Ο κύριος Ατομική Βόμβα


Ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του προέρχεται από ένα παλιό νέγρικο τραγούδι: «Στο γλυκό πεπρωμένο όλοι ζούμε μαζί». Για τον ίδιο είναι μια παρθενική βουτιά στη δίνη της οικειότητας, από τα ανοιχτά παράθυρα της συλλογικής απελπισίας που ως Αρμένιος γνωρίζει τόσο καλά αλλά που ως καλλιτέχνης έχει χρέος να εξατομικεύει. Σε σινεμασκόπ. Μακριά πλέον από ρυθμιστές απωλειών, επιτροπές λογοκρισίας hard core ταινιών («Adjuster»), στριπτιζέζ («Exotica») και τις λοιπές ακρότητες των σκηνοθετικών φαντασιώσεών του. Σαν να προσγειώθηκε στον πραγματικό κόσμο. Αυτόν που του χάρισε η γυναίκα του Αρσινέ, κάνοντάς του δώρο το μυθιστόρημα του Ράσελ Μπανκς. Αλλά και ο γιος του Αρσίλ. Η εμπειρία της πατρότητας αποδείχθηκε ανεκτίμητη για μια ταινία που αντικρίζει κατάματα την τραγωδία και την απώλεια. Το σχολικό λεωφορείο ξεφεύγει από την πορεία του και παίρνει μαζί του όλα τα παιδιά της ερμητικά κλειστής καναδικής κωμόπολης. Τα παρασύρει όπως ο Μαγικός Αυλός του Χάμλιν. Εκεί που το ενήλικο σύμπαν δεν μπορεί ποτέ να πλησιάσει…


Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω για τις εμμονές των καναδοθρεμμένων δημιουργών με τα πλυντήρια αυτοκινήτων (η σκηνή από το «Crash» του Κρόνενμπεργκ έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου). Ο χρόνος μαζί του δεν είναι αρκετός και η Αρμενία «κλέβει» τον περισσότερο. Η φωνή του απαλή, λόγια, δυτικοτραφής, με κάποια ανεπαίσθητα ψήγματα «εξωτικής» θλίψης. Οι τόποι όπου έχει ζήσει (από το Κάιρο ως τη Βρετανική Κολομβία) και η Ιστορία ελλοχεύουν πάντα πίσω από τη ματιά και τον φακό του. Αλλά τι να περιμένεις από κάποιον που βαφτίστηκε προς τιμήν της ατομικής ενέργειας.


Το «Γλυκό πεπρωμένο» θα βρίσκεται στις εγχώριες αίθουσες από τις 7 Νοεμβρίου.


­ Αλήθεια σας λένε Ατόμ Εγκογιάν;


«Τι εννοείτε;».


­ Απλώς μου φαίνεται περίεργο να φωνάζουν κάποιον Ατόμ… Εσείς δηλαδή έχετε νονά σας την ατομική ενέργεια;


«Ναι, οι γονείς μου πήραν την ιδέα από τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα της Αιγύπτου. Βλέπετε, γεννήθηκα στο Κάιρο».


­ Αναρωτιέμαι, αυτό το όνομα δεν σας δημιουργεί προβλήματα;


«Τώρα πια δεν αντιμετωπίζω κανένα πρόβλημα. Μικρός όμως το έβρισκα εξαιρετικά οδυνηρό. Ξέρετε, είναι από εκείνα τα ονόματα που αποκτούν διαφορετική χροιά ανάλογα με τον εκάστοτε συνομιλητή σου, με την εκάστοτε χρονική περίοδο. Οπως τότε που ήμουν ακόμη πιτσιρίκος και είχαν ξεκινήσει οι πυρηνικές δοκιμές στην Αλάσκα. Τότε ζούσαμε στο νησί Βανκούβερ (σ.σ.: της Βρετανικής Κολομβίας) και ξυπνούσαμε με τον φόβο ότι τεράστια παλιρροϊκά κύματα θα έρθουν να βυθίσουν για πάντα τη μικρή πόλη μας. Σας διαβεβαιώ, εκείνη την εποχή ήταν πραγματικά πολύ άσχημο να σε φωνάζουν «Ατόμ»».


­ Και σίγουρα δεν ηχεί και πολύ αρμενικό.


