Στις μέρες μας δεν υπάρχει σκηνοθέτης άλλος εκτός του Γούντι Αλεν που να έχει μέσα του τόσο εκλεπτυσμένη, μα και τόσο «ζωντανή» την αίσθηση του ρετρό. Οσες ταινίες του μεταφέρουν τον θεατή σε αλλοτινές εποχές είναι κινηματογραφικά διαμάντια, γεμάτα μουσική, διαλόγους και εικόνες περασμένων μεγαλείων. Και σχεδόν σε όλες αυτές τις ρετρό ταινίες του η πόλη της Νέας Υόρκης και τα περίχωρά της είναι ο χώρος δραματουργίας. Η Νέα Υόρκη είναι η αρένα του Αλεν, την ξέρει καλά, την έχει περπατήσει πολύ. Και τις καλές εποχές της θέλει να τις θυμάται με γλυκιά νοσταλγία.

Χαραγμένο στη μνήμη του

Συνήθως, η κάμερά του τρυπώνει ορεξάτα σε κάθε γωνιά του Μανχάταν, της καρδιάς της πόλης, ή του Μπρούκλιν, εκεί όπου πριν από 82 χρόνια ο Αλεν γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ας μην ξεχνάμε πως βάφτισε «Μανχάταν» μια από τις πιο διάσημες ταινίες του – έστω και αν ο ίδιος δεν έχει τις καλύτερες αναμνήσεις από τη δημιουργία της. Αυτό όμως που τελικά φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει είναι να δείξει ότι σχετίζεται με το Big Apple και που για κάποιον λόγο βρίσκεται χαραγμένο στη μνήμη του. Μια εικόνα από μια παλιά κινηματογραφική ταινία σε κάποια παλιά αίθουσα, μια βόλτα στο Central Park, ένα ιστορικό νάιτ κλαμπ, ένα λαϊκό εστιατόριο· οτιδήποτε θα μπορούσε να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του Γούντι Αλεν, να σκαλίσει τη μνήμη του και να γράψει ένα σενάριο.

Για παράδειγμα, στις ταινίες του θα βρούμε το Old Westbury Gardens, το σπίτι του γλύπτη Τζον Σάφερ Φιπς στο Λονγκ Αϊλαντ («Η κατάρα του Πράσινου Σκορπιού»), το ειδυλλιακό Pocantico Hills στο Mount Pleasent της κοινότητας Westchester («Σεξοκωμωδία θερινής νύχτας»), αλλά και το λαϊκό Rockaway Beach στo Queens, εκεί όπου ζει η οικογένεια της εξαιρετικής ρετρό ταινίας του «Μέρες ραδιοφώνου».

Και τώρα, στην τελευταία του ταινία «Wonder Wheel» σκηνικό είναι το παραθαλάσσιο θέρετρο Κόνι Αϊλαντ στον Δήμο του Μπρούκλιν, με το διάσημο λούνα παρκ. Εκεί όπου κάποτε – συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1950, που είναι ο δραματουργικός χρόνος της ταινίας – ο απλός κοσμάκης μπορούσε να ξεσκάσει με «φτηνή διασκέδαση και ζουμερά χοτ ντογκ».

«Οι ημέρες της δόξας του ήταν πολύ πριν γεννηθώ», θα πει ο ίδιος ο Αλεν, «αλλά όταν πήγαινα παρέμενε συναρπαστικό. Πάντα με εντυπωσίαζε. Υπήρχαν τόσο χαρούμενοι άνθρωποι εκεί και τόσο πολλές αντικρουόμενες, πολύπλοκες δραστηριότητες που συνέβαιναν. Η ατμόσφαιρα ήταν απίστευτα ζωντανή και σκέφτηκα πως θα ήταν μια πρόκληση το να τοποθετήσω μια τόσο δραματική ιστορία μέσα της».

