταυτόχρονα αισθανόμουν μια έλξη».


­ «Είχα το πρόσωπο της ηδονής, χωρίς να την έχω γνωρίσει. Ακόμη και η μητέρα μου πρέπει να το έβλεπε».


«»Τα μάτια καρφωμένα στην εμπειρία»».


­ Φαίνεστε σαν να το ξέρατε από την πρώτη ματιά. Θα γνωρίσετε την ηδονή με αυτόν τον Κινέζο.


«Πάνω στο πλοίο, λέω, θα έπρεπε να μου αρέσει. Δεν το γνωρίζω ακόμη ακριβώς ότι μαζί του επιβιβάζομαι στην ιστορία του κόσμου. Αισθανόμουν χαρά γιατί ήμουν σαν όλους τους άλλους, θλίψη γιατί άφηνα τη μητέρα μου».


­ Τι σας τράβηξε σε αυτόν;


«Το χρήμα, η γλύκα και κάτι παράξενο. Εκεί γεννήθηκα. Ηταν από το ίδιο περιβάλλον. Σαν σύγκρουση με τη μητέρα μου».


­ Πήγατε στην γκαρσονιέρα του.


«Σχεδόν αμέσως».


­ Ηταν τρελός από έρωτα.


«Φυσικά. Μα ήμουν τόσο μικρή…».


­ Δεν τον αγαπήσατε;


«Δεν ξέρω».


­ Τι υπήρχε εκτός από την ηδονή;


«Τίποτα τέτοιο δεν είχα σκεφτεί. Μετά σκέφτηκα στο υπερωκεάνιο για τη Γαλλία. Ενας νεαρός αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα. Ηταν νύχτα. Δεν βρήκαν το σώμα του. Η απώλεια του σώματος… με έκανε να καταλάβω ότι τον είχα αγαπήσει».


­ Είχατε προκαλέσει διπλό σκάνδαλο, για εσάς και για εκείνον.


«Για την οικογένειά του; Δεν το σκέφτηκα. Δεν είχα σκεφτεί την ατίμωση. Μεγάλα λόγια. Είναι φράση της μητέρας μου. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να πάω μαζί του. Τα αδέλφια μου ήταν πολύ προχωρημένα, ήθελα να τα φτάσω. Αφορούσε όλη τη ζωή».


­ Αυτός κάνει το τραπέζι στους δικούς σας. Δεν του μιλάνε, τον αγνοούν. Ετρωγαν πολύ;


«Τεράστιες ποσότητες. Δεν είχαμε ξαναπάει σε εστιατόριο. Τα αδέλφια μου οργίασαν. Ηταν τελείως άξεστοι άνθρωποι. Η μητέρα μου δεν έμαθε αγωγή στα παιδιά της. Ημαστε σαν καθυστερημένοι. Ημαστε σαν ζώα. Τρομεροί. Η ακριβής λέξη είναι πρωτόγονοι. Δεν ντρέπονταν μπροστά του. Επίσης, ήταν κίτρινος και εμείς λευκοί».


­ Ζούσατε σε οικοτροφείο;


«Ναι».


­ Ξαφνικά όλοι σας αποφεύγουν λόγω του Κινέζου;


«Οχι, στο οικοτροφείο ήταν μιγάδες και άποροι. Ηταν στο λύκειο. Στο λύκειο δεν μου μιλούσαν».


­ Πώς το αντέχατε;


«Ηταν η φρίκη της παιδικής ηλικίας. Ελεγαν «μην της μιλάτε, κοιμάται με Κινέζους»».


­ Πείτε μας για τη μητέρα σας.


«Ηταν δασκάλα στη Γαλλία. Στις αποικίες δίδασκε στα σχολεία των ιθαγενών. Ζήσαμε όλα τα παιδικά μας χρόνια μέσα στη ζούγκλα».


­ Μετά αγοράζει ένα κομμάτι γης.


«Συνέχισε να διδάσκει. Είχε τρία παιδιά. Ηθελε να πλουτίσει για χάρη μας. Η γαλλική κυβέρνηση οικοπεδοποιούσε τη γη στη δυτική Καμπότζη. Ηταν εκεί οι μεγάλες φυτείες καουτσούκ».