«Είναι αστείο αλλά στα αρμενικά χρησιμοποιούμε το όνομα «Αντόμ». Επειδή όμως στην ανατολική διάλεκτο της αρμενικής γλώσσας το «ντ» προφέρεται «τ», βρέθηκα ως εκ θαύματος με ένα κλασικό αρμενικό όνομα ­ οποία απογοήτευση για τους γονείς μου που δεν είχαν καμία τέτοια πρόθεση».


­ Γιατί απογοήτευση;


«Δεν ήθελαν να θυμούνται την καταγωγή τους. Αναζητούσαν απλώς ένα όνομα που να αποτίει φόρο τιμής στην επιστήμη ­ ο πατέρας μου ήταν έμπορος τέχνης αλλά ενδιαφερόταν πάντα για οτιδήποτε αλλάζει τα δεδομένα του πλανήτη. Ούτως ή άλλως οι γονείς μου μιλούν μόνο τη δυτική διάλεκτο ­ όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Αρμένιοι σήμερα».


­ Γιατί επιθυμούσαν να ξεχάσουν;


«Από τότε που μεταναστεύσαμε στον Καναδά η συμπεριφορά τους ήταν μάλλον παράξενη. Δεν ήθελαν να έχουν καμία απολύτως σχέση με την αρμενική κοινότητα ­ μετακόμισαν άρον άρον σε μια πόλη που δεν είχε καθόλου Αρμενίους. Αγωνίζονταν να ξεχάσουν, να θάψουν τελείως το παρελθόν, να επιβιώσουν. Ιδιαίτερα ο πατέρας μου εκδήλωνε ταυτόχρονα συμπτώματα άρνησης και αγανάκτησης. Μ’ εμένα έκαναν καλή δουλειά γιατί ως τα 18 μου χρόνια ήμουν πλήρως αφομοιωμένος ­ στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα για την καταγωγή μου. Το πρώτο σημάδι μού δόθηκε στο αεροδρόμιο, την ημέρα που έφευγα πια από το σπίτι μου. Η μητέρα μου με αποχαιρέτησε λέγοντάς μου ότι ήμουν ελεύθερος να κάνω οτιδήποτε ήθελα με τη ζωή μου. «Φτάνει να μου υποσχεθείς ένα πράγμα» μου είπε. Την κοίταξα απορημένος. «Οτι δεν θα παντρευτείς ποτέ Τουρκάλα». Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα από πού ξεφύτρωσε αυτό. Μετά ήρθα στο Τορόντο και γνωρίστηκα με αρμένιους συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο, πολιτικοποιήθηκα. Και ήταν μάλλον μια κρίσιμη περίοδος ­ ήταν τότε που το όλο θέμα είχε αναδυθεί ξανά. Κλήθηκα για πρώτη φορά να καταλάβω».


­ Αφού η κουβέντα μάς οδήγησε από μόνη της σε αυτόν τον τόπο, πείτε μου ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα της λέξης «Αρμενία».


«Αυτό που μου έρχεται, σε συναισθηματικό πάντα επίπεδο, είναι το αδιέξοδο, τα ανοιχτά παράθυρα, οι διαφορές που «χάσκουν» στο διηνεκές, που είναι πολύ πολύ πιθανόν να μη βρουν ποτέ λύση. Εχουν μείνει τόσο πολλές πληγές μέσα μας, πληγές με τις οποίες αγωνιζόμαστε να συμφιλιωθούμε. Γιατί το να ανήκεις σε αυτόν τον κόσμο σημαίνει να κουβαλάς ισοβίως το φορτίο. Οταν βρέθηκα για πρώτη φορά στους κόλπους της αρμενικής κοινότητας, δοκιμάζοντας την πικρή γεύση της ιστορικής απελπισίας, προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που μου συνέβαινε. Για κάποιον μάλιστα μυστηριώδη λόγο ένας αρμένιος δημοσιογράφος μού είπε ότι η τελευταία μου ταινία, το «Γλυκό πεπρωμένο», είναι μια ασύνειδη αναφορά στην Αρμενία».


­ Ισως γιατί η καναδική κωμόπολη της ταινίας εμφανίζεται το ίδιο αθώα, εγκαταλειμμένη και εσωστρεφής.