Δραματουργικός χώρος

Μιλάμε για το ίδιο λούνα παρκ – σύμβολο της νεοϋορκέζικης ποπ κουλτούρας το οποίο πριν από μερικά χρόνια κινδύνευσε να εξαφανιστεί στα χέρια επιχειρηματιών. Στη θέση του οραματίζονταν τερατώδη οικοδομικά συγκροτήματα, αλλά ο τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ είχε αντίθετη γνώμη. Με την επιμονή του το λούνα παρκ χαρακτηρίστηκε ιστορικός τόπος διασκέδασης, εν συνεχεία αναβαθμίστηκε και μετατράπηκε ξανά σε περιοχή – τουριστικό προορισμό. Και τώρα, μέσω της αροστουργηματικής φωτογραφίας του Βιτόριο Στοράρο, το Κόνι Αϊλαντ γίνεται ήρωας ταινίας του Γ. Αλεν. Ο δραματουργικός χώρος μιας ταινίας, όμως, σπανίως μπορεί να τη στηρίξει από μόνος του. Δεν θα μιλούσαμε για το λούνα παρκ του Κόνι Αϊλαντ αν στην καρδιά του «Wonder Wheel» δεν υπήρχε ο ανθρώπινος παράγων. Και για μια ακόμη φορά, η ιστορία μιας ταινίας του Γούντι Αλεν ξετυλίγεται μέσα από έναν γυναικείο χαρακτήρα, την Τζίνι (Κέιτ Γουίνσλετ).

Υπάλληλος σε εστιατόριο θαλασσινών, μητέρα ενός μικρού αγοριού με τάσεις πυρομανίας (!), παντρεμένη με έναν άξεστο – αν και κάπου-κάπου τρυφερό – διαχειριστή καρουζέλ με ξύλινα αλογάκια στο λούνα παρκ (Τζιμ Μπελούσι).
Γυναίκα ταλαιπωρημένη, απογοητευμένη, με λίγα παραπανίσια κιλά, πολλές νευρώσεις, ανικανοποίητη, ζηλιάρα, με τρομερές ημικρανίες, ενίοτε κλειστοφοβική και μονίμως θλιμμένη, ενώ πνίγεται στις αναμνήσεις των λανθασμένων επιλογών της ζωής της. Οχι ακριβώς ο ευκολότερος άνθρωπος του κόσμου, αλλά ούτε και ο ευκολότερος ρόλος για την ηθοποιό που την υποδύεται, την Αυστραλέζα Γουίνσλετ, σε μια πολύ μεγάλη στιγμή της καριέρας της.

Κέιτ Γουίνσλετ για Οσκαρ

«Ενιωσα την ευθύνη της ερμηνείας ενός ανθρώπου που ήταν τόσο περίπλοκος, μιας γυναίκας που δεν ήθελα να την αφήσω να γίνει καθόλου κλισέ, αλλά να την κρατήσω στον σωστό δρόμο, να μείνει αληθινή, όχι καρικατούρα, αλλά γαντζωμένη στη δική της, απαίσια πραγματικότητα» δήλωσε η Κ. Γουίσλετ για την Τζίνι.

Αυτή η παραλλαγή της Μπλανς Ντιμπουά του «Λεωφορείον ο Πόθος» (ένα έργο πάνω στο οποίο ο Αλεν «πατά» αρκετά εδώ) μπαίνει άνετα στην ανθολογία των γυναικών ηθοποιών που έχουν διαπρέψει υπό τη σκηνοθεσία του. Της Νταϊάν Κίτον («Ο νευρικός εραστής»), της Νταϊάν Γουίστ («Η Χάνα και οι αδελφές της», «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ»), της Μία Φάροου («Ο ατσίδας του Μπρόντγουεϊ», «Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου»), της Πενέλοπε Κρουζ («Βίκι, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα») και της Κέιτ Μπλάνσετ («Θλιμμένη Τζάσμιν»).

Με την εξαίρεση της Φάροου, όλες οι προαναφερθείσες έχουν κερδίσει Οσκαρ για τις αντίστοιχες ταινίες που αναφέρουμε. Αν το σκηνικό επαναληφτεί με τη Γουίνσλετ, δεν θα μας προκαλέσει καμία εντύπωση.

Πού και πότε

Η ταινία «Wonder Wheel» προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη, σε διανομή Odeon.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