­ Κάπως τις έλεγαν στην αποικιοκρατία…


«Ναι, κάπως τις έλεγαν. Νομίζω τις έλεγαν κόκκινες φυτείες. Η μητέρα μου ήθελε να φυτέψει ρύζι. Μάζεψε τις οικονομίες 20 ετών σε ρευστό. Δεν είχε ποτέ λογαριασμό σε τράπεζα. Ζούσε στη ζούγκλα δίχως σύζυγο. Με τρία παιδιά, δασκάλα στα ιθαγενή σχολεία, στην κατώτατη βαθμίδα της κοινωνίας των λευκών. Πήρε ένα κτήμα που πλημμύριζε από τη θάλασσα. Εξεγείρεται εναντίον του Σινικού Πελάγους».


­ Χτίζει φράγματα που καταβροχθίζονται από καβούρια.


«Και από την παλίρροια».


­ Λέτε ότι το είχε στο αίμα της… ήταν τρελή εκ γενετής.


«Ναι. Δεν ξέρω πώς ακριβώς. Η αφέλειά της γεννούσε μια τρέλα. Οταν ήρθε στη Γαλλία ήταν πια τρελή».


­ «Δεν είδε ποτέ το έργο γιατί έπαιζε το πιάνο». Η προσωπογραφία στο «Φράγμα του Ειρηνικού»… ανταποκρίνεται λοιπόν στη μητέρα σας; «Είχε αγαπήσει υπερβολικά τη ζωή». «Ηταν αυτή η αγιάτρευτη ελπίδα, που την έκανε να χάσει κάθε ελπίδα. Αυτή η ελπίδα την είχε φθείρει τόσο, δεν τη νέκρωνε ούτε ο ύπνος ούτε ο θάνατος».


«Ναι».


­ Οταν σκυλοβρίζει αυτούς που την εξαπάτησαν, τους λέει την κατάρα μου να ‘χετε.


«Γαλουχήθηκα με την ιστορία του οικοπέδου σε αυτή την απίστευτη γη του φράγματος. Πηγαίναμε εκεί στις διακοπές. Η μητέρα μου ήταν ο κινηματογράφος για μένα».


­ Ο μεγάλος αδερφός σας; Λέτε: «Ενα κάθαρμα…». Ηταν ένα κάθαρμα;


«Ναι. Και όμως τους αθωώνω όλους. Αυτό είναι «Ο εραστής». Αθωώνω ακόμη και τον αδερφό μου. Μετά από αυτό… δεν αισθάνομαι πια τέτοια μνησικακία γι’ αυτόν».


­ Επειδή πέθανε;


«Ο μικρός αδερφός πέθανε, όχι ο μεγάλος…».


­ Μου είναι δύσκολο να καταλάβω την οικογένειά σας.


«Οικογένεια αγάπης και μίσους… Οπως όλες οι οικογένειες».


­ Ισως μερικές δεν είναι τόσο μοναδικές όσο η δική σας.


«Οταν βλέπω παιδιά απόλυτα, ευγενικά, τακτικά, λέω ότι υπάρχει κάτι διεστραμμένο σε αυτά. Οι γονείς λένε «όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Ετσι ανατρέφονται τα παιδιά. Είναι μια εκγύμναση. Η μητέρα μου ήταν ταυτόχρονα τα πάντα, η δυστυχία, η αγάπη, η αδικία, η φρίκη».


­ Θα είχατε γίνει συγγραφέας αν ήταν πλούσια η μητέρα σας;


«Με ρωτάτε; Νομίζω ναι».


­ Θα είχατε γίνει συγγραφέας οπωσδήποτε.


«Αυτό ξεπερνούσε και τη μητέρα μου ακόμη. Ισως την ξεπερνούσε και ο μικρός αδελφός. Τον σκότωσε ο μεγάλος αδελφός».


­ Τον συγχωρήσατε;


«Ναι, μα δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτή την απώλεια».


­ Αισθανόσασταν ντροπή για τη μητέρα σας;


«Ναι. Είχα κάθε λόγο. Ντυνόταν όπως να ‘ναι. Δεν φόρεσε ποτέ καλά παπούτσια, ήταν πάντα στραβοπατημένα, με κοντές κάλτσες. Οι μητέρες ήταν εκθαμβωτικές στο σχολείο, εκείνη ερχόταν αναμαλλιασμένη».


­ Σήμερα ντρέπεστε που ντραπήκατε γι’ αυτήν;


«Οχι, δεν ήταν κάτι σημαντικό».


­ Ντρεπόταν για τη σχέση σας με τον Κινέζο;


«Δεν ήξερε τίποτα».


­ Μα τρώγατε μαζί.