«Ναι, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχουν σ’ αυτήν ψήγματα της καταγωγής μου. Μόνο που ουδέποτε επεδίωξα κάτι τέτοιο. Και ομολογώ ότι χαίρομαι που προέκυψε έτσι απρογραμμάτιστα. Αν το είχα προκαθορίσει, θα με είχε παραλύσει. Στην ταινία οι άνθρωποι της κωμόπολης έχουν να κάνουν με μια τραγωδία ­ χάνουν τα παιδιά τους όταν το σχολικό λεωφορείο γίνεται θρύψαλα ­ και παλεύουν μαζί της ψάχνοντας απεγνωσμένα για βοήθεια. Οπως έκαναν ανέκαθεν οι Αρμένιοι. Και βοήθεια υπήρξε ­ πάντοτε υπάρχουν χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, ανοιχτές στο ζήτημά μας. Οσο για μας τους ίδιους, ακόμη προσπαθούμε να καταλάβουμε τι έγινε στην Τουρκία το 1915, να ανακαλύψουμε σε ποιον πρέπει να επιρρίψουμε τις ευθύνες, να βγάλουμε μια ετυμηγορία, να διοχετεύσουμε εκεί που πρέπει την απελπισία και την οργή μας. Οπως λέει και ο δικηγόρος της ταινίας, «επιτέλους κάτι πρέπει να γίνει»».


­ Αλήθεια, εσείς ­ σε καθημερινή πλέον βάση ­ έχετε καταφέρει να δαμάσετε την οργή σας;


«Σε γενικές γραμμές ναι, όμως πάντα βρίσκει τρόπο να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Π.χ., πέρυσι όταν γιορτάσαμε την επέτειο του Απριλίου το μόνο που χρειάστηκε για να πυροδοτηθεί εκ νέου ήταν μια επιστολή της τουρκικής πρεσβείας που, για μία ακόμη φορά, αρνείται τη γενοκτονία. Είναι αναπόφευκτο η οργή σου να σιγοβράζει από την αρχή. Αυτή η συνεχής άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης ­ μμμ… πολύ φοβάμαι ότι η συζήτησή μας πολιτικοποιείται επικίνδυνα ­ να δεχθεί ιστορικά γεγονότα είναι παρανοϊκή. Ειδικά τη στιγμή που υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. Ως Αρμένιος πρέπει να ζεις με αυτόν τον θεμελιακό παραλογισμό. Γι’ αυτό και πολλές από τις ταινίες μου βασίζονται σε χαρακτήρες που έχουν φτάσει σε ακραία στάδια συναισθηματικής φόρτισης. Είναι υποχρεωμένοι να κονταρομαχούν με αυτή την παράλογη φύση της θλίψης που δεν μπορεί να μοιραστεί».


­ Και αυτό ίσως είναι το χειρότερο είδος θλίψης.


«Ναι, γιατί καθώς δεν μπορεί να ομολογηθεί παραμορφώνεται, η αλήθεια της συνθλίβεται».


­ Ο Καναδάς πώς σας υποδέχθηκε;


«Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια συναρπαστική χώρα. Προ ημερών είχαμε μια ειδική προβολή του «Γλυκού πεπρωμένου» για τον πρωθυπουργό της χώρας και την υπουργό Πολιτισμού. Η υπουργός είπε στον λόγο της ότι είναι καθήκον μου ως σκηνοθέτη να ανιχνεύσω τις ρίζες μου. Μου είπε ότι μέσα στην ταινία εξερεύνησα τη ζωή μιας μικρής καναδικής κοινότητας αλλά ότι ελπίζει πως μια μέρα θα μπορέσω να εξερευνήσω και τη δική μου ιστορία στο πλαίσιο αυτής της κοινότητας. Εμεινα κατάπληκτος».


­ Ποια είναι τελικά η ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στην Ιστορία;


«Με την ιδιότητα του σκηνοθέτη, που με θέλει να παρατηρώ και να φιλοτεχνώ πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, είμαι υποχρεωμένος να αντιληφθώ σε βάθος τη δική μου ιστορική εμπειρία. Να διαμορφώσω τη δική μου ταυτότητα. Και αυτή είναι, ό,τι και αν κάνω, συνυφασμένη με την άρνηση και την καταπίεση. Αυτό που βρίσκω ιδιαίτερα συγκινητικό στον κόσμο του Ράσελ Μπανκς (σ.σ.: συγγραφέα του «Γλυκού πεπρωμένου») είναι ότι η αίσθηση της ευθύνης παύει να είναι συλλογική και γίνεται ατομική. Οι κάτοικοι καλούνται ακόμη και να προδώσουν τις αξίες της κοινότητας προκειμένου να αγγίξουν τη δική τους προσωπική αλήθεια».


