Εφυγε τη Δευτέρα στις 11 Δεκεμβρίου, σε ηλικία 84 ετών, ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς, γεγονός που, αν και αναμενόμενο λόγω της ηθελημένης απόσυρσής του από τα εγκόσμια τα τελευταία χρόνια, δεν προκαλεί λιγότερη οδύνη στους οικείους, φίλους, συνεργάτες και μαθητές του. Τούτη τη δύσκολη ώρα ας υπενθυμίσουμε ορισμένους σταθμούς από τη ζωή και το έργο ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους έλληνες ιστορικούς, ο οποίος, όπως ο ίδιος έλεγε, αποποιούμενος με μετριοφροσύνη τον τίτλο, είχε μια «ιδιάζουσα αίσθηση του χρόνου» βιώνοντας την ιστορία ως «μικρό κόκκο του κουρνιαχτού που ονομάζουμε ιστορία, μια διάρκεια που τέμνεται από μικρότερες διάρκειες». Στο σημείο αυτό η αναφορά είναι στον γάλλο ιστορικό Fernand Braudel, που συνέβαλε στη διαμόρφωσή του μαζί με τη γαλλική κυρίως, την ιταλική και την πολωνική ιστοριογραφία και λιγότερο την αγγλική και την αμερικανική.

Παράθυρο στον κόσμο

Ο Σπύρος Ασδραχάς γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς το 1933 και μεγάλωσε στη Λευκάδα, όπου είχε δάσκαλο τον ιστορικό Παναγιώτη Ροντογιάννη, «που ζούσε την παιδεία του ως συγκίνηση», χάρη στον οποίο γνώρισε την αρχειακή ύλη. Στην Αθήνα συναντήθηκε με άλλους ομολόγους του γύρω από το περιοδικό «Νέον Αθήναιον» και το 1960 αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκε ως ερευνητής στο τότε Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΚΝΕ/ΕΙΕ) επί της εποχής του Κ.Θ. Δημαρά, που «μας άνοιγε ένα παράθυρο στον κόσμο». Με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών έφυγε για το Παρίσι, το 1965, για μεταπτυχιακές σπουδές και το 1972 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στην Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία από την École Pratique des Hautes Études (VI Section). Στη συνέχεια δίδαξε στην École Pratique des Hautes Études (VI Section), στην έδρα του Νίκου Σβορώνου (1974-1984), στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (1986-1988) και στο Πανεπιστήμιο Paris I – Panthéon – Sorbonne (1976-1998).
Στο μεταπτυχιακό του σεμινάριο στην ελληνική οικονομική και κοινωνική ιστορία που λειτούργησε στη Σορβόννη (1982-1998) και κατόπιν στο ΚΝΕ/ΕΙΕ, όπου υπήρξε διευθυντής ερευνών (1993-2005), μαθήτευσαν πλήθος νέων ιστορικών, πολλοί από τους οποίους επάνδρωσαν πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ιδίως το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, του οποίου υπήρξε εμπνευστής και αντιπρόεδρος της πρώτης Διοικούσας Επιτροπής (1985-1990). Επί της θητείας του ως συμβούλου στα Ιστορικά Αρχεία της Εθνικής και της Εμπορικής Τράπεζας, καθώς και στο Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (ΙΑΕΝ), πραγματοποιήθηκαν πολλές έρευνες σε πρωτογενή υλικά με νέες μεθόδους και θεματολογίες και εκδόθηκαν σημαντικές μελέτες.
Από τους ιδρυτές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), διετέλεσε πρόεδρος επί μακρόν (2004-2017) ενός θεσμού που έθεσε στόχο να φέρει στο φως τεκμήρια της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, συνδεδεμένης μάλιστα με τους κοινωνικούς αγώνες και την Αριστερά. Από κοινού με τους συνοδοιπόρους του Φίλιππο Ηλιού και Βασίλη Παναγιωτόπουλο ίδρυσαν το 1983 το περιοδικό «Τα Ιστορικά», το οποίο ανανέωσε τις ιστορικές σπουδές, και μάλιστα το πεδίο της οθωμανικής κυριαρχίας, επεκτείνοντας αλλά και ανατρέποντας μια δεδομένη μορφή ιστοριογραφίας, διότι, κατά την άποψή του, «η ιστορία είναι ανατρεπτική» και ακόμη «αποτελεί μια στάση ζωής, δηλαδή μια στάση πολιτική».

Οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι

Ο ίδιος επέλεξε να ασχοληθεί με τα άφωνα υποκείμενα της ιστορίας, τους πολλούς και άσημους συντελεστές της, τους «ταπεινούς και καταφρονεμένους», και όχι με τις μεγάλες προσωπικότητες. Την κατεύθυνση αυτήν υπηρέτησαν τα περισσότερα γραπτά του, που, υπακούοντας στις πειθαρχίες της ιστορικής επιστήμης, αναδεικνύουν τη λογική των μηχανισμών του ιστορικού γίγνεσθαι και τις πραγματικότητες μέσα από τις οποίες βιώνουν την ιστορία οι συλλογικότητες, ενώ άλλοτε επιχειρούν πολιτισμικές παρεμβάσεις ή αναδιφούν ψηφίδες ιστορίας σε τόνο πιο προσωπικό (ακόμη και νοσταλγικό) με έναν απαράμιλλο χειρισμό της γλώσσας που αποκαλύπτει ιδιαίτερες εσωτερικές ποιότητες: «Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα» (1957), «Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία, ιε’-ιστ’ αιώνας» (1978), «Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη’-ιθ’ αι.» (1982), «Ζητήματα ιστορίας» (1983), «Οικονομία και νοοτροπίες» (1988), «Σχόλια» (1993), «Πατριδογραφήματα» (2003). Θητεύοντας στη δημοσιογραφία, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον μη ιστορικό, που όμως «ιστορικοκρατείται», από τη στήλη της «Καθημερινής» με μικρά αφαιρετικά αλλά και βιωματικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν σε δύο τομίδια: «Ιστορικά απεικάσματα» (1995), «Υπομνήσεις. Ιστορικότροπα σημειώματα» (2014).
Εγνοια του ήταν όχι να διδάξει αλλά να συνομιλήσει, να ενοφθαλμίσει την ιστορία με προβληματισμό από τη σύγχρονη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κατάσταση, επειδή αυτή «ανήκει σε μια αναδιαρθρούμενη διάρκεια» με συνέχειες και ασυνέχειες. Τον απασχολούσαν η πρόσληψη του παρελθόντος, που έχει «ως μέγιστο αποτέλεσμα ιδεολογικούς φενακισμούς» και «άκαιρες αναβιώσεις που τρέφουν τις συλλογικές ευαισθησίες», δηλαδή η ιδεολογική χρήση της ιστορίας για την οποία έγραψε ο Φίλιππος Ηλιού, και τα «πάγια ανικανοποίητα της κοινωνίας μας» που παραμένουν πάντοτε επίκαιρα και «εικονογραφούν την ανεπάρκεια των μύθων της». Τα σεμινάριά του, ορισμένα από τα οποία δημοσιεύθηκαν στον τόμο «Βίωση και καταγραφή του οικονομικού» (ΙΝΕ/ΕΙΕ 2007), διέπονταν από τη λογική της αμφισβήτησης των βεβαιοτήτων, που προέρχονται συνήθως από τον χώρο του πολιτικού και του ισότιμου διαλόγου. Για μας τους μαθητές του ήταν «ο δάσκαλος», ασφαλώς όχι με την έννοια της από καθέδρας αυθεντίας, αλλά της σωκρατικής μύησης που μας ελευθερώνει από τη σπηλιά του Πλάτωνα. Το κενό που αφήνει είναι δυναναπλήρωτο, αλλά το πολυσήμαντο έργο του όσο και η διανοητική του στάση αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για το επάγγελμα του ιστορικού, όπως και για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Η κυρία Αλεξάνδρα Σφοίνη είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