«Ναι, αλλά δεν ήξερε».


­ Δεν το πιστεύω.


«Ημασταν ρατσιστές ως αποικιοκράτες. Θα ήταν χείριστο αν μάθαινε για τον Κινέζο. Δεν είναι αστείο αυτό που σας λέω. Δεν το έμαθε».


­ Είναι απίστευτο.


«Δεν το είπα στον μεγάλο αδερφό. Μου ζητούσε για χρόνια να του πω».


­ Του το είπατε;


«Οχι».


­ Πέθανε χωρίς να μάθει; Και η μητέρα σας;


«Ναι».


­ Πόσο ήσαστε με τον Κινέζο;


«Πήγα στη Γαλλία μετά από ενάμιση χρόνο».


­ Με το πλοίο;


«Ναι».





­ Ξαναβρίσκουμε τη μητέρα σας σε ένα γαλλικό πύργο.
Ενώ ήταν τόσο φτωχή απέκτησε πύργο στη Γαλλία;


«Ξεκίνησε ένα σχολείο για μιγάδες και ινδοκινέζους πάμπλουτους. Κέρδισε χρήματα και αγόρασε ακίνητα. Τα πούλησε όλα για τον μεγάλο αδελφό μου».


­ Ο αδερφός που αποκαλείτε κάθαρμα πέθανε.


«Ετσι τον λέω».


­ Πώς πέθανε;


«Στο δωμάτιό του, πριν από μερικά χρόνια».


­ Η μητέρα σας;


«Πρέπει να ‘ναι 20 χρόνια από τότε που πέθανε».


­ Αγαπούσε παθολογικά τον μεγάλο αδερφό;


«Ηταν το παιδί της. Εγώ δεν είχα παρά μόνο ένα παιδί. Δεν ξέρω πώς γίνονται τέτοιες αδικίες. Η μητέρα είναι ένα θαύμα. Αγαπάει όλα της τα παιδιά εξίσου».


­ Θάφτηκαν μαζί;


«Καταλαβαίνετε, θάφτηκαν μαζί σαν εραστές».


­ Πώς ακριβώς γράφετε;


«Γράφω σε πρόχειρες σελίδες».


­ Πρωί, απόγευμα, βράδυ;


«Οποτε να ‘ναι»


­ Δεν γράφετε αν δεν στρώσετε το κρεβάτι σας;


«Τώρα πια δεν το στρώνω μόνη μου. Ενα άστρωτο κρεβάτι όμως… Πρέπει να ‘ναι τακτοποιημένο όπως τα πιάτα στην κουζίνα».


­ Τακτοποιημένα.


«Ναι».


­ Γράφετε στη μηχανή;


«Οχι πια».


­ Είπατε κάποτε «δεν είναι εύκολο να γράφεις, είναι κόλαση».


«Οχι».


­ Η κόλαση είναι πριν;


«Ο Μπακούνιν λέει «είναι δυνατό να γράφεις χωρίς να υποφέρεις». Ελεγα ότι είναι αδύνατο, αλλά πρέπει να γίνει».


­ Είναι αφόρητο να είσαι συγγραφέας, λέτε για το έργο σας «Το τραγούδι της Ινδίας».


«Να είσαι συγγραφέας;».


­ Ναι, να είσαι.


«Ναι, γιατί δεν είσαι στη ζωή. Η ζωή είναι αλλού. Αποκτάς μια διαφορετική όψη της πραγματικότητας. Προς τι αυτός ο δρόμος παράλληλος με τη ζωή; Δεν ξέρω πια τι σημαίνει η γραφή».


­ Δεν το ξέρετε;


«Οχι. Νόμιζα ότι το ήξερα. Εκανα και διαλέξεις. Εκανα διαλέξεις για την τέχνη του συγγραφέα. Διάσημοι συγγραφείς δεν έχουν παραγάγει γραφή».


­ Οπως;


«Ο Σαρτρ. Δεν έχει παραγάγει γραφή».


­ Μα πώς;


«Δεν ήξερε τι σημαίνει γραφή. Είχε θεωρίες, έγνοιες από δεύτερο χέρι. Ποτέ δεν αντιμετώπισε κατά μέτωπο την αμιγή γραφή. Ο Σαρτρ είναι ηθικολόγος. Αντλούσε από το περιβάλλον. Αλλά δεν θα έλεγα ποτέ γι’ αυτόν ότι «έγραψε». Ούτε θα μου περνούσε καν από τον νου. Διάβασα κάτι δικό του για τη λογοτεχνία…»


­ Τις «Λέξεις»;


«Ναι. Ο Μπατάιγ μπορώ να πω ότι έγραψε».