­ Εσείς θα επιχειρούσατε ποτέ κάτι τέτοιο;


«Εξαρτάται από τις συνθήκες. Αν είχα θεμελιώδεις ενστάσεις, αν κινδύνευε η οικογένειά μου, δεν νομίζω ότι θα δίσταζα. Ούτως ή άλλως κάθε καλλιτέχνης είναι ως έναν βαθμό δέσμιος της ατομικότητας. Πρέπει να μπορούμε να λειτουργούμε μέσα στον κόσμο αλλά και να τον βλέπουμε απ’ έξω».


­ Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση;


«Οταν πρωτοήρθα στον Καναδά και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη στα αγγλικά. Θα θυμάμαι πάντα την πρώτη ημέρα στο σχολείο. Η μητέρα μου είχε δώσει τις βασικές οδηγίες στον δάσκαλο: «Αν πει το τάδε, σημαίνει ότι θέλει να πάει στην τουαλέτα», «Αν πει το δείνα, σημαίνει ότι πεινάει». Και όταν εγώ σήκωσα το χέρι και του εξομολογήθηκα ότι ήθελα να επισκεφθώ την τουαλέτα, μου έδωσε μια φέτα ψωμί. Τα ‘χε κι αυτός χαμένα. Οσο για μένα, πανικοβλήθηκα, έβαλα τα κλάματα».


­ Θα πρέπει να ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια στη Δύση.


«Ναι, αρκεί να σας πω ότι σιγοτραγουδούσα τραγούδια των Μπητλς στα αραβικά! Το παιδί όμως μαθαίνει και προσαρμόζεται ταχύτατα. Το βλέπω και σήμερα και στον δικό μου γιο, τον Αρσίλ. Η επιβίωση είναι παιδική τέχνη. Οπως και η εκδίκηση μερικές φορές».


­ Συμφωνείτε, αλήθεια, με τον Ράσελ Μπανκς ότι έχουμε χάσει τα παιδιά μας;


«Το καταλαβαίνω αλλά δεν το ασπάζομαι, δεν έχω τα περιθώρια για κάτι τέτοιο. Ο Ράσελ είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα, έχει πια μεγαλώσει τα παιδιά του, αντιλαμβάνεται ολότελα διαφορετικά τα πράγματα. Επί παραδείγματι, η εξήγηση που δίνει είναι μακριά από τη δική μου προοπτική. Εκείνος αντιμετωπίζει την τηλεόραση σαν κάτι σχεδόν δαιμονικό. Για μένα αυτή η άποψη παραείναι συντηρητική ­ δεν μπορούμε να αρνηθούμε αυτά που έχει δώσει στη ζωή μας η τηλεόραση και η art technology εν γένει. Εκείνο που έχει πραγματικά ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς είναι το ότι τα παιδιά ζουν πολλές παράλληλες πραγματικότητες ­ δεν περιορίζονται σε αυτήν του οικείου κόσμου. Εισπράττουν έναν ασύλληπτο όγκο ερεθισμάτων. Και νομίζω ότι πολλές από τις ταινίες μου είναι αυτή ακριβώς η απόπειρα να συμφιλιώσω το εύρος της πληροφόρησης με την υπερφόρτωση που προκαλεί. Αυτή ακριβώς η ανάγκη να επιλέξεις και να ταξιδέψεις σε έναν πολύπλοκο και αδυσώπητο κόσμο».


­ Η εμπειρία της πατρότητας σας βοήθησε στην ταινία;


«Αυτό που με δίδαξε είναι ότι τα παιδιά έχουν πάνω απ’ όλα ανάγκη από αγάπη και ιστορίες. «Ο Μαγεμένος Αυλός του Χάμλιν» που ακούγεται σε αρκετές σκηνές και όλη αυτή η ιδέα του Αυλητή που παρασύρει τα παιδιά γεννήθηκε μέσα από την προσωπική εμπειρία μου με τον γιο μου, μέσα από τις ιστορίες που του διαβάζω και από τις ερωτήσεις που κάνει».