­ Πότε καταλάβατε…


«Δεν είναι αξιολογική η κρίση. Μερικοί νομίζουν ότι γράφουν, αλλά υπάρχουν ελάχιστοι που γράφουν».


­ Η μητέρα σας ήθελε να γίνετε μαθηματικός;


«Η μητέρα μου δεν έδινε σημασία. Μου έλεγε ότι θα ήταν καλύτερα να γίνω έμπορος. Το πίστευε πραγματικά. Είναι τόσο γελοίο».


­ Πότε καταλάβατε ότι θα γίνετε συγγραφέας;


«Μου το είπε ο Κενό».


­ Είπατε στη μαμά σας στην Ινδοκίνα «θα γράψω». Δεκαπέντε, 14 ετών;


«Δώδεκα ετών. Κάποια βιβλία σού δίνουν την επιθυμία να γράψεις. Ακόμη και τα σχολικά βιβλία».


­ Εσείς οι συγγραφείς ανασκαλεύετε τα πράγματα των άλλων.


«Με περνάτε για κάποιον άλλο…».


­ Μα, όχι.


«Τίποτε δεν ανασκάλεψα ποτέ»


­ Αυτό το πρόσωπο το θεωρείτε σήμερα κατεστραμμένο… «Το πρόσωπό μου χαρακώνεται από ρυτίδες. Το περίγραμμά του είναι το ίδιο, αλλά η υφή του έχει καταστραφεί».


«Ναι αυτή η φράση μου αρέσει».


­ Θεωρείτε το πρόσωπό σας κατεστραμμένο;


«Ναι, δεν ξέρω γιατί το έγραψα αυτό».


­ Ισως γιατί περάσατε τη θεραπεία αποτοξίνωσης.


«Ενας τηλεπαρουσιαστής είπε ότι με προτιμά έτσι».


­ «Λένε ότι νέα ήσαστε όμορφη. Εγώ σας βρίσκω πιο όμορφη τώρα. Προτιμώ το κατεστραμμένο πρόσωπό σας». Σας το είπε;


«Ναι».


­ Πώς αντιδράσατε;


«Χάρηκα. Ηρθε χωρίς να το αντιληφθώ. Ηρθε καταπάνω μου και μου το είπε. Το θεώρησα αξιολάτρευτο».


­ Το πρόσωπό σας καταστράφηκε από το ποτό;


«Οχι μόνο. Και από τη ζωή με τον «εραστή»».


­ Και τη γραφή ίσως;


«Μετά τη ζωή με τον «εραστή». Και τη γραφή ασφαλώς».


­ Οι συγγραφείς κάνουν ρυτίδες.


«Και οι αναγνώστες».


­ Αρχικά προσπαθείτε να αυτοκτονήσετε με το ποτό. Μετά είναι η θεραπεία σας για αποτοξίνωση. Γιατί φτάνετε στην αυτοκτονία;


«Γιατί είμαι αλκοολική».


­ Γιατί;


«Είναι εγωιστικό. Οι άντρες με έκαναν να πίνω. Εβγαινα έξω με αυτούς κάθε νύχτα».


­ Και γίνεται κανείς αλκοολικός έτσι;


«Ναι. Τώρα είμαι αλκοολική αλλά δεν πίνω».


­ Δεν επιτρέπεται να πιείτε;


«Ούτε σοκολατάκι με λικέρ».


­ Οταν γράψατε το βιβλίο «Καταστρέφεται», χάσατε τη δύναμη της θέλησής σας; Γιατί η γραφή δεν λειτούργησε σωστά;


«Πίνεις γιατί δεν υπάρχει Θεός. Αντικαθίσταται από το οινόπνευμα. Τέλος τα προβλήματα. Για κάποιο λόγο άρχισα να πίνω μόνη μου. Οσο ζούσα μόνη μου ξανακύλησα τρεις φορές».


­ Η αποτοξίνωσή σας ήταν κάτι φοβερό. «Είναι σαν να σου βάζουν δυναμίτη στο σώμα και αυτός να μην εκρήγνυται ποτέ».


«Είναι όμως και διασκεδαστικό».


­ Οχι, όχι.


«Οτι ο Τροπικός του Καρκίνου περνά από το Παρίσι».