­ Σας έχει και εσάς διαποτίσει ως πατέρα ο φόβος της απώλειας;


«Είναι ο φόβος που αντιμετωπίζει κάθε γονιός. Για τις ανάγκες του «Γλυκού πεπρωμένου» χρειάστηκε να έρθω πολύ κοντά του. Αλλωστε κάθε ταινία μου εμπεριέχει κομμάτια του εαυτού μου. Διαφορετικά, δεν θα ήμουν σκηνοθέτης. Πρέπει να υπάρχει πάντα κάτι που να με αγγίζει προσωπικά. Και εδώ τίθενται θεμελιακά ζητήματα για μένα τον ίδιο: ποια είναι η ευθύνη που έχουμε ως γονείς, ποια είναι τα όρια αυτής της ευθύνης, ποιες είναι οι παρενέργειές της, πώς αντιμετωπίζουμε την τραγωδία και την απώλεια».


­ Σε αυτή την ταινία έχει κανείς την αίσθηση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της φιλμογραφίας σας, αυτή η παγερή αποστασιοποίηση από τους χαρακτήρες σας, απλώς δεν είναι πια εκεί.


«Αυτός ο επαρχιακός μικρόκοσμος της ταινίας έχει να κάνει με ανθρώπους που γνωρίζουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Οι προηγούμενες ταινίες μου μιλούσαν για χαρακτήρες που αναζητούσαν την ταυτότητά τους. Στο «Exotica» είναι σχεδόν παραμορφωμένοι εξαιτίας αυτής της σχηματοποίησης της θλίψης και του πένθους τους, είναι σαν φαντάσματα. Στο «Γλυκό πεπρωμένο» όμως είναι διάφανοι, σου «ανοίγονται», σε αφήνουν να ταυτιστείς μαζί τους».


­ Ισως γι’ αυτό σας κατηγορούν ότι με αυτή την ταινία στέφεσθε πλέον mainstream;


«Εύκολο να το λέει κανείς· και όμως πρόκειται για ένα φιλμ – πρόκληση από κάθε άποψη: το θέμα, η δομή και η γλώσσα της ταινίας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθούν mainstream. Δεν αρνούμαι ότι μπορείς να ταυτιστείς πιο εύκολα με αυτούς τους χαρακτήρες. Το έκρινα όμως απαραίτητο για τις ανάγκες της ιστορίας του Μπανκς».


­ Πάντως το γεγονός ότι υπογράψατε συμβόλαιο με την εταιρεία παραγωγής του Μελ Γκίμπσον δείχνει ότι έχετε αρχίσει να υποκύπτετε στον πειρασμό των μεγάλων στούντιο.


«Η καινούργια ταινία μου βασίζεται στο μυθιστόρημα «Felicia’s Journey» του Γουίλιαμ Τρέβορ. Θα δούμε στην πορεία αν θα καταφέρω να διατηρήσω τον έλεγχο. Αν δεν το επιτύχω, σημαίνει ότι δεν είμαι σε θέση να λειτουργήσω σ’ αυτό το σύστημα. Ούτως ή άλλως δεν πρόκειται για μια μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή. Αν δω ότι δεν μου πηγαίνει, ότι απαιτεί συμβιβασμούς, θα γυρίσω στον παλιό γνώριμο τρόπο. Ηδη μου συνέβη μία φορά, όταν μετά το «Exotica» ετοίμαζα μια ταινία με τη Warner Brothers. Αποπειράθηκαν να μου επιβάλουν πράγματα. Και δραπέτευσα».


­ Εχετε αγγίξει στιγμές καλλιτεχνικής πληρότητας;


«Η στιγμή που αισθάνθηκα πιο κοντά σ’ αυτό ήταν όταν γυρίζαμε το «Calendar» στην Αρμενία. Αυτή ήταν μια από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες μου. Ενα όνειρο έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Ισως γιατί τόσο πολλά αντικρουόμενα στοιχεία της δικής μου ζωής, του δικού μου, αν θέλετε, γλυκού πεπρωμένου, κατόρθωσαν επιτέλους να συμφιλιωθούν».