­ Στις παραισθήσεις υπάρχει κάτι το διασκεδαστικό, όταν όμως βλέπατε τέρατα δεν ήταν αστείο.


«Σωστά. Συνέβαλε στο να γράψω αυτό το βιβλίο αργότερα. Είδα ότι ήμουν όπως με περιέγραφε η μητέρα μου. «Αυτή δεν θα είναι ποτέ ευχαριστημένη»».


­ Δεν είστε βολική ως ασθενής.


«Αναγνώρισα τον εαυτό μου. Χάρηκα γιατί η φύση μου δεν έχει συνθλιβεί. Αυτό φαίνεται καθαρά στο βιβλίο».


­ Ο «Εραστής» είναι το σημάδι της επιστροφής σας;


«Ναι. Αν και δεν επέστρεψα τελείως στη ζωή».


­ Φαίνεστε να έχετε αναστηθεί.


«Είναι ανάσταση, αφού με βλέπετε».


­ Ο γιατρός είπε: «Αν αργούσαμε τρεις ημέρες θα είχε πεθάνει».


«Κάτι έχει διαλυθεί μέσα μου, δεν μπορώ να πιω».


­ Εχετε όμως υγεία.


«Ναι, αλλά δεν πίνω».


­ Και όμως, γράψατε τον «Εραστή». Υπάρχει τόση αγαλλίαση στον «Εραστή». Μήπως οφείλεται σε αυτή την επιστροφή;


«Μπορεί… Δεν το σκέφτηκα».


­ Υπάρχει αγαλλίαση στον γράψιμο; Μια ευτυχία.


«Η ευτυχία της γραφής».


­ Επειδή ξεφύγατε. Γυρίσατε από την κόλαση.


«Δεν μπορείτε να ξέρετε. Οταν πίνεις… Πέθαινα, λιποθυμούσα 15 φορές την ημέρα. Οταν συνερχόμουν γελούσα».


­ Σήμερα βλέπετε το σώμα σας;


«Ναι… αλλά τώρα πια πολύ λιγότερο».


­ Είστε η συγγραφέας του πόθου;


«Οπως λέμε συγγραφέας της Κορσικής;».


­ Ισως, γιατί όχι;


«Εγώ δεν το λέω, εσείς το λέτε. Αλήθεια, τίνος συγγραφέας ήταν ο Σαρτρ;».


­ Ας πούμε του υπαρξισμού.


«Οχι, δεν είμαι συγγραφέας του πόθου».


­ Είστε ακόμη αριστερή;


«Δεν είμαι τίποτα. Υποστηρίζω τον Μιτεράν».


­ Επειδή ο Μιτεράν είναι καλός συγγραφέας;


«Οχι».


­ Γιατί;


«Δεν κρύβει τίποτα, δεν έχει λεφτά ούτε ιδεολογία. Η τέχνη του είναι ακριβώς αυτή. Είναι ο άρχοντας με βάση την προσωπικότητά του. Ο,τι κάνει το κάνει καλά, οριστικά, δεν χρειάζεται να το ξανακάνουμε. Οπως την ποινή του θανάτου. Ορθολογίκευσε την οικονομική κρίση. Την «εκπολίτισε». Μπορούμε να διαλογιστούμε σχετικά με την κρίση. Δεν την υφιστάμεθα απλώς πια».


­ Δεν συμμετέχετε όταν μαζεύουν υπογραφές;


«Οχι, καμιά φορά υπογράφω. Είμαι δραστήρια. Είμαι στη Διεθνή Αμνηστία. Βάζω και εγώ την υπογραφή μου, για ξένους κυρίως».


­ Δεν πιστεύετε στον αγώνα για το μέλλον;


«Το Κομμουνιστικό Κόμμα τελείωσε. Είναι το τέλος».


­ Η Ακαδημία όμως ζει. Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ είναι ήδη μέλος της. Λέτε να γίνει και η Μαργκερίτ Ντυράς;


«Ούτε στην Ακαδημία πιστεύω».


­ Φοβάστε τίποτα;


«Φοβήθηκα τους Γερμανούς, τη γερμανική αστυνομία. Με φοβίζουν μερικά κόμματα. Δεν είναι το ίδιο να φοβάσαι την αστυνομία σήμερα. Παλιότερα ήταν πολύ μεγαλύτερος ο φόβος».


­ Σε ευχαριστώ, Μαργκερίτ Ντυράς.